"Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ' ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι˙ τοῦ γάρ καί γένος ἐσμέν΄΄
Μέ αὐτά τά λόγια ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὁ Μέγας Παῦλος, ἀπευθύνθηκε στούς Ἀθηναίους, ἀπό αὐτόν ἐδῶ τόν χῶρο, ἀτενίζοντας ὅπως καί τότε ἀλλά ὅπως καί ἐμεῖς τώρα, τό ἱερό μνημεῖο τοῦ Παρθενῶνος, τό κόσμημα τῆς τέχνης καί τοῦ πολιτισμοῦ μας, τό σύμβολο τῆς ἁρμονίας καί τῆς θρησκευτικότητος τῶν ἁρχαίων Ἑλλήνων. Θρησκευτικότητος, ἐν πολλοῖς ἀντίθετη μέ τό περιεχόμενο τοῦ μηνύματος πού ἤθελε νά κομίσει ὁ Ἀπόστολος ἀπό τήν Ταρσώ πρός τούς σοφούς τῆς ἐποχῆς του, προς τούς ἐγκρατεῖς τῆς στωϊκῆς καί τῆς ἐπικούρειας φιλοσοφίας, προς τούς Ἀθηναίους κατοίκους δηλαδή τῆς πρωτευούσης τοῦ πνεύματος καί τῆς διαλεκτικῆς μεθόδου.
Στό σημεῖο αὐτό, στόν ἱστορικό χῶρο τοῦ Ἀρείου Πάγου, κάθε Ἕλλην ἤ ξένος πολίτης εἶχε τό δικαίωμα νά παρουσιάζει τίς ιδέες του, τίς ὁποῖες καί ἔθετε ὡς θέμα συζητήσεως μεταξύ τῶν παρευρισκομένων ἀκροατῶν, ἀποδεικνύοντας περίτρανα τό πνεῦμα διαλόγου καί ἐπικοινωνίας πού χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει διαχρονικά τό γένος μας, ἀλλά καί τήν ἐλευθερία λόγου της Ἀθηναϊκής Πολιτείας.
Ὁ Παῦλος, εὑρισκόμενος κατά τήν πρώτη του ἀποστολική περιοδεία στήν Ἑλλάδα, δέν θά ἦτο δυνατόν νά μήν ἐπισκεφθεῖ τήν Ἀθήνα, ἐχοντας σκοπό νά κηρύξει τόν ἀληθινό λόγο στους Έλληνες, τόν Ἀναστάντα Χριστό, ὁ ὁποῖος καί μέχρι σήμερα εἶναι "σημεῖον ἀντιλεγόμενον"(1). Ἀξίζει ὅμως νά δοῦμε τήν ἐποχή κατά την οποίαν ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν ἀποφάσισε νά διευρύνει καί πρός τήν Ἑλληνική σκέψη τό εὐαγγελικό μήνυμα. Αξίζει νά δοῦμε σέ ποιά κατάσταση βρισκόταν τό ἑλληνικό πνεῦμα καί πῶς οἱ Ἀθηναῖοι ὑποδέχθηκαν ἕναν νέο προφήτη-κήρυκα μιᾶς ἄλλης θρησκευτικῆς θεώρησης ἀπό τήν διαδεδομένη ὥς τότε θρησκεία των ειδώλων. Τό δωδεκάθεο καί οἱ Ὀλύμπιες Θεότητες κατέκλυζαν τήν θρησκευτική ἔκφραση πολλῶν, χωρίς ὅμως νά παρατηρεῖται ἡ ἴδια ζέση της χρονικής περιόδου πρίν τόν χρυσό αἰώνα τοῦ Περικλῆ, ἐποχή η οποία κάλλιστα θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς ὁ κολοφώνας τῆς δημιουργίας στους τομείς της τέχνης καί του πολιτισμού.
Ὁ Παῦλος, λόγῳ τῆς καταγωγῆς του εἶχε τήν δυνατότητα νά γνωρίζει τήν φιλοσοφική σκέψη, τόσο τοῦ Πλάτωνα καί τῶν Σωκρατικῶν, ὅσο καί τοῦ Ἀριστοτέλη, γεγονός τό ὁποῖο εἶχε ἐξάψει τήν ἐπιθυμία του νά ἐπισκεφθεῖ τήν περιοχή ὅπου τά πρόσωπα αὐτά έδρασαν και μεγαλούργησαν. Επισκέφθηκε ὅμως, μία Ἀθήνα, πού γνώριζε μόνον πλέον ἐξ ἀκοῆς τίς ἀξίες τῶν μεγάλων φιλοσόφων, διότι ἐνῶ ἡ πόλις τῆς Παλλάδος Ἀθηνᾶς ἀριθμοῦσε 20.000 περίπου πολίτες, ταυτόχρονα συνυπήρχαν 40.000 δοῦλοι-ἄνθρωποι ἀπό ἄλλα μέρη τοῦ τότε κόσμου, προκαλῶντας ἕνα μεγάλο προβληματισμό γιά τό κατά πόσον οἱ ἀρχές καί οἱ ἀξίες τοῦ σεβασμού στο ἀνθρώπινο πρόσωπο καί τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας εκάστου, ἐξέφραζαν τελικῶς κάθε ἕναν ἀπό τούς Ἀθηναίους πολίτες. Η κατάσταση αυτή ήταν ένα βαρύτατο πλήγμα στο ιδεατό μοντέλο της Δημοκρατίας, διότι ήταν αδύνατον να συνυπάρξουν σ’ αυτήν η δουλεία με την ελευθερία.
Πῶς εἶναι λοιπόν δυνατόν, μία πόλις, ἕνα ἔθνος, μία φυλή πού τόσο ἐξύψωσε τό ἀνθρώπινο ὄν, νά μήν μπορεῖ πρακτικά νά βιώσει τίς πλέον ἀναγκαῖες ἀξίες τίς ἱσότητος καί τοῦ ἀλληλοσεβασμοῦ, αξίες που κατεξοχήν απορρέουν από τις δημοκρατικές κοινωνίες; Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται σ' αὐτήν ἀκριβῶς τήν πρώτη και συγκλονιστική ὁμιλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν Ἄρειο Πάγο.
Κεντρικά γνωρίσματα τῆς ὅλης προσωπικότητος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν εἶναι ἀδιαμφισβήτητα ἡ ἰσχυρή πίστη του στόν Θεό, ἡ ἐπιμονή στήν ἀποστολή του καί ἡ θυσιαστική του διάθεση ἀπέναντι στόν κάθε ἄνθρωπο. Εὑρισκόμενος ὁ Παῦλος στήν Ἀθήνα, καί μάλιστα σέ αὐτόν τόν ἐπιβλητικό βράχο, δέν θά μποροῦσε νά μήν αἰσθανθεῖ τό δέος καί τό ἱστορικό βάρος ὅλων ἐκείνων πού ἐτίμησαν τό βῆμα αὐτό. Δέν θά μποροῦσε, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ, νά μήν αἰσθανθεῖ φόβο γιά τό πῶς θά ἀντιμετώπιζε τά ἱερά «τέρατα» τῆς φιλοσοφικῆς διανόησης;
Ἐπιτρέψτε μου, λοιπόν, Μακαριώτατε Πάτερ, νά ὁμολογήσω καί τόν δικό μου φόβο, ἀλλά καί τήν ἀναξιότητά μου συνάμα, νά ἵσταμαι στό βῆμα τοῦ Παύλου, ἑνός προσώπου ξεχωριστοῦ γιά τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἀλλά καί γιά τήν εὐρωπαϊκή πορεία τῆς γηραιᾶς μας ἠπείρου.
Ἐπιτρέψτε μου ὅμως νά σᾶς παρουσιάσω τή διαφορετικότητα. Ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα πού ἀνέδειξαν τήν ἀποστολική αὐτή μορφή σέ ἡγετική φυσιογνωμία ὅλων τῶν χριστιανῶν, διότι χωρίς τόν Παῦλο δέν θά μποροῦσε κανείς νά προδιαγράψει τό μέλλον, τόσο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ὅσο καί ἁπάσης τῆς ἀνθρωπότητος.
Ποῦ βρίσκεται, λοιπόν, ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα τῆς ἀποδοχῆς τοῦ μηνύματος τοῦ Ἀποστόλου; Γιατί οἱ Ἀθηναῖοι δέχθηκαν νά ἀκούσουν ἕναν Ἰουδαῖο-ξένον πρός ἐκείνους φιλόσοφο; Γιατί τοῦ ἔδωσαν καί δεύτερη εὐκαιρία "ἀκουσόμεθά σου καί πάλιν περί τούτου"(2); Ἴσως ἡ κοινωνική ἀνισότητα πού χαρακτήριζε τήν συγκεκριμένη ἀθηναϊκή περίοδο εἶναι ἕνας λόγος. Ἴσως, ἡ πλήξη πού ἐξέφραζε πολλές φορές τούς διανοουμένους να είναι ένας ακόμα. Ἴσως, ἡ ἐπιθυμία ή η ἀνάγκη γιά κάτι νέο, κάτι καινούργιο, δυναμικό καί ἀναζωογονητικό νά εἶναι μερικές ακόμα ἀπό τίς αἰτίες πού ὤθησαν τούς πολίτες τῆς Ἀθήνας νά ἀκούσουν ἐκ νέου τόν ἐκ Ταρσοῦ παρεπίδημο. Ὅμως, σίγουρα, ἡ πραγματική αἰτία, ἡ ρίζα τοῦ προβλήματος βρίσκεται σέ βαθύτερα γεγονότα, τά ὁποῖα σχετίζονται μέ τό τρανότατο παράδειγμα τῶν δούλων καί τῶν ἐλεύθερων πολιτών. Ὁ ἄνθρωπος πού εἶχαν μπροστά τους εἶχε τήν δύναμη νά γεφυρώσει τήν κοινωνική αὐτή ἀνισότητα. Να ισορροπήσει ανάμεσα στις προσωπικές φιλοδοξίες και τις επιδιώξεις εκάστου. Μίλησε γιά ἴση ἀντιμετώπιση μεταξύ δούλων καί ἐλεύθερων "οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ . . . "(3) καί ἔτσι, μέ αὐτό τό διαχωρισμό ἐθεολόγησε. Ὁμολόγησε πώς ἄν, ὄντως εἶσαι χριστιανός, βαπτισμένο μέλος τῆς Ἐκκλησίας, δέν μπορεῖ παρά νά βιώνεις ὅτι πιστεύεις. Νά εἶσαι σέ πλήρη ἀκολουθία λόγων και ἔργων. Αὐτός ἄλλωστε πρέπει νά ἦταν καί ὁ φόβος τοῦ Παύλου ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ βράχου. Θά μπορέσω ἐγῶ, ίσως να μονολογούσε, νά ἀποτελέσω ἔμπρακτο παράδειγμα για τους Αθηναίους, θά μπορέσω νά ἀποδείξω σ’αυτούς τό μεγαλεῖο αὐτοῦ πού ἐκπροσωπῶ; Θά μπορέσω νά καλύψω τό χρυσό ένδυμα καί τό ἀπαράμιλλο κάλλος τῶν ἀγαλμάτων από έναν φτωχό και ταπεινό Θεό, θα μπορέσω να μεταφέρω το απλό ἀλλά ἀληθινό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ; Αὐτές οἱ σκέψεις προβλημάτιζαν τόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, ὄχι λόγῳ τῆς δικῆς του ἀπιστίας, αὐτό ἄλλωστε δέν μαρτυρεῖται πουθενά στό Εὐαγγέλιο, ἀλλά λόγῳ τῆς πορρώσεως τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι ἀπηχοῦσαν τά μεγαλεῖα τοῦ παρελθόντος, εἶχαν ὅμως ἀπολέσει τήν σύνδεση λόγων καί ἔργων.
Ὁ βράχος αὐτός, Μακαριώτατε, ἀποτελεῖ διαχρονικό σύμβολο τῆς ἄρρηκτης σύζευξης Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, ἀποδεικνύει τό μεγαλεῖο τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως, ἐνῶ καταδεικνύει τήν ὑπεροχή τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος φανερώνεται ἐν τόπῳ καί χρόνῳ, λαμβάνει ἀνθρώπινη σάρκα, πάσχει γιά κάθε ἄνθρωπο, ἀνασταίνεται καί ζεῖ μέσα σέ κάθε ἄνθρωπο. Ο σαρκωμένος Λόγος ενδύεται μέ τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, γίνεται ὁ ἴδιος πρόσωπο σέ μία σχέση κοινωνίας καί ἀγάπης, ερχόμενος σε πλήρη ἀντίθεση μέ τό προσωπεῖο τοῦ ἀρχαίου θεάτρου. Γιατί; Διότι έτσι προετοίμασε τήν οὐσιαστική ἀλλαγή του ελληνικού πνεύματος, ὁδηγώντας πρός τό Πρόσωπο, πρός τόν ἴδιο τόν Ἐσταυρωμένο Χριστό, απαλλάσσοντας τον κάθε άνθρωπο από την επιφανειακή προσέγγιση των διαπροσωπικών σχέσεων.
Αὐτό τό πρόσωπο προσπάθησε νά διατρανώσει ὁ Παῦλος στούς Ἀθηναίους. Αὐτή τή νέα θεώρηση τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος, ὄχι ὡς ἀτομοκεντρική ἔκφραση, ἀλλά ὡς μοναδικό πρόσωπο κατά πάντα ἰσότιμο καί ἰσόκυρο μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ἔκφραση τῆς ἀγάπης Του πρός τόν πονεμένο ἄνθρωπο. Αὐτό τό στοιχεῖο ἔλειπε ἀπό τήν ἀρχαία διανόηση γιά νά ὁλοκληρωθῇ ἡ μερική τελειότητά της. Αὐτόν τόν ἄγνωστο Θεό προσπάθησε νά κηρύξει ὁ Ἀπόστολος τῆς ἀγάπης στούς Ἀθηναίους, μέ σκοπό νά τούς ὁδηγήσει στήν πραγματική πράξη τῶν ἰδεῶν πού γέννησαν τήν δημοκρατία καί τό ὀλυμπιακό πνεῦμα.
Εἶναι ὅμως ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρο νά δοῦμε πῶς τό πρόσωπο αὐτό γιά τό ὁποῖο μίλησε ὁ Παῦλος, ἔχει ἀποκτήσει σήμερα τόν σεβασμό καί τήν ἀξία πού θά ἔπρεπε νά ἔχει σε κάθε καλῶς νοουμένη ἀναπτυγμένη κοινωνία. Γίνεται πολύς λόγος γιά τήν ἔννοια τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιά τίς ἀξίες πού περιγράφουν τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ἡ ἰατρική ἐπιστήμη επί παραδείγματι, ἀναζητᾶ τά ὅρια αὐτοῦ τοῦ σεβασμοῦ, ἀντιμετωπίζοντας τεράστια ἠθικά διλήμματα μέ ἀποτέλεσμα νά συγκρούονται ἐπιστήμη καί θεολογία λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας. Τό πρόσωπο ὅμως, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀνεξαρτήτως χρώματος, γλώσσας, πολιτισμοῦ καί θρησκείας, παραμένει ὁ μεγάλος ἡττημένος αὐτῆς τῆς διαμάχης. Ἡ συνεχῶς αὐξανόμενη φτώχεια, ἡ διογκούμενη οἰκονομική κρίση, ἡ πολιτική ἀστάθεια, τό καθεστῶς τοῦ πολέμου, ἡ κοινωνική ἀνισότητα καί ὁ θρησκευτικός φανατισμός ωθούν πολλούς ἀνθρώπους στήν λύση τῆς μετανάστευσης πρός ἕνα καλύτερο αὔριο, πρός μία νέα πατρίδα στήν ὁποία θά μπορέσουν νά ξεπεράσουν τά παραπάνω προβλήματα. Σ΄ αυτήν την νέα πραγματικότητα το πρόσωπο ταλανίζεται από τις νέες συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει. Εντάσσεται σ΄ έναν νέο χώρο προκλήσεων, διεκδικώντας τα θεμελιώδη και πανανθρώπινα δικαιώματα που αρμόζουν σε κάθε πρόσωπο από όπου και αν αυτό προέρχεται.
Ἀξίζει νά παραθέσουμε ἐδῶ ἕνα μέρος σέ νεοελληνική ἀπόδοση ἀπό τόν λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης περί φιλοπτωχείας καί εὐποιΐας, στόν ὁποῖο ἀρκετούς αἰῶνες πρίν συγκεκριμένα τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. ἀναφέρεται προφητικά ἡ σημερινή κατάσταση: "Ἦρθαν ἔτσι τά πράγματα, ὥστε γύρω μας νά ἀφθονοῦν οἱ γυμνοί καί οἱ ἄστεγοι. Εἶναι πάμπολλοι οἱ πρόσφυγες πού χτυποῦν τίς πόρτες μας. Πάμπολλοι εἶναι καί οἱ ξένοι καί οἱ μετανάστες. Ὅπου καί ἄν κοιτάξεις θά δεῖς χέρια ἁπλωμένα σέ ζητιανιά. Γιά σπίτι ἔχουν τήν ὕπαιθρο. Φωλιάζουν σέ τρύπες ὅπως οἱ νυχτοκόρακες καί οἱ κουκουβάγιες. Γιά χωράφι ἔχουν τήν διάθεση ὅσων δίνουν ἐλεημοσύνη. Πίνουν νερό ἀπό τίς κρῆνες, ὅπως τά ζῶα καί γιά ποτήρια ἔχουν τίς χούφτες τους. Κρεβάτι, τό ἔδαφος. Ἡ ζωή τους εἶναι πλέον γεμάτη μετακινήσεις καί ἀγριάδα, ὅμως δέν ἦταν ἔτσι ἐξ ἀρχῆς. Ἄς ὄψονται ἡ συμφορά καί ἡ ἀνάγκη"(4).
Σέ πόσους, Μακαριώτατε Πάτερ, δέν εἶναι γνωστές αὐτές οἱ εἰκόνες πού περιγράφει ὁ πατήρ τῆς Ἐκκλησίας. Πόσοι ἐξ ἡμῶν δέν ἀντιμετωπίζουμε καθημερινῶς παρόμοιες καταστάσεις; Δέν εἶναι τρανότατη ἀπόδειξη τῆς ἐξαθλίωσης τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου οἱ παραπάνω εἰκόνες; Γι' αὐτόν τόν ἄνθρωπο μίλησε λοιπόν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Ἀθηναίους. Αὐτό τό πρόσωπο εἶναι ἡ ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου, στό ὁποῖο φανερώνεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἄν καί σήμερα ὡμιλοῦσε ἀπό αὐτόν τόν βράχο ὁ Παῦλος καί ρωτοῦσε τούς Ἀθηναίους, ὅλους ἐμᾶς δηλαδή, 2.000 χρόνια μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι βιώνουμε τήν κατάσταση αὐτή; Θα μπορούσαμε να δηλώσουμε ότι ἀγαπᾶμε μέ τρόπο τέτοιο πού νά ἀνοιγόμαστε σέ κάποιον ἄλλο, σέ κάποιον ξένο, χωρίς προϋποθέσεις προσωπικῆς εὐδαιμονίας καί ἐγωϊστικῆς αὐταρέσκειας; Ἡ ἀγάπη στήν Ἐκκλησία ἀρχίζει ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό καί καταλήγει σέ κάθε μέλος Της, δημιουργῶντας μία ἀμφίδρομη σχέση, ἡ ὁποία φανερώνεται στήν εὐχαριστιακή σύναξη, δοξάζεται ὅμως στό πρόσωπο τοῦ πλησίον, τοῦ ἄλλου, τοῦ ξένου. "Ὁ γάρ ἀγαπῶν, τόν ἕτερον νόμον πεπλήρωκε"(5) ὑπογραμμίζει ὁ Παῦλος στήν ἐπιστολή του πρός Ρωμαίους, ἀποσαφηνίζοντας τό μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης στήν διαπροσωπική σχέση, προσκαλῶντας παράλληλα κάθε πιστό χριστιανό νά πράξει τό ἴδιο.
Ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε μπροστά μας αὐτή τήν πρόκληση-πρόσκληση γιά νά δοῦμε τόν ἄλλο ὡς πρόσωπο, ὡς ξεχωριστή ὀντότητα μέ ἀξίες καί ἀρχές πού χρήζει σεβασμοῦ καί τιμῆς, ὄχι μόνον ἐπειδή ὑπάρχει ἤ ἐκφράζει ἀπόψεις πού συμφωνοῦμε ἤ διαφωνοῦμε με αυτές, ἀλλά διότι ἀντικατοπτρίζει τήν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, τήν δόξα Του καί τήν λάμψη Του, τή φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ επί της γῆς.
Μακαριώτατε,
"τοῦ γάρ καί γένος ἐσμέν", αὐτοῦ τοῦ ἰδίου γένους καί ἀπό τήν ἴδια σάρκα εἴμαστε ὅλοι πλασμένοι. Ἄς εἶναι ἡ σημερινή ἡμέρα ἡ ἀπαρχή τῆς προσωπικῆς, πλέον, ἀναφορᾶς μας πρός τούς ἐγγύς καί τούς μακράν. Εὐχηθεῖτε, Μακαριώτατε, ὁ Μέγας τῶν Ἐθνῶν Ἀπόστολος Παῦλος νά δέεται πρός τόν ἀρχιποίμενα Χριστό γιά τήν πραγμάτωση αὐτῆς τῆς εὐχῆς, γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου μέ σκοπό τήν ἀπροϋπόθετη καί προσωπική ἀγάπη πρός πάντας. Εὐχηθεῖτε νά ἀποχωρήσουμε ὃλοι ἀπό αὐτόν τόν χώρο, ἔχοντας ἐλπίδα ὃτι μπορούμε νά εἴμαστε πρόσωπα ἀγάπης, πρόσωπα καταλαγῆς καί συμφιλίωσης, ζωντανές εἴκόνες ἑνός ζωντανοῦ Θεοῦ.
Γένοιτο.
----------------------------------------------
1. Λουκ. 2,34.
2. Πραξ. 17, 32-33.
3. Γαλ. 3,28.
4. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περί φιλοπτωχίας καί εὐποιΐας, λόγος Α´, PG 46, 457A-C.
5. Ρωμ. ΙΓ΄, 8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου