ἔνδοξος ἡ παροῦσα ἡμέρα.
Ἐν ἐκείνῃ, τῷ Σωτῆρι Μάγοι προσεκύνησαν·
ἐν ταύτῃ δὲ τὸν Δεσπότην δοῦλος κλητὸς ἐβάπτισεν.
Ἐκεῖ Ποιμένες ἀγραυλοῦντες,
εἶδον καὶ ἐθαύμαζον·
ὧδε φωνὴ τοῦ Πατρός,
τὸν μονογενῆ Υἱὸν ἐκήρυττε.
Μὲ πολλὴ συγκίνηση δέχθηκα αὐτὸ τὸ δῶρο, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι πολὺ ἀγαπητὸς σὲ μένα, ὅπως εἶναι συμπαθέστατος καὶ σὲ ὅσους τὸν ξέρουνε.
Κρέμασα λοιπὸν αὐτὸ τὸ εἰκονισματάκι στὸ εἰκονοστάσι μας, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἁγίους, ποὺ τοὺς παρακαλοῦμε στὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, καὶ ποὺ ἀνάμεσά τους ξεχωρίζουνε ὁ ἅγιος Νικόλαος κι᾿ ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πρόδρομος, κ᾿ οἱ νέοι ἢ νεοφανεῖς ἅγιοι, ὅπως οἱ ἅγιοι μάρτυρες Ῥαφαὴλ καὶ Νικόλαος, ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Χιοπολίτης, ὁ ἅγιος Γεώργιος Ἰωαννίνων,
ὁ ἅγιος Δαυῒδ ὁ Γέρων, ὁ ἅγιος Νεκτάριος κ.ἄ.
Τὸ σμαλτένιο εἰκονισματάκι ποὺ εἶπα, παριστάνει τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ ποὺ περπατᾶ μέσα στὸ δάσος, ἕνα γεροντάκι σκυφτό, ἀκουμπισμένο στὸ ραβδί του μὲ τὸ δεξὶ χέρι καὶ στ᾿ ἀριστερὸ βαστᾶ ἕνα κομποσκοίνι.
Τὸ πρόσωπό του λαμποκοπᾶ ἀπὸ τὴν καλοσύνη, καὶ τὸ ρασοφορεμένο σῶμα του μὲ τὰ χοντροπάπουτσά του ἔχει μία σεβάσμια κι᾿ ἀξιαγάπητη κίνηση, γεμάτο ἁγιοσύνη καὶ πραότητα.
Ἐν πρώτοις, μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Κοσμά, ὂν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα, καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας.
Καὶ ὧν ἕκαστος κατὰ διάνοιαν ἔχει, καὶ πάντων καὶ πασῶν.
Καὶ πάντων καὶ πασῶν.
Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Πρεσβυτερίου, τῆς ἐν Χριστῷ Διακονίας, καὶ παντὸς ἱερατικοῦ Τάγματος, καὶ μηδένα ἡμῶν καταισχύνῃς τῶν κυκλούντων τὸ ἅγιόν σου θυσιαστήριον.
Ἐπίσκεψαι ἡμᾶς ἐν τῇ χρηστότητί σου, Κύριε, ἐπιφάνηθι ἡμῖν ἐν τοῖς πλουσίοις σου οἰκτιρμοῖς, εὐκράτους καὶ ἐπωφελεῖς τοὺς ἀέρας ἡμῖν χάρισαι, ὄμβρους εἰρηνικοὺς τῇ γῇ πρὸς καρποφορίαν δώρησαι.
Εὐλόγησον τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, παῦσον τὰ σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν, σβέσον τὰ φρυάγματα τῶν ἐθνῶν, τὰς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις ταχέως κατάλυσον, τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος. Πάντας ἡμᾶς πρόσδεξαι εἰς τὴν βασιλείαν σου, υἱούς φωτὸς καὶ υἱοὺς ἡμέρας ἀναδείξας, τὴν σὴν εἰρήνην, καὶ τὴν σὴν ἀγάπην χάρισαι ἡμῖν, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν· πάντα γὰρ ἀπέδωκας ἡμῖν.
Καὶ δὸς ἡμῖν ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ, δοξάζειν καὶ ἀνυμνεῖν τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομά σου, τοῦ Πατρὸς καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ενώ η Εκκλησία με την λατρεία της, την θεολογία της, την εικονογραφία της και το συναξάριο της τιμά σε μεγάλο βαθμό την μεγάλη προσωπικότητα του Μ. Βασιλείου, εν τούτοις η λαϊκή παράδοση και κυρίως η δυτική
–ευρωπαϊκή και αμερικανική–
νοοτροπία παρουσιάζει κατά ιδιαίτερο τρόπο τον Μ. Βασίλειο, δηλαδή από Μέγα Βασίλειο τον έκανε αι-Βασίλη, με πολλές παραλλαγές.
