Κυριακή 11 Απριλίου 2010
"Βάλε τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί ἰδές τά χέρια μου, πού τραυματίστηκαν γιά σᾶς, γιά νά θεραπεύουν τά χτυπήματα τῶν δικῶν σας ψυχῶν..."
Επειτα εἶπε στό Θωμᾶ Βάλε τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί ἰδές τά χέρια μου.
Τί ὕψος ἀπέραντης φιλανθρωπίας!
Τί πέλαγος ἀμέτρητης συγκαταβάσεως!
Δέν περίμενε τήν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ,
δέν περίμενε νά πλησιάση αὐτός πού εἶχε ἀνάγκη,
νά παρακαλέση καί νά ἐπιτύχη ὅ,τι ἤθελε.
Μήτε γιά λίγο δέν τόν στέρησε ἀπό τήν ἐπιθυμία,
ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπημένος αὐτόν πού τόν ἀγαποῦσε μέ τή βία τραβοῦσε κοντά του,
ὁ ἴδιος ἔσυρε στήν πληγή τό δάχτυλο ἐκείνου πού εἶχε τόν πόθο, ὁ ἴδιος μέ τή δεσποτική γλῶσσα του, τράβηξε τό δουλικό χέρι λέγοντας σ᾿ αὐτόν.
Βάλε τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί ἰδές τά χέρια μου.
῎Ακουσα, Θωμᾶ, ἀπών σάν ἄνθρωπος ἀλλά παρών σάν Θεός,
ὅ,τι εἶπες στούς ἀδελφούς σου.
῎Ημουν κοντά σας μέ τή θεϊκότητά μου καί χώρια σας μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση μου. Θέλεις νά σοῦ ὑπενθυμίσω τά λόγια πού εἶπες προηγούμενα;
Δέν εἶπες, ἄν δέ δῶ μέσα στά χέρια του τά σημάδια τῶν καρφιῶν καί δέ βάλω τό δάχτυλό μου στά σημάδια τῶν καρφιῶν καί δέ βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά του,
δέ θά πιστέψω;
Δέ βγῆκαν ἀπό τά χείλη σου τά λόγια αὐτά;
Τά λόγια αὐτά δέ ἀνταποκρίνονται στούς λογισμούς σου;
Γι᾿ αὐτό ξαναῆλθα.γιά νά μήν ἀμφιβάλλης.
Γι᾿ αὐτό εἶμαι κοντά σας δεύτερη φορά, γι᾿ αὐτά πού ἐπιθυμεῖς ἔχω φτάσει καί τώρα ἦρθα γιά σένα, τόν ἕνα, ἐγώ πού γιά τό χαμένο πρόβατο κατέβηκα ἀπό τούς οὐρανούς χωρίς ἐν τούτοις νά τούς ἀφήσω.
Μή διστάσης λοιπόν νά μάθης ὅ,τι ποθεῖς, μήν ντρέπεσαι νά κοιτάξης καλά ὅ,τι θέλεις. Μήν ἀποφύγης νά βάλης τό δάχτυλό σου στά ἴδια τά χέρια μου.
᾿Ανέχομαι καί τά περίεργα δάχτυλα, ὅπως ἀνέχτηκα τά καρφιά.
Υπομένω τήν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπόμεινα τήν κακία τῶν ἐχθρῶν.
Μέ σταύρωσαν οἱ ἐχθροί μου καί δέν ἀγανάκτησα
καί δέ θά ὑποφέρω τήν δική σου ἐξέταση;
Βάλε τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί ἰδές τά χέρια μου, πού τραυματίστηκαν γιά σᾶς, γιά νά θεραπεύουν τά χτυπήματα τῶν δικῶν σας ψυχῶν.
᾿Ιδές τά χέρια μου καί συλλογίσου ἄν εἶμαι ἐκεῖνος
πού θεληματικά σταυρώθηκε ἤ κάποιος ἄλλος.
᾿Ιδές τά χέρια μου, πού ἄφησα νά διατηροῦν τά σύμβολα τῆς ῾Εβραϊκῆς μανίας κι ὅταν μέ τήσυνηθισμένη ἀναίδειά τους μοῦ ποῦν οἱ ῾Εβραῖοι κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεωςὅτι ἐμεῖς Κύριε, δέ σέ σταυρώσαμε, τότε θά δείξω σ᾿ αὐτούς πού μέ πολέμησαν,
τά χέρια μου μ᾿ αὐτή τή μορφή
καί θά ντροπιάσω τούς ῾Εβραίους μόλις τ᾿ ἀντικρύσουν. ᾿
Ιδές τά χέρια μου, καί τό ἀληθινό γεγονός τῆς ἀναστάσεως
μου μή νομίσης πώς εἶναι μιά φαντασία.
Κράτησε αὐτά τά χέρια,σάν ὁμήρους γιά τόν ξαναγεννημό σας.
Κράτησε αὐτά τά χέρια, σάν ἐνέχυρα γιά τήν ἀνάστασή σας μέσα ἀπό τόν τάφο.
Κράτησε αὐτά τά χέρια, σάν ἄγκυρα πού ἔπεσε στό βυθό τοῦ ῞Αδη.
Καμμιά χειμωνιά τῆς ζωῆς μή φοβηθῆς,
καμμιά ζάλη τοῦ κόσμου ἄς μή σέ ζαλίση.
Μή φοβηθῆς τό φύσημα τῶν ἀντιθέτων ἀνέμων,
ἄς μή σέ ἀνησυχήσουν οἱ καταιγίδες κι οἱ σκόπελοι τῆς θάλασσας τῶν ἐχθρῶν.
Πέρνα μέ θάρρος τό πέλαγος τῆς ζωῆς,
ταξίδευε κρατῶντας τήν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος,
ταξίδευε ἔχοντας μπροστά σου σάν λιμάνι τόν οὐρανό.
Ταξίδευε καί νά φοβᾶσαι μόνο τῆς ἀρνήσεώς μου τό ναυάγιο.
Περιγέλα τό θάνατο σά νεκρό, περίπαιζε τή φθορά σάν ἀνίσχυρη.
᾿Αποδέχου γιά χάρη μου τό τέλος τῆς ζωῆς σάν ἀρχή μιᾶς πιό ἐσωτερικῆς ζωῆς
καί φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου.
῎Αντλησε μέ τό χέρι σου ἀπό τή βρύση αὐτή τῆς ζωῆς τό νᾶμα πού ποθεῖς,
τή δίψα σου ἀνακούφισε.
Φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου.
Βάλε τό χέρι στό ἰατρεῖο τῆς πλάσης καί βγάλε τό φάρμακο τῆς ἐπιθυμίας σου.
Δέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ πού μ᾿ ἀγαπᾶ.ἐγώ πού δέχτηκα τήν πληγή τῆς λόγχης.
Φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου, γιά νά μπορεῖς ν᾿ ἀγωνίζεσαι γι᾿ αὐτήν, γιά νά μπορεῖς ν᾿ ἀποκριθῆς σ᾿ αὐτούς πού πολεμοῦν τήν ἀλήθεια, ὅτι μέ εἶδες μετά τήν ᾿Ανάσταση καί μ᾿ἀναγνώρισες καί μέ ψηλάφησες προσεκτικά.
Φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου.
Γιά σένα τήν ἄφησα ἔτσι ἐγώ πού θεράπευσα τά σώματα καί τίς ψυχές τῶν ἄλλων.
Πρόβλεψα σάν Θεός ὅτι θά θελήσης νά τή δῆς ἔτσι καίβλέποντας τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πάθους στήν σάρκα μου θέλησα νά θεραπεύσης τό πάθος τῆς ψυχῆς σου.
Φέρε τό χέρι σου, καί βάλτο στήν πλευρά μου
πού τήφύλαξα ἔτσι μέ κάποιο σκοπό.
῞Οταν γυρίσω πάλι ἀπό τούς οὐρανούς καί καθίσω σέ θρόνο κριτής ζωντανῶν καί νεκρῶν νά ἰδοῦν οἱ ῾Εβραῖοι κατάματα τά ἔργα τῆς κακίας τους καί μόνοι τους ν᾿ αὐτοδικαστοῦν καί μή φανῆς ἄπιστος ἀλλά πιστός.
Κακό ἡ ἀπιστία, κάνει τόν νοῦ νά βουλιάξη. ῾πίστητόν ἀναρπάζει στόν οὐρανό. ῾
Η ἀπιστία τυφλώνει τήν ψυχή.
ἡ πίστη σκορπᾶ τό φῶς της στούς λογισμούς.
πίστη καί τά ἀόρατα κατακάθαρα βλέπει, ὁ ἄπιστος εἶναι σ᾿ ἄγνοια ὁλοκληρωτική.
Μή γίνης ἄπιστος ἀλλά πιστός.
Παραμέρισε τό νέφος τῆς ἀπιστίας καί κοίταξε τίς καθαρές ἀκτῖνες τῆς πίστης.
Γίνου μέσα σέ ὅλους ἄξιος ἀπόστολος τῆς θεότητάς μου.
Γίνου τέτοιος ὅπως πρέπει νά εἶναι αὐτός
πού μέ συνάντησε καί εἶδε τέτοια ὅπως ἐσύ.
῞Ομοια μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους σέ κάλεσα, ὅμοια μ᾿ αὐτούς σέτίμησα,
ὅμοια μ᾿ αὐτούς ὁπλίσου.
῞Ομοια μ᾿ αὐτούς εἶδες ὅ,τι εἶδαν, ὅμοια μ᾿ αὐτούς σοῦ ἐμπιστεύθηκα σά φίλο,
ὅλο μου τό μυστήριο, ὅμοια μ᾿ αὐτούς κήρυξε τή δύναμή μου.
Μήν πῆς πάλι, ἀφοῦ μέ εἶδες μιά φορά.῎
Αν δέ δῶ πάλι στά χέρια του τά σημάδια τῶν καρφιῶν δέ θά πιστέψω.
῞Οσο εἶμαι μαζί σας ἄφησε ἐλεύθερη , ὅπως θέλεις, τήν περιέργειά σου. ῞
Οσο ἔχεις δίπλα σου τό οὐράνιο κλῆμα
ὅλα τά κλαδιά καί τά σταφύλια του ἐρεύνησε.
Θ᾿ ἀνεβῶ στούς οὐρανούς, ἀπ᾿ ὅπου ἦρθα στή γῆ, θ᾿ ἀνεβῶ, ὅπου εἶμαι.
Θ᾿ ἀνεβῶ μέ τήνἀνθρωπίνη φύση μου ἐκεῖ
ἀπ᾿ ὅπου γιά χάρη σας κατέβηκα μέ τή θεία μου φύση.
Θ᾿ ἀνεβῶ μ᾿ αὐτό μου τό σῶμα, ἄν καί χωρίς αὐτό ἦρθα ἀπό κεῖ κι ἔμεινα ἐκεῖ πέρα.
Θ᾿ ἀνεβῶ στούς κόλπους τούς πατρικούς μέ τή δική σας φύση,
ἄν καί εἶμαι στούς κόλπους τοῦ πατέρα.
Τελείωσα τό ἔργο μου γιά χάρητου ἔκανα αὐτή τήν πορεία.
᾿Αφοῦ ἄγγιξε λοιπόν ὁ Θωμᾶς τά χέρια τοῦ Κυρίου καί τή θεία πλευρά
γέμισε ἀπό δειλία καί ἀπό χαρά μαζί βλέποντας αὐτά πού ἐπιθύμησε
καί ἀμέσως ξεσπᾶ σέ ὕμνο τοῦ Κυρίου κραυγάζοντας.
Κύριέ μου καί Θεέ μου.
Σύ εἶσαι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός.
Σύ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος καί ὁ φιλάνθρωπος.
Σύ εἶσαι ξενόφερτος καί παράξενος γιατρός τῆς πλάσης.
Δέν κόβεις μέ τό νυστέρι τ᾿ ἄρρωστα μέλη,δέν καῖς μέ τή φωτά τίς πληγές,
δέν μαζεύεις ἀπ᾿ τά βοτάνια τήν δύναμη τῶν φαρμάκων σου,
δέ δένεις μέ ὁρατούς ἐπιδέσμους τίς πληγές πού μᾶςἀφανίζουν.
Διαθέτεις ἀόρατους ἐπιδέσμους ἀγάπης,
πού ἀόρατα τονώνουν τά καταπονημένα μέλη.
῎Εχεις λόγο πού εἶναι πιό κοφτερός ἀπό τό μαχαίρι
ἔχεις λόγο πιό δυνατό ἀπ᾿ τή φωτιά;
Έχεις βλέμμα ἀπ᾿ τό φάρμακο πιό ἁπαλό.
Σάν δημιουργός ἁγιάζεις χωρίς κόπο τό δημιούργημά σου,
σάν πλάστης χωρίς νά κουραστῆς μεταπλάθεις τά πλάσματά σου.
Σύ κατά τό θέλημά σου τούς λεπρούς καθάρισες, τούς κουτσούς τούς ἔκανες νά τρέχουν, τούς παράλυτουςνά σηκώνουν τά κρεβάτια τους, τούς γεννημένους τυφλούς τούς προστάζεις νά πετάξουν μέ νίψιμο τό σκοτάδι.
᾿Εξώρισες τούς δαίμονες ἀπ᾿ τάδημιουργήματά σου,
μέ θέλημά σου πιάστηκες ἀπ᾿ τούς ἐχθρούς καί ἀπ᾿ τούς ῾Εβραίους,
τά πάντα δέχτηκες γιά μένα στό σῶμα σου.
῏Ω Κύριε καί Θεέ μου.᾿
Αναγνώρισα τόν Κύριό μου, ἀναγνώρισα τόν ἁλιέα καί φύλακά μου,
ἀναγνώρισα τό βασιλιά καί Κύριό μου.
῏Ω Κύριέ μου καί Θεέ μου.
Πιστεύω Κύριε στήνοἰκονομία σου, πιστεύω στήν συγκατάβασή σου,
πιστεύω στήν ἀνάληψη ἀπό μέρους σου τῆς φροντίδας μου,
πιστεύω στόν προσκυνητό σου σταυρό,
πιστεύω στά παθήματα τῆς σάρκας σου,
πιστεύω στόν τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στήν ἀνάστασή σου.
Λοιπόν δέν ἔχω πιά περιέργεια.
Πιστεύω, δέν κάνω πιά ἔλεγχο.πιστεύω, δέν στήνω πιά τή ζυγαριά τοῦ νοῦ.
Πιστεύω, δέν ἔχω πιά περιέργεια.
Πιστεύω στά μάτια μου καί στά χέρια μου.
Μέ δίδαξαν αὐτά πού εἶδα νά μήν κάνω ἔλεγχο.
Ψηλάφησα κι ἔμαθα νά προσκυνῶ ὄχι νά φιλονικῶ.
῞Ενα Κύριο καί Θεό γνωρίζω, τόν Κύριό μου Χριστό. ῎
Ας εἶναι δεδοξασμένος καί δυνατός στούς αἰῶνες. ᾿Αμήν.
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
λόγος
"Είς την Καινήν Κυριακήν και είς τον Απόστολον Θωμάν"
Τί ὕψος ἀπέραντης φιλανθρωπίας!
Τί πέλαγος ἀμέτρητης συγκαταβάσεως!
Δέν περίμενε τήν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ,
δέν περίμενε νά πλησιάση αὐτός πού εἶχε ἀνάγκη,
νά παρακαλέση καί νά ἐπιτύχη ὅ,τι ἤθελε.
Μήτε γιά λίγο δέν τόν στέρησε ἀπό τήν ἐπιθυμία,
ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπημένος αὐτόν πού τόν ἀγαποῦσε μέ τή βία τραβοῦσε κοντά του,
ὁ ἴδιος ἔσυρε στήν πληγή τό δάχτυλο ἐκείνου πού εἶχε τόν πόθο, ὁ ἴδιος μέ τή δεσποτική γλῶσσα του, τράβηξε τό δουλικό χέρι λέγοντας σ᾿ αὐτόν.
Βάλε τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί ἰδές τά χέρια μου.
῎Ακουσα, Θωμᾶ, ἀπών σάν ἄνθρωπος ἀλλά παρών σάν Θεός,
ὅ,τι εἶπες στούς ἀδελφούς σου.
῎Ημουν κοντά σας μέ τή θεϊκότητά μου καί χώρια σας μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση μου. Θέλεις νά σοῦ ὑπενθυμίσω τά λόγια πού εἶπες προηγούμενα;
Δέν εἶπες, ἄν δέ δῶ μέσα στά χέρια του τά σημάδια τῶν καρφιῶν καί δέ βάλω τό δάχτυλό μου στά σημάδια τῶν καρφιῶν καί δέ βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά του,
δέ θά πιστέψω;
Δέ βγῆκαν ἀπό τά χείλη σου τά λόγια αὐτά;
Τά λόγια αὐτά δέ ἀνταποκρίνονται στούς λογισμούς σου;
Γι᾿ αὐτό ξαναῆλθα.γιά νά μήν ἀμφιβάλλης.
Γι᾿ αὐτό εἶμαι κοντά σας δεύτερη φορά, γι᾿ αὐτά πού ἐπιθυμεῖς ἔχω φτάσει καί τώρα ἦρθα γιά σένα, τόν ἕνα, ἐγώ πού γιά τό χαμένο πρόβατο κατέβηκα ἀπό τούς οὐρανούς χωρίς ἐν τούτοις νά τούς ἀφήσω.
Μή διστάσης λοιπόν νά μάθης ὅ,τι ποθεῖς, μήν ντρέπεσαι νά κοιτάξης καλά ὅ,τι θέλεις. Μήν ἀποφύγης νά βάλης τό δάχτυλό σου στά ἴδια τά χέρια μου.
᾿Ανέχομαι καί τά περίεργα δάχτυλα, ὅπως ἀνέχτηκα τά καρφιά.
Υπομένω τήν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπόμεινα τήν κακία τῶν ἐχθρῶν.
Μέ σταύρωσαν οἱ ἐχθροί μου καί δέν ἀγανάκτησα
καί δέ θά ὑποφέρω τήν δική σου ἐξέταση;
Βάλε τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί ἰδές τά χέρια μου, πού τραυματίστηκαν γιά σᾶς, γιά νά θεραπεύουν τά χτυπήματα τῶν δικῶν σας ψυχῶν.
᾿Ιδές τά χέρια μου καί συλλογίσου ἄν εἶμαι ἐκεῖνος
πού θεληματικά σταυρώθηκε ἤ κάποιος ἄλλος.
᾿Ιδές τά χέρια μου, πού ἄφησα νά διατηροῦν τά σύμβολα τῆς ῾Εβραϊκῆς μανίας κι ὅταν μέ τήσυνηθισμένη ἀναίδειά τους μοῦ ποῦν οἱ ῾Εβραῖοι κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεωςὅτι ἐμεῖς Κύριε, δέ σέ σταυρώσαμε, τότε θά δείξω σ᾿ αὐτούς πού μέ πολέμησαν,
τά χέρια μου μ᾿ αὐτή τή μορφή
καί θά ντροπιάσω τούς ῾Εβραίους μόλις τ᾿ ἀντικρύσουν. ᾿
Ιδές τά χέρια μου, καί τό ἀληθινό γεγονός τῆς ἀναστάσεως
μου μή νομίσης πώς εἶναι μιά φαντασία.
Κράτησε αὐτά τά χέρια,σάν ὁμήρους γιά τόν ξαναγεννημό σας.
Κράτησε αὐτά τά χέρια, σάν ἐνέχυρα γιά τήν ἀνάστασή σας μέσα ἀπό τόν τάφο.
Κράτησε αὐτά τά χέρια, σάν ἄγκυρα πού ἔπεσε στό βυθό τοῦ ῞Αδη.
Καμμιά χειμωνιά τῆς ζωῆς μή φοβηθῆς,
καμμιά ζάλη τοῦ κόσμου ἄς μή σέ ζαλίση.
Μή φοβηθῆς τό φύσημα τῶν ἀντιθέτων ἀνέμων,
ἄς μή σέ ἀνησυχήσουν οἱ καταιγίδες κι οἱ σκόπελοι τῆς θάλασσας τῶν ἐχθρῶν.
Πέρνα μέ θάρρος τό πέλαγος τῆς ζωῆς,
ταξίδευε κρατῶντας τήν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος,
ταξίδευε ἔχοντας μπροστά σου σάν λιμάνι τόν οὐρανό.
Ταξίδευε καί νά φοβᾶσαι μόνο τῆς ἀρνήσεώς μου τό ναυάγιο.
Περιγέλα τό θάνατο σά νεκρό, περίπαιζε τή φθορά σάν ἀνίσχυρη.
᾿Αποδέχου γιά χάρη μου τό τέλος τῆς ζωῆς σάν ἀρχή μιᾶς πιό ἐσωτερικῆς ζωῆς
καί φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου.
῎Αντλησε μέ τό χέρι σου ἀπό τή βρύση αὐτή τῆς ζωῆς τό νᾶμα πού ποθεῖς,
τή δίψα σου ἀνακούφισε.
Φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου.
Βάλε τό χέρι στό ἰατρεῖο τῆς πλάσης καί βγάλε τό φάρμακο τῆς ἐπιθυμίας σου.
Δέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ πού μ᾿ ἀγαπᾶ.ἐγώ πού δέχτηκα τήν πληγή τῆς λόγχης.
Φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου, γιά νά μπορεῖς ν᾿ ἀγωνίζεσαι γι᾿ αὐτήν, γιά νά μπορεῖς ν᾿ ἀποκριθῆς σ᾿ αὐτούς πού πολεμοῦν τήν ἀλήθεια, ὅτι μέ εἶδες μετά τήν ᾿Ανάσταση καί μ᾿ἀναγνώρισες καί μέ ψηλάφησες προσεκτικά.
Φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου.
Γιά σένα τήν ἄφησα ἔτσι ἐγώ πού θεράπευσα τά σώματα καί τίς ψυχές τῶν ἄλλων.
Πρόβλεψα σάν Θεός ὅτι θά θελήσης νά τή δῆς ἔτσι καίβλέποντας τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πάθους στήν σάρκα μου θέλησα νά θεραπεύσης τό πάθος τῆς ψυχῆς σου.
Φέρε τό χέρι σου, καί βάλτο στήν πλευρά μου
πού τήφύλαξα ἔτσι μέ κάποιο σκοπό.
῞Οταν γυρίσω πάλι ἀπό τούς οὐρανούς καί καθίσω σέ θρόνο κριτής ζωντανῶν καί νεκρῶν νά ἰδοῦν οἱ ῾Εβραῖοι κατάματα τά ἔργα τῆς κακίας τους καί μόνοι τους ν᾿ αὐτοδικαστοῦν καί μή φανῆς ἄπιστος ἀλλά πιστός.
Κακό ἡ ἀπιστία, κάνει τόν νοῦ νά βουλιάξη. ῾πίστητόν ἀναρπάζει στόν οὐρανό. ῾
Η ἀπιστία τυφλώνει τήν ψυχή.
ἡ πίστη σκορπᾶ τό φῶς της στούς λογισμούς.
πίστη καί τά ἀόρατα κατακάθαρα βλέπει, ὁ ἄπιστος εἶναι σ᾿ ἄγνοια ὁλοκληρωτική.
Μή γίνης ἄπιστος ἀλλά πιστός.
Παραμέρισε τό νέφος τῆς ἀπιστίας καί κοίταξε τίς καθαρές ἀκτῖνες τῆς πίστης.
Γίνου μέσα σέ ὅλους ἄξιος ἀπόστολος τῆς θεότητάς μου.
Γίνου τέτοιος ὅπως πρέπει νά εἶναι αὐτός
πού μέ συνάντησε καί εἶδε τέτοια ὅπως ἐσύ.
῞Ομοια μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους σέ κάλεσα, ὅμοια μ᾿ αὐτούς σέτίμησα,
ὅμοια μ᾿ αὐτούς ὁπλίσου.
῞Ομοια μ᾿ αὐτούς εἶδες ὅ,τι εἶδαν, ὅμοια μ᾿ αὐτούς σοῦ ἐμπιστεύθηκα σά φίλο,
ὅλο μου τό μυστήριο, ὅμοια μ᾿ αὐτούς κήρυξε τή δύναμή μου.
Μήν πῆς πάλι, ἀφοῦ μέ εἶδες μιά φορά.῎
Αν δέ δῶ πάλι στά χέρια του τά σημάδια τῶν καρφιῶν δέ θά πιστέψω.
῞Οσο εἶμαι μαζί σας ἄφησε ἐλεύθερη , ὅπως θέλεις, τήν περιέργειά σου. ῞
Οσο ἔχεις δίπλα σου τό οὐράνιο κλῆμα
ὅλα τά κλαδιά καί τά σταφύλια του ἐρεύνησε.
Θ᾿ ἀνεβῶ στούς οὐρανούς, ἀπ᾿ ὅπου ἦρθα στή γῆ, θ᾿ ἀνεβῶ, ὅπου εἶμαι.
Θ᾿ ἀνεβῶ μέ τήνἀνθρωπίνη φύση μου ἐκεῖ
ἀπ᾿ ὅπου γιά χάρη σας κατέβηκα μέ τή θεία μου φύση.
Θ᾿ ἀνεβῶ μ᾿ αὐτό μου τό σῶμα, ἄν καί χωρίς αὐτό ἦρθα ἀπό κεῖ κι ἔμεινα ἐκεῖ πέρα.
Θ᾿ ἀνεβῶ στούς κόλπους τούς πατρικούς μέ τή δική σας φύση,
ἄν καί εἶμαι στούς κόλπους τοῦ πατέρα.
Τελείωσα τό ἔργο μου γιά χάρητου ἔκανα αὐτή τήν πορεία.
᾿Αφοῦ ἄγγιξε λοιπόν ὁ Θωμᾶς τά χέρια τοῦ Κυρίου καί τή θεία πλευρά
γέμισε ἀπό δειλία καί ἀπό χαρά μαζί βλέποντας αὐτά πού ἐπιθύμησε
καί ἀμέσως ξεσπᾶ σέ ὕμνο τοῦ Κυρίου κραυγάζοντας.
Κύριέ μου καί Θεέ μου.
Σύ εἶσαι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός.
Σύ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος καί ὁ φιλάνθρωπος.
Σύ εἶσαι ξενόφερτος καί παράξενος γιατρός τῆς πλάσης.
Δέν κόβεις μέ τό νυστέρι τ᾿ ἄρρωστα μέλη,δέν καῖς μέ τή φωτά τίς πληγές,
δέν μαζεύεις ἀπ᾿ τά βοτάνια τήν δύναμη τῶν φαρμάκων σου,
δέ δένεις μέ ὁρατούς ἐπιδέσμους τίς πληγές πού μᾶςἀφανίζουν.
Διαθέτεις ἀόρατους ἐπιδέσμους ἀγάπης,
πού ἀόρατα τονώνουν τά καταπονημένα μέλη.
῎Εχεις λόγο πού εἶναι πιό κοφτερός ἀπό τό μαχαίρι
ἔχεις λόγο πιό δυνατό ἀπ᾿ τή φωτιά;
Έχεις βλέμμα ἀπ᾿ τό φάρμακο πιό ἁπαλό.
Σάν δημιουργός ἁγιάζεις χωρίς κόπο τό δημιούργημά σου,
σάν πλάστης χωρίς νά κουραστῆς μεταπλάθεις τά πλάσματά σου.
Σύ κατά τό θέλημά σου τούς λεπρούς καθάρισες, τούς κουτσούς τούς ἔκανες νά τρέχουν, τούς παράλυτουςνά σηκώνουν τά κρεβάτια τους, τούς γεννημένους τυφλούς τούς προστάζεις νά πετάξουν μέ νίψιμο τό σκοτάδι.
᾿Εξώρισες τούς δαίμονες ἀπ᾿ τάδημιουργήματά σου,
μέ θέλημά σου πιάστηκες ἀπ᾿ τούς ἐχθρούς καί ἀπ᾿ τούς ῾Εβραίους,
τά πάντα δέχτηκες γιά μένα στό σῶμα σου.
῏Ω Κύριε καί Θεέ μου.᾿
Αναγνώρισα τόν Κύριό μου, ἀναγνώρισα τόν ἁλιέα καί φύλακά μου,
ἀναγνώρισα τό βασιλιά καί Κύριό μου.
῏Ω Κύριέ μου καί Θεέ μου.
Πιστεύω Κύριε στήνοἰκονομία σου, πιστεύω στήν συγκατάβασή σου,
πιστεύω στήν ἀνάληψη ἀπό μέρους σου τῆς φροντίδας μου,
πιστεύω στόν προσκυνητό σου σταυρό,
πιστεύω στά παθήματα τῆς σάρκας σου,
πιστεύω στόν τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στήν ἀνάστασή σου.
Λοιπόν δέν ἔχω πιά περιέργεια.
Πιστεύω, δέν κάνω πιά ἔλεγχο.πιστεύω, δέν στήνω πιά τή ζυγαριά τοῦ νοῦ.
Πιστεύω, δέν ἔχω πιά περιέργεια.
Πιστεύω στά μάτια μου καί στά χέρια μου.
Μέ δίδαξαν αὐτά πού εἶδα νά μήν κάνω ἔλεγχο.
Ψηλάφησα κι ἔμαθα νά προσκυνῶ ὄχι νά φιλονικῶ.
῞Ενα Κύριο καί Θεό γνωρίζω, τόν Κύριό μου Χριστό. ῎
Ας εἶναι δεδοξασμένος καί δυνατός στούς αἰῶνες. ᾿Αμήν.
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
λόγος
"Είς την Καινήν Κυριακήν και είς τον Απόστολον Θωμάν"
"Η ΑΣΕΒΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ"
Xθες το πρωί στην γνωστή εκπομπή του Γιώργου Παπαδάκη "Καλημέρα Ελλάδα" στον τηλεοπτικό σταθμό ANT1, εκλήθην να σχολιάσω - σε απευθείας σύνδεση από το στούντιο του Συντάγματος - το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ο ΚΟΣΜΟΣ της Πάτρας, με τον ιερέα ο οποίος βάφτιζε και μιλούσε ταυτόχρονα και στο κινητό.
Ο τηλεοπτικός χρόνος αδυσώπητος κι έτσι πρόλαβα να πω ότι έχω δει ιερέα να λειτουργεί και να έχει το κινητό του πάνω στην Αγία Τράπεζα (!!!) και - με ειρωνική διάθεση - πως "πρέπει να συνηθίσουμε τη νέα πραγματικότητα", ήτοι τέλεση μυστηρίων μετά κινητού.
Φυσικά, το πρόβλημα είναι της Διοικούσας Εκκλησίας η οποία δεν έχει πάρει από την αρχή στα σοβαρά την κατάσταση.
Ο ποιητής Θανάσης Νιάρχος επισημαίνει σε χθεσινό του άρθρο στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ την τραγικότητα της κατάστασης με πολύ εύστοχο τρόπο: "...στην ίδια εκκλησία, το βράδυ της Μεγάλης Πέµπτης, ακούστηκαν µέσα σε µιάµιση ώρα δέκα το λιγότερο κινητά, ενώ οι κάτοχοί τους, σαν να βρίσκονταν σε χώρο εµποροπανήγυρης, χαµηλόφωνα ή µεγαλόφωνα, µίλησαν κανονικότατα.
Αν οι ίδιοι οι λειτουργοί δεν είχαν απαξιώσει τον χώρο της Εκκλησίας, κατά έναν µυστηριώδη αλλά και ευεξήγητο ταυτόχρονα τρόπο κανένα κινητό δεν θα είχε ακουστεί".
Από την μαρτυρία αυτή του Θανάση Νιάρχου αντιλαμβάνεται ο καθείς πως η ποιμαίνουσα Εκκλησία αδυνατεί να παιδαγωγήσει το ποίμνιό της. Και πώς να γίνει αυτό, αφού η ίδια υπολείπεται τραγικά απ' αυτό που πρέπει να είναι;
Για την ιστορία θα σημειώσω δύο τινα, άκρως ενδεικτικά:
- Αν κατά τη διάρκεια των Πανελλαδικών Εξετάσεων χτυπήσει απλώς κινητό μαθητού (δεν συζητούμε να μιλήσει!), ο οποίος ξέχασε να το απενεργοποιήσει μηδενίζεται αυτόματα το γραπτό του. Έχει συμβεί αυτό και ο εξεταζόμενος προσέφυγε στην δικαιοσύνη ζητώντας να βαθμολογηθεί το γραπτό του μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το κινητό του.
- Σε όλες τις συναυλίες και τις σοβαρές εκδηλώσεις εφιστάται η προσοχή του κοινού στην απενεργοποίηση του κινητού.
- Αν κατά τη διάρκεια των Πανελλαδικών Εξετάσεων χτυπήσει απλώς κινητό μαθητού (δεν συζητούμε να μιλήσει!), ο οποίος ξέχασε να το απενεργοποιήσει μηδενίζεται αυτόματα το γραπτό του. Έχει συμβεί αυτό και ο εξεταζόμενος προσέφυγε στην δικαιοσύνη ζητώντας να βαθμολογηθεί το γραπτό του μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το κινητό του.
- Σε όλες τις συναυλίες και τις σοβαρές εκδηλώσεις εφιστάται η προσοχή του κοινού στην απενεργοποίηση του κινητού.
Τα ανάλογα παραδείγματα είναι πολλά. Στην Εκκλησία έχει ληφθεί έστω και ένα μέτρο για να αποφεύγεται και από τους πιστούς - για τους ιερείς δεν το συζητάμε - η χρήση κινητού που συντελεί αναμφίβολα στην αποϊεροποίηση των μυστηρίων και των ακολουθιών;
Στη συνέχεια παραθέτω το χθεσινό άρθρο του Θανάση Νιάρχου, για να δείτε αγαπητοί συνοδίτες, πως ευτυχώς θεολογούν οι ποιητές όταν οι ποιμένες ή οι θεολόγοι σιωπούν...
Η ασεβής Εκκλησία
Θανάση Θ. Νιάρχου
Σαφέστατα δεν εννοούµε την Εκκλησία ως Σώµα Χριστού, αλλά το κοµµάτι της που ονοµάζεται ιερείς, µητροπολίτες, ιεράρχες. Μεγάλη Πέµπτη βράδυ, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής της οδού Ακαδηµίας, στις εννέα παρά δέκα ακριβώς, µετά το «Ο εν ύδασι την γην κρεµάσας». Ενας ιερέας στην Ωραία Πύλη µιλάει µε ήρεµο στόµφο και λέει πως θα περιέλθει δίσκος ώστε µε τα χρήµατα που θα συγκεντρωθούν να ενισχυθεί η Εκκλησία των Ιεροσολύµων. Προσθέτει µάλιστα πως ο Χριστός δεν µας κατέλιπεν οτιδήποτε το υλικό, παρά µόνον τον Σταυρό του Μαρτυρίου του, ώστε χρειάζεται το σχετικό κενό να το γεµίσουν οι σηµερινοί πιστοί. Θα ήθελε να ρωτήσει κάποιος τον ιερέα ή, ακριβέστερα, την Ιεραρχία που µε δική της αναµφισβήτητα απόφαση ακούστηκε µετά το «Ο εν ύδασι την γην κρεµάσας» ο δεκάρικος για τη συγκέντρωση των χρηµάτων: Ποιος µπορεί πια να λογαριάζεται τόσο αφελής ώστε να αδυνατεί να σκεφθεί το στοιχειώδες, ότι δηλαδή για να µη µας έχει κληροδοτήσει τίποτε το υλικόν ο Χριστός σηµαίνει πως δεν αναγνώριζε την ελαχιστότερη αξία σε οτιδήποτε υλικόν. Με συνέπεια οι επίσηµοι απολογητές του, αντί να τον τιµούν, να τον παραµορφώνουν, αν δεν τον εξευτελίζουν κιόλας. Στον βαθµό βέβαια που µπορεί να εξευτελιστεί ένα σύµβολο που παραµένει αναλλοίω το και απρόσβλητο, αιώνες τώρα, παρά τις προσβολές και τις επιθέσεις που έχει δεχτεί και εξακολουθεί να δέχεται. Επειτα κάθε αγωνιών χριστιανός δεν γίνεται να µη ρωτήσει κάθε ιερωµένο που θα συναντούσε στον δρόµο του: Πόσο, επιτέλους, πιο ακριβά θα µπορούσε να έχει πουληθεί µέσα στους αιώνες ένα κοµµάτι ξύλου που αντιγράφει τον Σταυρό του Μαρτυρίου και που αν γίνεται να αποκτήσει αξία, δεν θα έπρεπε να είναι γιατί ασίγαστος παραµένει σε όλους ο φόβος του θανάτου, ώστε να προστρέχουν σ’ αυτόν ως έσχατη ελπίδα σωτηρίας, αλλά γιατί η Εκκλησία µε τα έργα της κάνει πιθανή την ύπαρξη του θαύµατος.
Οποιοσδήποτε προσέρχεται σε µιαν εκκλησία, περιστασιακά ή κατ’ εξακολούθηση, το κάνει µε το αίσθηµα πως ο συγκεκριµένος χώρος τού χρειάζεται για να ακουµπήσει και να εκφράσει ό,τι πολυτιµότερο νιώθει να υπάρχει µέσα του.
Δεν έχει κανείς το δικαίωµα (αντίθετα θα έπρεπε να λογαριάζεται απεχθέστατος) να τον κάνει να αισθάνεται πως χρειάζεται να πληρώσει προκειµένου να εκφραστεί ή έστω να συγκεντρωθεί στον εαυτό του. Αν η Εκκλησία υποβιβάζει την ανάγκη της επαφής µαζί της σε µια δοσοληψία αντίστοιχη µε κείνη της Εφορίας, που αν δεν πληρώσει κάποιος κινδυνεύει να πάει φυλακή, τότε δεν συντρέχει λόγος να υφίσταται η Εκκλησία. Ή, µάλλον, φαίνεται πως για τη συνείδηση ενός µεγάλου µέρους του κόσµου έχει καταργηθεί, αφού στην ίδια εκκλησία, το βράδυ της Μεγάλης Πέµπτης, ακούστηκαν µέσα σε µιάµιση ώρα δέκα το λιγότερο κινητά, ενώ οι κάτοχοί τους, σαν να βρίσκονταν σε χώρο εµποροπανήγυρης, χαµηλόφωνα ή µεγαλόφωνα, µίλησαν κανονικότατα. Αν οι ίδιοι οι λειτουργοί δεν είχαν απαξιώσει τον χώρο της Εκκλησίας, κατά έναν µυστηριώδη αλλά και ευεξήγητο ταυτόχρονα τρόπο κανένα κινητό δεν θα είχε ακουστεί.
Έχουµε κατ’ επανάληψη οµολογήσει πόσο σπουδαίοι είναι οι στίχοι της Κικής Δηµουλά που γράφει, καθώς το αδιαχώρητο στις εκκλησίες το βράδυ της Μεγάλης Πέµπτης δεν της επιτρέπει να πλησιάσει τον Εσταυρωµένο:
Θανάση Θ. Νιάρχου
Σαφέστατα δεν εννοούµε την Εκκλησία ως Σώµα Χριστού, αλλά το κοµµάτι της που ονοµάζεται ιερείς, µητροπολίτες, ιεράρχες. Μεγάλη Πέµπτη βράδυ, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής της οδού Ακαδηµίας, στις εννέα παρά δέκα ακριβώς, µετά το «Ο εν ύδασι την γην κρεµάσας». Ενας ιερέας στην Ωραία Πύλη µιλάει µε ήρεµο στόµφο και λέει πως θα περιέλθει δίσκος ώστε µε τα χρήµατα που θα συγκεντρωθούν να ενισχυθεί η Εκκλησία των Ιεροσολύµων. Προσθέτει µάλιστα πως ο Χριστός δεν µας κατέλιπεν οτιδήποτε το υλικό, παρά µόνον τον Σταυρό του Μαρτυρίου του, ώστε χρειάζεται το σχετικό κενό να το γεµίσουν οι σηµερινοί πιστοί. Θα ήθελε να ρωτήσει κάποιος τον ιερέα ή, ακριβέστερα, την Ιεραρχία που µε δική της αναµφισβήτητα απόφαση ακούστηκε µετά το «Ο εν ύδασι την γην κρεµάσας» ο δεκάρικος για τη συγκέντρωση των χρηµάτων: Ποιος µπορεί πια να λογαριάζεται τόσο αφελής ώστε να αδυνατεί να σκεφθεί το στοιχειώδες, ότι δηλαδή για να µη µας έχει κληροδοτήσει τίποτε το υλικόν ο Χριστός σηµαίνει πως δεν αναγνώριζε την ελαχιστότερη αξία σε οτιδήποτε υλικόν. Με συνέπεια οι επίσηµοι απολογητές του, αντί να τον τιµούν, να τον παραµορφώνουν, αν δεν τον εξευτελίζουν κιόλας. Στον βαθµό βέβαια που µπορεί να εξευτελιστεί ένα σύµβολο που παραµένει αναλλοίω το και απρόσβλητο, αιώνες τώρα, παρά τις προσβολές και τις επιθέσεις που έχει δεχτεί και εξακολουθεί να δέχεται. Επειτα κάθε αγωνιών χριστιανός δεν γίνεται να µη ρωτήσει κάθε ιερωµένο που θα συναντούσε στον δρόµο του: Πόσο, επιτέλους, πιο ακριβά θα µπορούσε να έχει πουληθεί µέσα στους αιώνες ένα κοµµάτι ξύλου που αντιγράφει τον Σταυρό του Μαρτυρίου και που αν γίνεται να αποκτήσει αξία, δεν θα έπρεπε να είναι γιατί ασίγαστος παραµένει σε όλους ο φόβος του θανάτου, ώστε να προστρέχουν σ’ αυτόν ως έσχατη ελπίδα σωτηρίας, αλλά γιατί η Εκκλησία µε τα έργα της κάνει πιθανή την ύπαρξη του θαύµατος.
Οποιοσδήποτε προσέρχεται σε µιαν εκκλησία, περιστασιακά ή κατ’ εξακολούθηση, το κάνει µε το αίσθηµα πως ο συγκεκριµένος χώρος τού χρειάζεται για να ακουµπήσει και να εκφράσει ό,τι πολυτιµότερο νιώθει να υπάρχει µέσα του.
Δεν έχει κανείς το δικαίωµα (αντίθετα θα έπρεπε να λογαριάζεται απεχθέστατος) να τον κάνει να αισθάνεται πως χρειάζεται να πληρώσει προκειµένου να εκφραστεί ή έστω να συγκεντρωθεί στον εαυτό του. Αν η Εκκλησία υποβιβάζει την ανάγκη της επαφής µαζί της σε µια δοσοληψία αντίστοιχη µε κείνη της Εφορίας, που αν δεν πληρώσει κάποιος κινδυνεύει να πάει φυλακή, τότε δεν συντρέχει λόγος να υφίσταται η Εκκλησία. Ή, µάλλον, φαίνεται πως για τη συνείδηση ενός µεγάλου µέρους του κόσµου έχει καταργηθεί, αφού στην ίδια εκκλησία, το βράδυ της Μεγάλης Πέµπτης, ακούστηκαν µέσα σε µιάµιση ώρα δέκα το λιγότερο κινητά, ενώ οι κάτοχοί τους, σαν να βρίσκονταν σε χώρο εµποροπανήγυρης, χαµηλόφωνα ή µεγαλόφωνα, µίλησαν κανονικότατα. Αν οι ίδιοι οι λειτουργοί δεν είχαν απαξιώσει τον χώρο της Εκκλησίας, κατά έναν µυστηριώδη αλλά και ευεξήγητο ταυτόχρονα τρόπο κανένα κινητό δεν θα είχε ακουστεί.
Έχουµε κατ’ επανάληψη οµολογήσει πόσο σπουδαίοι είναι οι στίχοι της Κικής Δηµουλά που γράφει, καθώς το αδιαχώρητο στις εκκλησίες το βράδυ της Μεγάλης Πέµπτης δεν της επιτρέπει να πλησιάσει τον Εσταυρωµένο:
«Δεν πειράζει. / Θα µάθω το τετέλεσται / από άλλη πηγή. / Πιο θετική».
Δεν θα ‘πρεπε όµως να λογαριάζονται οι στίχοι αυτοί περισσότερο ως υπονόµευση ενός θρησκευτικού αισθήµατος παρά ως η µοναδική οδός σωτηρίας που µας έχει αποµείνει;
§ Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».
§ Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».
πηγή:
απο το πολύ καλό ιστολόγιο
του αγαπητού κ.Παναγιώτη Ανδριόπουλου
"Ιδιωτική Οδός"
απο το πολύ καλό ιστολόγιο
του αγαπητού κ.Παναγιώτη Ανδριόπουλου
"Ιδιωτική Οδός"
Σάββατο 10 Απριλίου 2010
Σήμερον ἔαρ μυρίζει, καὶ καινὴ κτίσις χορεύει, σήμερον αἴρονται κλεῖθρα, θυρῶν καὶ τῆς ἀπιστίας, Θωμᾶ τοῦ φίλου βοῶντος· ὁ Κύριος καὶ Θεός μου
μέγα καὶ ἀνείκαστον τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου,
ὅτι ἐμακροθύμησας, ὑπὸ Ἰουδαίων ῥαπιζόμενος,
ὑπὸ Ἀποστόλου ψηλαφώμενος,
καὶ ὑπὸ τῶν ἀθετούντων σε πολυπραγμονούμενος.
Πῶς ἐσαρκώθης; πῶς ἐσταυρώθης ὁ ἀναμάρτητος;
ἀλλὰ συνέτισον ἡμᾶς, ὡς τὸν Θωμᾶν βοᾶν σοι·
ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα σοι.
Ὦ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ! τῶν πιστῶν τὰς καρδίας εἰς ἐπίγνωσιν ἦξε, καὶ μετὰ φόβου ἐβόησεν, ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα σοι
Οταν μπῆκε ὁ Χριστός στούς μαθητάς του,
ἐνῶ οἱ πόρτες ἦσαν κλεισμένες καί βγῆκε πάλι μέ τόν ἴδιο τρόπο,
ὁ Θωμᾶς ἔλειπε μονάχα.
῏Ηταν κι αὐτό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας.
ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μαθητοῦ
νά προξενήση περισσότερη ἀσφάλεια καί βεβαιότητα.
Γιατί ἄν ἦταν μαζί ὁ Θωμᾶς, δέ θά εἶχε βέβαια ἀμφιβολία.
κι ἄν δέν εἶχε ἀμφιβολία, δέν θά ζητοῦσε μ᾿ ἐπιμονή
καί ἄν δέν ζητοῦσε, δέ θά ψηλαφοῦσε.ἄν ὅμως δέν ψηλαφοῦσε,
δέ θά ὡμολογοῦσε τόν Κύριο καί Θεό
κι ἄν δέν ὡμολογοῦσε Κύριο καί Θεό, τό Χριστό,
δέ θά εἴχαμε ἐμεῖς διδαχθῆ νά τόν δοξολογοῦμε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο.
῞Ωστε μέ τήν ἀπιστία του ὁ Θωμᾶς
μᾶς ποδηγέτησε πρός τήν ἀλήθεια
καί ὅταν ἦρθε ὕστερα σταθεροποίησε τήν πίστη μας.
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
λόγος
"Είς την Καινήν Κυριακήν και είς τον Απόστολον Θωμάν"
ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ Ε':Ρεπορτάζ - φωτό: Νικόλαος Μαγγίνας
Σαν σήμερα, στις 10 Απριλίου 1821, Κυριακή του Πάσχα τότε, απαγχονίστηκε ο μαρτυρικός Πατριάρχης του Γένους Γρηγόριος ο Ε' στην κεντρική Πύλη του Πατριαρχείου στο Φανάρι.
Έκτοτε η Πύλη αυτή έμεινε κλειστή εις ένδειξιν τιμής και μνήμης.
Κάθε χρόνο τη μέρα αυτή ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ανάβει το κερί της μνήμης και της πίστης και καταθέτει λίγα λουλούδια μπροστά στην Πύλη του μαρτυρίου του Πατριάρχου Γρηγορίου.
Αυτό έκανε και σήμερα το πρωί, εν σιωπή και περισυλλογή.
Προηγήθηκε στο ιδιαίτερο Πατριαρχικό Παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέου Τρισάγιο στη μνήμη του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου, με τη συμπλήρωση πέντε χρόνων από την εκδημία του, το οποίο τέλεσε ο Πατριάρχης συμπαραστατούμενος από τον Μ. Αρχιδιάκονο Μάξιμο.
Ευθύς μετά την τιμή στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε' στην Πύλη του Πατριαρχείου, ο Πατριάρχης αναχώρησε για την Σηλυβρία, για την καθιερωμένη μεταπασχάλια εκδρομή, όπου θα παραθέσει γεύμα για τους μαθητές
και τους νέους της Ομογένειας.
Δεν απαγχονίσθηκε μόνο
ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’
Του Νικολάου Μαγγίνα
Τη δεκάτη Απριλίου τιμάται η μνήμη του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ ο οποίος απαγχονίσθηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου στο Φανάρι, στις 10 Απριλίου 1821, ανήμερα του Πάσχα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος κάθε χρόνο ανάβει ένα κερί μπροστά στην κλειστή πύλη και βάζει λουλούδια, προσευχόμενος για την ψυχή του αοιδίμου μαρτυρικού προκατόχου του.
Δυστυχώς διάφοροι Τούρκοι ξεναγοί και όχι μόνο, διαδίδουν ψευδώς, παραπληροφορώντας ότι η κλειστή πύλη ονομάζεται «Πύλη του μίσους» καθώς και ότι δήθεν θα ανοίξει όταν κρεμαστεί εκεί κάποιος Μουσουλμάνος. Πρόκειται για ένα μεγάλο ψέμα και παραμύθι, κάτι που ούτε διανοήθηκαν οι Ορθόδοξοι, ούτε φαντάσθηκαν και φυσικά αντίκειται στο Χριστιανικό πνεύμα. Έχει σκοπό μόνο την δημιουργία τεχνητής έντασης.
Δεν είναι, λοιπόν, ο Γρηγόριος Ε΄ ο μόνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως που απαγχονίσθηκε. Μετά την Άλωση της Πόλης αρκετοί Οικουμενικοί Πατριάρχες που ανήλθαν στο θρόνο ήλθαν αντιμέτωποι με την Οθωμανική Διοίκηση, την «Υψηλή Πύλη». Ορισμένοι απαγχονίσθηκαν, άλλους τους έπνιξαν στη θάλασσα, άλλους τους εξανάγκασαν σε παραίτηση, άλλους τους έστειλαν σε εξορία, άλλοι άφησαν την τελευταία τους πνοή στις φυλακές. Και όλα αυτά μετά από αποφάσεις της Οθωμανικής Διοίκησης.
Στο σημείωμα αυτό αναφέρουμε συνοπτικά τις περιπτώσεις των Πατριαρχών που απαγχονίσθηκαν ή θανατώθηκαν και δεν είναι και τόσο γνωστές στο ευρύ κοινό, χωρίς να γίνεται λόγος για τη σημαντική πλειάδα των Ιεραρχών, των ιερέων και των μοναχών που απαγχονίσθηκαν ή θανατώθηκαν.
Ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την Άλωση Γεννάδιος Σχολάριος είναι και ο πρώτος που παραιτείται λόγω διαφωνιών με την Οθωμανική Διοίκηση.
Ο Ιωάσαφ Ι΄ (1465-1466): Αφού τον ξύρισαν, εκθρονίσθηκε με εντολή του Σουλτάνου.
Ο Ραφαήλ Ι΄ (1475-1476): Μη δυνάμενος να πληρώσει το επιβαλλόμενο φόρο (πεσκέσι) εκθρονίσθηκε, φυλακίστηκε όπου και μετά ένα χρόνο απεβίωσε.
Ο Ραφαήλ Β΄ (1603-1607): Με εντολή του Σουλτάνου Αχμέτ Ι΄ εκθρονίσθηκε και εξορίσθηκε και θανατώθηκε κατά φρικτό τρόπο.
Κύριλλος Ι΄ ο Λούκαρης: Αρκετές φορές ανήλθε και κατήλθε του θρόνου με πρώτη άνοδο το 1612. Στις 20 Ιουνίου 1638 με εντολή του Σαντραζάμη Μπαϊράμ Πασά συνελήφθη και φυλακίσθηκε σε πύργο του Βοσπόρου. Στις 27 Ιουνίου παραδίδεται σε Γενιτσάρους και εκείνοι με ένα πλοιάριο τον πνίγουν στη θάλασσα.
Κύριλλος Β΄ ο Κονταρής (1633-1639): Λόγω των ενεργειών του εκθρονίζεται και κατόπιν συλλαμβάνεται απο τις Οθωμανικές Αρχές, φυλακίζεται και εξορίζεται στην Καρθαγένη. Ο εκει Οθωμανός πασάς της Τύνιδος του επέβαλε να ασπασθεί το Ισλαμισμό, αλλά ο Κύριλλος αντιστάθηκε και για τον λόγο αυτό απαγχονίζεται στις 24 Ιουνίου 1640. Και μία εντυπωσιακή λεπτομέρεια: κατά τον απαγχονισμό το σχοινί κόβεται δύο φορές και για το λογο αυτό τον πνίγουν.
Παρθένιος Β΄ (1644-1646, 1648-1651): Με εντολή του Σουλτάνου Ιμπραχίμ εκθρονίσθηκε και παραδόθηκε στους Γενιτσάρους για να τον πνίξουν. Το σκήνος του βρέθηκε στη γύρω περιοχή της νήσου Πλάτης των Πριγκηπονήσων, από Χριστιανούς οι οποίοι και το ενταφίασαν στο νησί της Χάλκης.
Παρθένιος ο Γ΄ (1656-1657): Με εντολή του Σουλτάνου μετά από φρικτά βασανιστήρια απαγχονίσθηκε στην περιοχή Παρμακαπή της Πόλης το Σάββατο του Λαζάρου και μετά απο τρείς ημέρες ερίφθη στη θάλασσα.
Γαβριήλ Β΄ (23/4-5/5-1657): Στον Πατριαρχικό Θρόνο παρέμεινε μόνο δώδεκα μέρες. Εκθρονίσθηκε και τοποθετήθηκε στη Μητρόπολη Προύσσης. Έγινε καταγγελία-συκοφαντία Εβραίων της περιοχής ότι βάπτισε ένα μουσουλμάνο Χριστιανό, ενώ στην πραγματικότητα αυτός που βαπτίσθηκε ήταν Εβραίος. Ως αποτέλεσμα, τον φυλάκισαν και στη συνέχεια τον απαγχόνισαν στις 3 Δεκεμβρίου 1659.
Μελέτιος Β΄ (1768-1769): Μετα την παραίτησή του συλλαμβάνεται μαζί με άλλους τριάντα προκρίτους, κληρικούς και λαϊκούς και φυλακίζεται βασανιζόμενος φρικτά. Ενώ αθωώθηκε της κατηγορίας για συνεργασία κατά του Οθωμανικού κράτους εξορίσθηκε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπέφερε περισσότερα από την Οθωμανική Διοίκηση εξαιτίας και του πυρπολισμού του Τσεσμέ από τους Ρώσους. Κατόπιν ζήτησε άδεια από τον Σουλτάνο να μεταβεί στην πατρίδα του την Τένεδο. Στη συνέχεια μετέβη και στην Κωνσταντινούπολη με άδεια μόνο για 61 ημέρες. Απεβίωσε στην Τένεδο το 1777 σε μεγάλη φτώχεια.
Κύριλλος Στ΄ (1813-1818): Επειδή δεν κατέστη αρεστός στο Σουλτάνο Μαχμούτ εκθρονίσθηκε και εξορίσθηκε στο Άγιον Όρος. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Οκτώ μέρες μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄, στις 18 Απριλίου 1821, ο Σουλτάνος δίνει εντολή να κρεμασθεί και εκείνος στην πύλη του Μητροπολιτικού Μεγάρου. Μετά από 3 μέρες ρίφθηκε στον ποταμό Έβρο, τα νερά του οποίου τον έβγαλαν στις ακτές του Διδυμοτείχου.
Ευγένιος Β΄ (1821-1822): Διάδοχος του απαγχονισθέντος Γρηγορίου Ε΄. Παραδόθηκε σε διαδηλωτές και σύρθηκε στους δρόμους από τα γένεια και τα μαλλιά και πέθανε αργότερα από τις κακουχίες που υπέστη.
Αυτά προς γνώση της ιστορίας και μόνο.
Και όχι για να προκαλέσουν το δίκαιο αίσθημα.
Αιωνία τους η μνήμη.
πηγή:Φώς Φαναρίου
Κυριακή 4 Απριλίου 2010
Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν Λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα· ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωήν, καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν, Χριστὸς ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ᾄδοντας
καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει,
καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα.
Εἴπωμεν ἀδελφοί, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς·
Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει,
καὶ οὕτω βοήσωμεν·
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας,
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι,
ζωὴν χαρισάμενος.
Ιερός Χρυσόστομος:"...Ποῦ σου θάνατε τὸ κέντρον; ποῦ σου ᾍδη τὸ νῖκος;"
ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως,
Εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ.
Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τὸ δηνάριον.
Εἴ τις ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τὸ δίκαιον ὄφλημα.
Εἴ τις μετὰ τὴν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω.
Εἴ τις μετὰ τὴν ἕκτην ἔφθασε, μηδὲν ἀμφιβαλλέτω· καὶ γὰρ οὐδὲν ζημιοῦται.
Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τὴν ἐννάτην, προσελθέτω, μηδὲν ἐνδοιάζων.
Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῇ τὴν βραδύτητα·
φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον, καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον.
φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον, καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον.
Ἀναπαύει τὸν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης.
Καὶ τὸν ὕστερον ἐλεεῖ, καὶ τὸν πρῶτον θεραπεύει,
κᾀκείνῳ δίδωσι, καὶ τούτῳ χαρίζεται.
Καὶ τὰ ἔργα δέχεται, καὶ τὴν γνώμην ἀσπάζεται.
Καὶ τὴν πρᾶξιν τιμᾷ, καὶ τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ·
οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ἡμῶν,
καὶ πρῶτοι καὶ δεύτεροι τὸν μισθὸν ἀπολαύετε.
Πλούσιοι καὶ πένητες μετ' ἀλλήλων χορεύσατε.
Ἐγκρατεῖς καὶ ῥάθυμοι τὴν ἡμέραν τιμήσατε.
Νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον.
Ἡ τράπεζα γέμει τρυφήσατε πάντες, ὁ μόσχος πολὺς μηδεὶς ἐξέλθῃ πεινῶν.
Πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως.
Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος.
Μηδείς θρηνείτω πενίαν· ἐφάνη γὰρ ἡ κοινὴ βασιλεία.
Μηδεὶς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γὰρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε.
Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς τοῦ Σωτῆρος ὁ θάνατος.
Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ' αὐτοῦ κατεχόμενος.
Ἐσκύλευσε τὸν ᾍδην, ὁ κατελθὼν εἰς τὸν ᾍδην.
Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, καὶ τοῦτο προλαβὼν Ἡσαΐας, ἐβόησεν· ὁ ᾍδης, φησίν, ἐπικράνθη συναντήσας σοι κάτω.
Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ κατηργήθη.
Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐνεπαίχθη.
Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐνεκρώθη.
Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ καθῃρέθη.
Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐδεσμεύθη.
Ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν.
Ἔλαβε γῆν, καὶ συνήντησεν οὐρανῷ.
Ἔλαβεν, ὅπερ ἔβλεπε, καὶ πέπτωκεν, ὅθεν οὐκ ἔβλεπε.
Ποῦ σου θάνατε τὸ κέντρον; ποῦ σου ᾍδη τὸ νῖκος;
Ἀνέστη Χριστός, καὶ σὺ καταβέβλησαι.
Ἀνέστη Χριστὸς καὶ πεπτώκασι δαίμονες.
Ἀνέστη Χριστός, καὶ χαίρουσιν Ἄγγελοι.
Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται.
Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος.
Χριστὸς γὰρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν.
ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΦΑΝΑΡΙ ΠΟΥ ΧΩΡΑΕΙ ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ
φωτό: Νικόλαος Μαγγίνας
Xιλιάδες προσκυνητές από όλο τον κόσμο κατέκλυσαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου για να παρακολουθήσουν την Ακολουθία της Αναστάσεως και να πάρουν το Άγιο Φως από τα χέρια του Προκαθημένου της Ορθοδοξίας
Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Από την εξέδρα που είχε τοποθετηθεί στο κέντρο της αυλής, μπροστά από τον Πατριαρχικό Ναό, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Ιεράρχες και κληρικοί του Θρόνου, παρουσία του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στην Πόλη Βασιλείου Μπορνόβα και άλλων επισήμων,
έψαλαν το "Χριστός Ανέστη".
Αμέσως μετά ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας
μίλησε προς τους πιστούς.
Και επειδή ανέστη ο Χριστός, δεν ζητείται πλέον ελπίς,
αλλά υπάρχει ελπίς!
Δεν μας λείπει το φως,
αλλά τα «πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια»!
Δεν είναι άπιαστο ζητούμενο η χαρά, διότι «χαράς τα πάντα πεπλήρωται, της Αναστάσεως την πείραν ειληφότα»!
Αυτήν την ελπίδα κι αυτή τη χαρά δε δοκιμάζετε και σεις σήμερα που γιορτάζουμε Πάσχα Κυρίου Πάσχα;
Αυτό το φως δε νιώθετε να σας περιβάλλη αυτήν την κλητήν και αγίαν ημέραν;
Και μάλιστα εδώ, στη Βασιλίδα των πόλεων,
που καλώς την διαλέξατε για τις πασχαλινές διακοπές σας.
Εδώ στο Φανάρι, όπου θα βεβαιωθήτε πειστικώτατα ότι ο Σταυρός και η Ανάστασις είναι οι δυο όψεις του ιδίου νομίσματος. Στο Φανάρι, που είναι συγχρόνως μικρό και μεγάλο –τόσο μεγάλο που να χωρή όλη την οικουμένη, γιατί μέσα στην οικουμενικότητα ενυπάρχει η αγάπη και ο σεβασμός της διαφορετικότητος του αλλού, του συγγενούς και πλησίον μας, αλλά και του ξένου και μακρυνού. Του κάθε ανθρώπου.
Εδώ, αδελφοί μου, τίποτε δεν είναι ερείπιο, τίποτε δεν είναι χαμένο.
Ό,τι αγιάστηκε από άσκηση και προσευχή, δεν είναι ποτέ νεκρό.
Ό,τι είναι φτιαγμένο για τον Χριστό, δεν πεθαίνει.
Ό,τι υπάρχει για τον Χριστό, δεν παγιδεύεται από τις πύλες του Άδου.
Μετρώντας τους τάφους,
δεν μπορούμε να μετρήσουμε και τον αριθμό των νεκρών.
Όσοι πεθαίνουν εν Χριστώ, μεταβαίνουν εκ του θανάτου εις την ζωήν.
Ποιος ημπορεί να καταγράψη ποσοτικά την «ζωήν εν τάφω»;
Η Μητέρα όλων μας Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία ζη αιώνες τώρα ως μηδέν έχουσα και πάντα κατέχουσα.
Η Μητέρα όλων μας Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία ζη αιώνες τώρα ως μηδέν έχουσα και πάντα κατέχουσα.
Ποτέ στην ιστορία ένα μικρό στίγμα του γεωγραφικού χάρτη δεν νοηματοδότησε τον παγκόσμιο πνευματικό χάρτη, όσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πάντοτε οι διά Χριστόν νεκροί κρίνουν με τη ζωντάνια τους όσους νομίζουν ότι είναι ζωντανοί. Ο χρόνος, η φθορά, τα χαλάσματα, δεν κατίσχυσαν ποτέ του Φαναρίου,
διότι αυτό δεν μέτρησε ποτέ τη δύναμη του με τα μέτρα
των δυνατών του κόσμου τούτου,
με τα μέτρα των ισχυρών της γης.
Τέκνα φωτόμορφα της Εκκλησίας,
Καλώς ήλθετε στο Πατριαρχείο μας! Σ’ αυτόν τον τόπο της σιωπής, της καρτερίας, της υπομονής, της αδιάλειπτης προσευχής και της βεβαιότητας ότι ζη Κύριος και οι ζώντες εν Αυτώ.
Ενώ άλλοι θρηνούν για τον θάνατο, εδώ τραγουδούμε για την Ανάσταση.
Δεύτε, λοιπόν, λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός του αειφώτου Φαναρίου!
Δεύτε λάβετε θάρρος, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες της ζωής σας!
Δεύτε λάβετε εμπιστοσύνη στην Εσταυρωμένη αγάπη
Καλώς ήλθετε στο Πατριαρχείο μας! Σ’ αυτόν τον τόπο της σιωπής, της καρτερίας, της υπομονής, της αδιάλειπτης προσευχής και της βεβαιότητας ότι ζη Κύριος και οι ζώντες εν Αυτώ.
Ενώ άλλοι θρηνούν για τον θάνατο, εδώ τραγουδούμε για την Ανάσταση.
Δεύτε, λοιπόν, λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός του αειφώτου Φαναρίου!
Δεύτε λάβετε θάρρος, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες της ζωής σας!
Δεύτε λάβετε εμπιστοσύνη στην Εσταυρωμένη αγάπη
και στην αναστημένη ελπίδα μας!
Και, επιστρέφοντες αύριον εις τα ίδια, κηρύξατε παντού,
στεντορεία τη φωνή,
ότι «ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται».
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
πηγή:Φώς Φαναρίου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)