Όταν διαβάση κανείς σχετικά κείμενα και αναλύσεις θα διαπιστώση ότι η μορφή του Μ. Βασιλείου αλλοιώθηκε στην Ευρώπη και τον Νέο Κόσμο.
Ο καθηγητής της Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος στο βιβλίο του
« Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών»
γράφει ότι ο δικός μας άγιος Βασίλης
« ήταν ένας καθαρά πρωτοχρονιάτικος άγιος, κάτι ανάμεσα στον πραγματικό Ιεράρχη της Καισάρειας και σ’ ένα πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας, κι έφτανε την ίδια μέρα σ’ όλα τα πλάτη, από τον Πόντο ώς την Επτάνησο κι από την Ήπειρο ώς την Κύπρο.
Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερ’ από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ’ τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε» .
Και συνεχίζει ο Καθηγητής:
« Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακκί φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: η καλή τύχη ιδιαίτερα κι η ιερατική ευλογία του. Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το μαγικό ραβδί του, απ’ όπου με θαυμαστόν τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του» .
Και συνεχίζει ο Καθηγητής:
“Δεν έφερνε τίποτα ο άγιος Βασίλης. Αντίθετα λές και ζητούσαν την ευλογία του, με το να μοιράζουν από δική τους πρόθεση οι άνθρωποι δώρα και λεφτά”, δηλαδή “γονείς και συγγενείς έδιναν στα παιδιά τους μπουναμάδες ή και μεταξύ τους τα δώρα"” (ένθ. ανωτ., σελ. 121).
Γενικά στην δική μας παράδοση ο αι-Βασίλης ήταν « μικρασιάτης, μελαχρινός, αδύνατος, γελαστός, με μαύρα γένια και καμαρωτά φρύδια. Ντυμένος σαν βυζαντινός πεζοπόρος, με σκουφί και πέδιλα, στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί» (Σπύρος Δημητρέλης).
Η πατρίδα του ανατολικού αι-Βασίλη είναι η Μικρά Ασία, και είναι γραμματισμένος, κατάγεται από την Καισάρεια και « βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και προσφέρει ως δώρο « τή σταθερή και διαχρονική χαρά της γνώσης» .
Στην Δύση υπήρχε άλλος τύπος του δικού μας αι-Βασίλη.
Στην Ευρώπη και ιδίως στην Ολλανδία ήταν ο Sinter Klaas, ο οποίος ήταν « ο προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών, έτσι όπως αυτός λατρεύτηκε στις κάτω Χώρες, κυρίως από τον 12ο αιώνα και μετά» . Τον 17ο αιώνα Ολλανδοί Καλβινιστές « μεταναστεύοντας στην Αμερική έπαιρναν μαζί τους και την εικόνα του Αγίου Νικολάου» , και έγινε ο Saint Nick και ο Santa Claus.
Μετακινήθηκε όμως μερικές εβδομάδες αργότερα για να επισκεφθή τα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων.
Ο τύπος αυτός ταξίδευσε και σε άλλες Χώρες. « Γύρω στα 1870 η γλυκιά και γενναιόδωρη μορφή του ταξίδεψε και στην Βρεταννία, όπου και συγχωνεύτηκε με τον σκανδιναυϊκής προέλευσης, πατέρα των Χριστουγέννων και γέννησε μύθους, θρύλους, τραγουδάκια και αξεπέραστες συνήθειες» .
Ταυτιζόμενος ο Saint Nick, με τον Santa Claus και τον Father Christmas μεταφέρθηκε στην Αμερική από τους Ευρωπαίους μετανάστες και όπως ήταν επόμενο εκεί αλλάζει μορφή, αποκτά την μορφή « τού καλοθρεμμένου και ολοπόρφυρου αγίου, που επειδή δεν μπορεί να ζεί στις χιονισμένες πλαγιές του Άσπεν ή του Βερμόντ για λόγους παραδοσιακής αλλά και εμπορικής αποστασιοποίησης μένει κάπου στον Βόρειο Πόλο» .
Βεβαίως, εδώ πρέπει να σημειωθή ότι αυτός ο “τύπος”, που στην Ευρώπη και την Αμερική ονομάσθηκε Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas, από μας ονομάζεται αι-Βασίλης. Οι δυτικοί δεν τον ονομάζουν αι-Βασίλη, αλλά Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas.
Εμείς ταυτίσαμε τον δυτικό αυτόν “τύπο” με τον αι-Βασίλη, αφού εξοβελίσαμε τον δικό μας Άγιο Βασίλειο.
Ο Καθηγητής Δημ. Λουκάτος λέγει ότι αυτός ο δυτικός τύπος ήρθε σε μας “μέ πρωτοβουλία των αστικών τάξεων” και ονομάσθηκε αι-Βασίλης. Χάρη συννενοήσεως στα επόμενα θα τον τιτλοφορώ αι-Βασίλη.
Ο σημερινός αι-Βασίλης είναι δημιούργημα του αγγλοσαξωνικού κόσμου και απηχεί την νοοτροπία του.
Ο αι-Βασίλης αυτός γεννήθηκε αρχές του 19ου αιώνα από έναν αστό προτεστάντη καθηγητή, τον Κλημέντιο Κλάρκ Μούρ « πού έγραψε για τα παιδιά του μια ιστορία με ήρωα έναν αι-Βασίλη, την The Night Before Christmas » και δημοσιεύθηκε την 23 Δεκεμβρίου του έτους 1823 στην εφημερίδα « Sentinel» .
Η ιστορία αυτή εικονογραφήθηκε από τον πατέρα του χιουμοριστικού αμερικανικού σχεδίου Τόμας Νάστ, ο οποίος ήταν γερμανικής καταγωγής και « δανείστηκε στοιχεία από την γερμανική λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων αλλά και την παραδομένη μορφή του πλανόδιου γερμανού εμπόρου» .
Υπάρχουν αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες « ο Άγιος Βασίλης γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν ο Νάστ εργαζόταν στο Harper’s Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής, και του είχε ανατεθεί να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου.
Μία από αυτές ήταν “ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο”, όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς άνδρα, ολοστρόγγυλου και ροδαλού, καλυμμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων.
Ο Άγιος Βασίλης του Νάστ δεν εξελίχθηκε, παρέμεινε ο ίδιος με το κόκκινο κουστούμι με τα λευκά γουνάκια, την άσπρη γενιάδα και τα παιχνίδια του. Με αυτό το σκίτσο, τα Χριστούγεννα έγιναν ημέρα αργίας και ο Άγιος Βασίλης αναγορεύτηκε σε τοπική θεότητα - καλόκαρδο πνεύμα που αντιπροσώπευε την ευημερία και την οικογενειακή ζωή των Βορείων, σε αντίθεση με το μύθο της ιπποτικής παράδοσης και της βαθύτατα ιθαγενούς κολτούρας του Νότου.
Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Νάστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, διότι έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas του Pelze - Nicol και του Pere Noel, μια άλλη διάσταση που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια.
Ο Ντίκενς είχε ήδη μετατρέψει τα Χριστούγεννα σε γιορτή της αστικής τάξης.
Όμως ο Άγιος Βασίλης δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στις εορταστικές προετοιμασίες του Ντίκενς. Τα Χριστούγεννα του Ντίκενς στρέφονται ενάντια στον πυρήνα του βικτωριανού καπιταλισμού και υπογραμμίζουν την ατομική συνείδηση, το κοινωνικό σύνολο, την φιλανθρωπία.
Τα Χριστούγεννα του Εμφυλίου του Νάστ –καί του Άγιου Βασίλη που τα συνοδεύει– βρίσκονται σε τέλεια συμφωνία με την ουσία της παράδοσης των Βορείων, η οποία είναι ο συγκερασμός της αρετής με το εμπόριο. Βέβαια ο Άγιος του Νάστ διανέμει δώρα αρχικά σε στρατιώτες και έπειτα σε παιδιά, μια ανταμοιβή για όποιον υπήρξε καλός κατά την διάρκεια της χρονιάς.
Η πιο διάσημη απεικόνιση του Αγίου, κυκλοφόρησε το 1866 –στό τέλος του πρώτου ειρηνικού χρόνου– και εδραίωσε την εικονογραφία του χαρακτήρα.
Τον βλέπουμε να διακοσμεί ένα έλατο, να φτιάχνει παιχνίδια, να διαβάζει το βιβλίο του με τα παραμύθια, να ράβει τα ρούχα του και τέλος να εξερευνά τον κόσμο με το τηλεσκόπιό του “πρός αναζήτηση σοφών παιδιών”.
Με αυτόν τον τρόπο αποδίδεται η πολυάσχολη πλευρά του χαρακτήρα του και το πρότυπο του περιπετειώδους Yankee.
Ίσως αυτό που αποτελεί το πιο συμπαθητικό στοιχείο στον Άγιο Βασίλη του Νάστ είναι η τρυφερότητα που δείχνει απέναντι στα παιδιά.
Τα παιδιά, τα οποία παρουσιάζονται τόσο συχνά όσο και ο Άγιος Βασίλης στο έργο του Νάστ, δεν μοιάζουν σε τίποτα με τα δυστυχισμένα παιδιά του δρόμου της βικτωριανής εποχής» .
Είναι φανερό ότι ο αι-Βασίλης του Τόμας Νάστ δείχνει το όνειρο της αμερικανικής κοινωνίας, που στηρίζεται στην ευημερία, την ευδαιμονία, την καλοπέραση, την αγαθωσύνη και την μακροημέρευση του ανθρώπου.
Ένας τέτοιος αι-Βασίλης « είναι προσωποποίηση του αμερικανικού υλισμού, της αφθονίας, της χαράς και της ευδαιμονίας» . Βεβαίως πρέπει να σημειωθή ότι « ο εφευρέτης του χοντρούλη και αγαθούλη γέροντα είναι ο ίδιος που σχεδίασε τα σήματα των αμερικανικών κομμάτων, δηλαδή του γαϊδάρου για τους Δημοκρατικούς και του ελέφαντα για τους Ρεμπουμπλικανούς»
Στις αρχές του αιώνα μας ο αι-Βασίλης άλλαξε κάπως μορφή, και έγινε όπως ακριβώς τον γνωρίζουμε σήμερα. Σε αυτό συνετέλεσε η Κόκα-Κόλα. « Κι αν ήταν ο σκιτσογράφος Τόμας Νάστ που τον φαντάστηκε πρώτος, περίπου όπως είναι σήμερα, η Κόκα-Κόλα αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει η μορφή του τόσο δημοφιλής. Στα 1931, που η Κόκα Κόλα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Σάντα Κλάους στη χειμωνιάτικη διαφημιστική της εκστρατεία και ανέθεσε σε έναν άλλο Αμερικανό καλλιτέχνη, τον Χάντον Σάνμπλομ, να τον σχεδιάσει. Εκείνος διάλεξε για τον Άγιο τα χρώματα της Κόκα Κόλα καί... να τος, με τις μαύρες μπότες του, το μακρύ σκουφί του, το κόκκινο κοστούμι του και την άσπρη του γούνα, όπως τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε» .
Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο αι-Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες για να δώση δώρα στα παιδιά προέρχεται από το ποίημα του Κλέμεντ Μούρ με τίτλο « μιά επίσκεψη του Αγίου Νικόλα» , ο οποίος « δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ελαφιών που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι» .
Εν τω μεταξύ, αυτές τις ημέρες σε περιοδικά και εφημερίδες διαβάσαμε πολλά παράξενα γύρω από τον αι-Βασίλη.
Το ένα από αυτά είναι ότι ο αι-Βασίλης έγινε “υποκείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και όργανο οικονομικών συμφερόντων”, ότι “χωρίζει αντί να ενώνει” τους ανθρώπους και ότι “ο παγκοσμιοποιημένος Santa Claus” προκαλεί “τίς αντανακλαστικές αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών”, από την άποψη ότι πολλά Κράτη διεκδικούν, ερίζουν για την καταγωγή του αι-Βασίλη, από την “Γροιλανδία μέχρι την Αυστραλία και από την Λαπωνία μέχρι την Αυστρία”.
Και βέβαια αυτό συσχετίζεται με το εμπόριο, την διαφήμιση και την πολιτική. Το άλλο είναι ότι εφέτος είδαμε σε περιοδικό, αλλά αυτό γίνεται και αλλού, μαζί με τον αι-Βασίλη και αι-βασιλοπούλες, γυναίκες ντυμένες ως αι-Βασίληδες. Έξι στάρ του Χόλιγουντ “φόρεσαν την κόκκινη στολή και στάθηκαν μπροστά στο φακό όπως μόνο αυτές ξέρουν”.
Είναι και αυτό γνώρισμα της εποχής μας.
Επομένως ο αι-Βασίλης της Μικράς Ασίας που είναι εγγράμματος και δίδει ως δώρο την γνώση, μετατρέπεται στον Σάντα Κλάους που δίδει « τήν εφήμερη ηδονή της κατανάλωσης» και έρχεται σε μας μετονομαζόμενος σε αι-Βασίλη.
Δεν είναι ένα πρόσωπο με τα υπαρξιακά του ερωτήματα και τις αγωνίες, με την ασκητική του διάσταση, αλλά διακρίνεται για την « προτεταμένη κοιλιά, τα ροδοκόκκινα μάγουλα» και είναι η εικόνα της « καλοπέρασης και της αισιοδοξίας» .
Είναι δε γνωστόν από τις διάφορες μελέτες ότι όλη η νοοτροπία της Αμερικανικής κοινωνίας διακρίνεται από ένα κράμα μεταξύ του πουριτανικού-καλβινιστικού πνεύματος σε συνδυασμό με μερικές απόψεις του διαφωτισμού και του ρομαντισμού, όπως απέδειξε δια πολλών ο Schaeffer. Κατά κάποιο τρόπο ο αμερικανικός αι-Βασίλης είναι έκφραση αυτού του πνεύματος. Αυτό δε το πνεύμα δημιούργησε διάφορα προβλήματα, με τα οποία θέλησε να ασχοληθή η επιστήμη της ψυχανάλυσης, γιατί η απώθηση των υπαρξιακών προβλημάτων δημιουργεί ποικίλες αρρώστιες, σωματικές και ψυχολογικές.
Αγαπητοί μου,
Η πορεία του ανθρώπου από τον Μ. Βασίλειο της Ορθοδόξου Παραδόσεως στον αι-Βασίλη αγγλοσαξωνικού τύπου δείχνει την υποβάθμιση του πολιτισμού, την πορεία από την οντολογία στον ευδαιμονισμό, τον ωφελιμισμό και την χρησιμοθηρία.
Ο ιστορικός Ντανιελού έχει παρατηρήσει ότι οι αρχαίοι Έλληνες εξετάζοντας τον κόσμο ερωτούσαν τί είναι το όν και τί είναι τα όντα, έκαναν, δηλαδή οντολογία.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας ασχολήθηκαν με το νόημα του κόσμου, αλλά κυρίως απαντούσαν στο ερώτημα ποιός έκανε τον κόσμο και ποιός είναι ο σκοπός του.
Οι δυτικοί όμως, αντίθετα από τις προηγούμενες παραδόσεις, ερωτούν τί μας χρησιμεύει ο κόσμος, δηλαδή αναπτύχθηκε η χρησιμοθηρία και ο ωφελισμός.
Εάν η πορεία από τον Μ. Βασίλειο στον αι-Βασίλη δείχνη την επιπεδοποίηση του ανθρώπου, αλλά και την υποβάθμισή του, η αντίστροφη πορεία από τον αι-Βασίλη του καταναλωτισμού και του ευδαιμονισμού στον Μ. Βασίλειο της Εκκλησίας δείχνει την αναβάθμιση του ανθρώπου, την ανύψωσή του, την πορεία του δηλαδή από το πράγμα στην υπόσταση, από το άτομο στο πρόσωπο. Αυτό είναι το νόημα των εορτών. Αυτό ας ευχηθούμε για εαυτούς και αλλήλους τον νέο χρόνο.
πηγή:Εκκλησιαστική Παρέμβαση
Μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον βλέπω·
ποιμένες μου περιηχοῦσι τὰ ὦτα,
οὐκ ἔρημον συρίζοντες μέλος, ἀλλ' οὐράνιον ᾄδοντες ὕμνον.
Ἄγγελοι ᾄδουσιν, ἀρχάγγελοι μέλπουσιν, ὑμνεῖ τὰ Χερουβὶμ, δοξολογεῖ τὰ Σεραφὶμ, πάντες ἑορτάζουσι Θεὸν ἐπὶ γῆς ὁρῶντες,
καὶ ἄνθρωπον ἐν οὐρανοῖς·
τὸν ἄνω κάτω δι' οἰκονομίαν, καὶ τὸν κάτω ἄνω διὰ φιλανθρωπίαν.
Σήμερον Βηθλεὲμ τὸν οὐρανὸν ἐμιμήσατο·
ἀντὶ μὲν ἀστέρων ἀγγέλους ὑμνοῦντας δεξαμένη,
ἀντὶ δὲ ἡλίου τὸν τῆς δικαιοσύνης ἀπεριγράπτως χωρήσασα.
Καὶ μὴ ζήτει πῶς·
ὅπου γὰρ βούλεται Θεὸς,νικᾶται φύσεως τάξις.
Ἠβουλήθη γὰρ, ἠδυνήθη, κατῆλθεν, ἔσωσε·
σύνδρομα τὰ πάντα τῷ Θεῷ.
Σήμερον ὁ ὢν τίκτεται, καὶ ὁ ὢν γίνεται ὅπερ οὐκ ἦν·
ὢν γὰρ Θεὸς, γίνεται ἄνθρωπος, οὐκ ἐκστὰς τοῦ εἶναι Θεός.
Οὐδὲ γὰρ κατ' ἔκστασιν θεότητος γέγονεν ἄνθρωπος,
οὐδὲ πάλιν κατὰ προκοπὴν ἐξ ἀνθρώπου γέγονε Θεός·
ἀλλὰ Λόγος ὢν, διὰ τὸ ἀπαθὲς σὰρξ ἐγένετο,
ἀμεταβλήτου μενούσης τῆς φύσεως.
Ἀλλ' ὅτε μὲν ἐτέχθη, Ἰουδαῖοι ἠρνοῦντο τὸν ξένον τόκον,
καὶ Φαρισαῖοι παρηρμήνευον τὰς θείας Βίβλους,
καὶ γραμματεῖς ὑπεναντία τοῦ νόμου ἐλάλουν.
Ἡρώδης τὸν τεχθέντα ἐζήτει, οὐχ ἵνα αὐτὸν τιμήσῃ,
ἀλλ' ἵνα αὐτὸν ἀπολέσῃ.
Σήμερον γὰρ πάντα ὑπεναντία εἶδον.
Οὐκ ἐκρύβη γὰρ, κατὰ τὸν ψαλμῳδὸν,
ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῶν εἰς γενεὰν ἑτέραν.
Βασιλεῖς μὲν γὰρ ἦλθον, τὸν ἐπουράνιον βασιλέα θαυμάζοντες,
ὅτι πῶς ἐπὶ γῆς ἦλθεν οὐκ ἀγγέλους ἔχων, οὐκ ἀρχαγγέλους, οὐ θρόνους, οὐ κυριότητας, οὐ δυνάμεις, οὐκ ἐξουσίας, ἀλλὰ ξένην καὶ ἀτριβῆ βαδίσας ὁδὸν, ἐξ ἀγεωργήτου προῆλθε γαστρὸς, οὔτε τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ ἐρήμους τῆς ἐπιστασίας αὐτοῦ καταλιπὼν, οὔτε τῇ πρὸς ἡμᾶς ἐνανθρωπήσει τῆς οἰκείας θεότητος ἐκστάς·
ἀλλὰ βασιλεῖς μὲν τὸν ἐπουράνιον βασιλέα τῆς δόξης ἦλθον προσκυνήσοντες,
στρατιῶται δὲ τὸν ἀρχιστράτηγον τῆς δυνάμεως θεραπεύσοντες·
αἱ γυναῖκες τὸν ἐκ γυναικὸς τεχθέντα,
ἵνα τὰς λύπας τῆς γυναικὸς εἰς χαρὰν μεταβάλλῃ·
αἱ παρθένοι τὸ τῆς παρθένου παιδίον, ὅτι πῶς ὁ γάλακτος καὶ μαζῶν δημιουργὸς τὰς πηγὰς μαζῶν αὐτόματα ῥεῖθρα φέρεσθαι ποιῶν, παρὰ μητρὸς παρθένου παιδίου τροφὴν ἔλαβε·
τὰ νήπια τὸν νήπιον γενόμενον, ἵνα ἐκ στόματος νηπίων
καὶ θηλαζόντων καταρτίσῃ αἶνον·
οἱ παῖδες τὸν παῖδα μάρτυρας διὰ τὴν Ἡρώδου μανίαν εἰργασάμενον·
οἱ ἄνδρες τὸν ἐνανθρωπήσαντα καὶ τὰ τῶν δούλων θεραπεύσαντα κακά·
οἱ ποιμένες τὸν ποιμένα τὸν καλὸν,
τὸν τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων προθέμενον·
οἱ ἱερεῖς τὸν κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερέα γενόμενον·
οἱ δοῦλοι τὸν μορφὴν δούλου λαβόντα,
ἵνα ἡμῶν τὴν δουλείαν ἐλευθερίᾳ τιμήσῃ·
οἱ ἁλιεῖς τὸν ἀπὸ ἁλιέων θηρευτὰς ἀνθρώπων ἐργαζόμενον·
οἱ τελῶναι τὸν ἀπὸ τελωνῶν εὐαγγελιστὴν ἀναδείξαντα·
αἱ πόρναι τὸν τοῖς πορνικοῖς δάκρυσι τοὺς πόδας προϊέμενον·
καὶ ἵνα συντόμως εἴπω,
πάντες οἱ ἁμαρτωλοὶ ἦλθον ἰδεῖν τὸν ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, μάγοι δορυφοροῦντες, ποιμένες εὐλογοῦντες, τελῶναι εὐαγγελιζόμενοι, πόρναι μυροφοροῦσαι, Σαμαρεῖτις πηγὴν διψῶσα ζωῆς,
Χαναναία πίστιν ἀνενδοίαστον ἔχουσα.
Μιὰ μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, κ᾿ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες,καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια.
Σὰν ἅγιος ποὺ εἴτανε ἄκουσε πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε:
«Τὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε στὸν ἀπάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι ἀφήσαμε πίσω μας παιδιὰ κ᾿ ἐγγόνια νὰ μᾶς ἀνάβουνε κανένα κερί, νὰ μᾶς καίγουνε λίγο λιβάνι μὰ δὲν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπᾶ στὸ κεφάλι μας νὰ μᾶς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρὰ σὰν νὰ μὴν ἀφήσαμε πίσω μας κανέναν».
Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ εἶπε: «Τοῦτοι οἱ χωριάτες οὔτε σὲ ζωντανὸ δὲ δίνουνε βοήθεια, οὔτε σὲ πεθαμένον», καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ περπατοῦσε ὁλομόναχος μέσα στὰ παγωμένα χιόνια.
.........
Παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔφταξε σὲ κάτι χωριὰ ποὺ εἴτανε τὰ πιὸ φτωχὰ ἀνάμεσα στὰ φτωχοχώρια, στὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Ὁ παγωμένος ἀγέρας βογκοῦσε ἀνάμεσα στὰ χαμόδεντρα καὶ στὰ βράχια, ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εἶδε μπροστά του μιὰ ραχούλα, κι ἀπὸ κάτω της εἴτανε μιὰ στρούγκα τρυπωμένη.
Ὁ ἅγιος Βασίλης μπῆκε στὴ στάνη καὶ χτύπησε μὲ τὸ ραβδί του τὴν πόρτα τῆς καλύβας καὶ φώναξε:
«Ἐλεῆστε με, τὸν φτωχό, γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν ἀποθαμένων σας κι ὁ Χριστός μας διακόνεψε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».
Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ χυθήκανε ἀπάνω του, μὰ σὰν πήγανε κοντά του καὶ τὸν μυριστήκανε, πιάσανε καὶ κουνούσανε τὶς οὐρές τους καὶ πλαγιάζανε στὰ ποδάρια του καὶ γρούζανε παρακαλεστικὰ καὶ χαρούμενα.
Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ βγῆκε ἕνας τσοπάνης, ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν παλληκάρι, μὲ μαῦρα στριφτὰ γένεια, ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἄνθρωπος ἀθῶος κι ἀπελέκητος, προβατάνθρωπος, καὶ πρὶν νὰ καλοϊδεῖ ποιὸς χτύπησε, εἶπε:
«Ἔλα, ἔλα μέσα. Καλὴ μέρα, καλὴ χρονιά!».
Μέσα στὸ καλύβι ἔφεγγε ἕνα λυχνάρι, κρεμασμένο ἀπὸ πάνω ἀπὸ μία κούνια, ποὺ εἴτανε δεμένη σὲ δυὸ παλούκια. Δίπλα στὸ τζάκι εἴτανε τὰ στρωσίδια τους καὶ κοιμότανε ἡ γυναίκα τοῦ Γιάννη. αὐτός, σὰν ἐμπῆκε μέσα ὁ ἅγιος Βασίλης, κ᾿ εἶδε πὼς εἴτανε γέρος σεβάσμιος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνεσπάσθηκε κ᾿ εἶπε:
«Νά ῾χω τὴν εὐχή σου, γέροντα», καὶ τό ῾λεγε σὰν νὰ τὸν γνώριζε κι ἀπὸ πρωτύτερα, σὰ νά ῾τανε πατέρας του.
Καὶ κεῖνος τοῦ εἶπε:
«Βλογημένος νά ῾σαι, ἐσὺ κι ὅλο τὸ σπιτικό σου, καὶ τὰ πρόβατά σου ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νά ῾ναι ἀπάνω σας!».
Σηκώθηκε κ᾿ ἡ γυναίκα καὶ πῆγε καὶ προσκύνησε καὶ κείνη τὸν γέροντα καὶ φίλησε τὸ χέρι του καὶ τὴ βλόγησε.
Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἴτανε σὰν καλόγερος ζητιάνος, μὲ μιὰ σκούφια παλιὰ στὸ κεφάλί του, καὶ τὰ ράσα του εἴτανε τριμμένα καὶ μπαλωμένα καὶ τὰ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εἶχε κ᾿ ἕνα παλιοτάγαρο ἀδειανό.
Ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι. Καὶ παρευθύς, φεγγοβόλησε τὸ καλύβι καὶ φάνηκε σὰν παλάτι. Καὶ φανήκανε τὰ δοκάρια, σὰ νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ᾿ οἱ πητιὲς ποὺ εἴτανε κρεμασμένες φανήκανε σὰν καντήλια, κ᾿ οἱ καρδάρες καὶ τὰ τυροβόλια καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, γινήκανε σὰν ἀσημένια, καὶ σὰν πλουμισμένα μὲ διαμαντόπετρες φανήκανε, καὶ τ᾿ ἄλλα, τὰ φτωχὰ τὰ πράγματα πού ῾χε μέσα στὸ καλύβι του ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.
Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὸ τζάκι τρίζανε καὶ λαλούσανε σὰν τὰ πουλιὰ ποὺ λαλοῦνε στὸν παράδεισο, καὶ βγάζανε κάποια εὐωδιὰ πάντερπνη.
Τὸν ἅγιο Βασίλη τὸν βάλανε κ᾿ ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιὰ κ᾿ ἡ γυναίκα τοῦ ῾θεσε μαξιλάρια νὰ ἀκουμπήσει. Κι ὁ γέροντας ξεπέρασε τὸ ταγάρι του ἀπὸ τὸ λαιμό του καὶ τό ῾βαλε κοντά του, κ᾿ ἔβγαλε καὶ τὸ παλιόρασό του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του.
Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε κι ἄρμεξε τὰ πρόβατα μαζὶ μὲ τὸν παραγυιό του, κ᾿ ἔβαλε μέσα στὴν κοφινέδα τὰ νιογέννητα τ᾿ ἀρνιά, κι ὕστερα χώρισε τὶς ἑτοιμόγεννες προβατίνες καὶ τὶς κράτησε στὸ μαντρί, κι ὁ παραγυιὸς τά ῾βγαλε τ᾿ ἄλλα στὴ βοσκή.
Λιγοστὰ εἴτανε τὰ ζωντανά του, φτωχὸς εἴτανε ὁ Γιάννης, μὰ εἴτανε Βλογημένος. Κ᾿ εἶχε μία χαρὰ μεγάλη, σὲ κάθε ὥρα, μέρα καὶ νύχτα, γιατὶ εἴτανε καλὸς ἄνθρωπος κ᾿ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα, κι ὅποιος λάχαινε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν καλύβα τους, σὰν νά ῾τανε ἀδελφός τους, τὸν περιποιόντανε.
Γιὰ τοῦτο κι ὁ ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ σπίτι τους, καὶ κάθησε μέσα, σὰ νά ῾τανε δικό του σπίτι, καὶ βλογηθήκανε τὰ θεμέλιά του. Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς Οἰκουμένης, οἱ ἀρχόντοι, οἱ δεσποτάδες κ᾿ οἱ ἐπίσημοι ἀνθρῶποι μὰ ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν, παρὰ πῆγε καὶ κόνεψε στὸ καλύβι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
........
Τὸ λοιπόν, σὰν σκαρίσανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸν ἅγιο:
«Γέροντα, ἔχω χαρὰ μεγάλη. Θέλω νὰ μᾶς διαβάσεις τὰ γράμματα τ᾿ Ἅη-Βασίλη.
Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἀγράμματος, μὰ ἀγαπῶ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας.
Ἔχω καὶ μία φυλλάδα ἀπὸ ἕναν γούμενο ἁγιονορίτη, κι ὅποτε τύχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τὸν βάζω καὶ μοῦ διαβάζει ἀπὸ μέσα τὴν φυλλάδα, γιατὶ δὲν ἔχουμε κοντά μας ἐκκλησία».
Ἔπιασε καὶ θαμπόφεγγε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς. Ὁ ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε καὶ στάθηκε κατὰ τὴν ἀνατολὴ κ᾿ ἔκανε τὸ σταυρό του, ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε μία φυλλάδα ἀπὸ τὸ ταγάρι του, κ᾿ εἶπε:
«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων».
Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του, κ᾿ ἡ γυναίκα βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε καὶ κείνη καὶ στάθηκε κοντά του, μὲ σταυρωμένα χέρια.
Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», δίχως νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τὸ ἀπολυτίκιο ποὺ λέγει «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου».
Ἡ φωνή του εἴτανε γλυκειὰ καὶ ταπεινή, κι ὁ Γιάννης κ᾿ ἡ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ἂς μὴν καταλαβαίνανε τὰ γράμματα.
Κ᾿ εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλης ὅλον τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Κανόνα τῆς Ἑορτῆς: «Δεῦτε λαοὶ ἄσωμεν ἄσμα Χριστῷ τῷ Θεῷ, χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του τὸν Κανόνα, ποὺ λέγει «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ᾿ ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κ᾿ ἔκανε ἀπόλυση καὶ τοὺς βλόγησε.
Καὶ σὰν καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε κι ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπητα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ.
Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπητα, κ᾿ εἶπε:
«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κ᾿ ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κ᾿ εἶπε «τοῦ Χριστοῦ» κ᾿ ὕστερα εἶπε «τῆς Παναγίας», κ᾿ ὕστερα εἶπε «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου».
Τοῦ λέγει ὁ Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τὸν ἅη- Βασίλη!».
Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ναί, καλά! κ᾿ ὕστερα λέγει: «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου».
Κ᾿ ὕστερα λέγει πάλι: «Τοῦ νοικοκύρη, «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ παιδιοῦ», «τοῦ παραγυιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».
Τότε λέγει στὸν ἅγιο ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος:
«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιωσύνη σου; Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ἔκοψα, Βλογημένε!» μά, ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ μακάριος.
Κ᾿ ὕστερα, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Βασίλειος κ᾿ εἶπε τὴν εὐχή του
«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου».
Κ᾿ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος:
«Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; οἱ ἀρχόντοι κ᾿ οἱ βασιληάδες τί ἁμαρτίες νά ῾χουνε;
Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε».
Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλοιώτικα:
«Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς.
Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις ἀποκαλύπτεται».
Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος...