Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

φωτό: Νικόλαος Μαγγίνας

«Ο ρόλος της Ορθοδοξίας εις την αντιμετώπισιν της παγκοσμίου οικολογικής κρίσεως»

Eξοχώτατε κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας,

Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κύριε Ιερώνυμε

Ιερώτατοι άγιοι αδελφοί,

Ελλογιμώτατε κ. Πρόεδρε της Ακαδημίας Αθηνών,

Ερίτιμοι κυρίαι και αξιότιμοι κύριοι!

Η ευγενώς απευθυνθείσα πρόσκλησις προς την ημετέραν Μετριότητα όπως ομιλήση σήμερον από του βήματος του ανωτάτου πνευματικού ιδρύματος της χώρας ταύτης παρέχει εις ημάς την ευκαιρίαν να μεταφέρωμεν προς την εκλεκτήν αυτήν ομήγυριν και δι αὐτῆς προς πάντα τον πεφιλημένον Ελληνικόν λαόν την αγάπην και την ευλογίαν της Μητρός Εκκλησίας, του ιερού αιωνοβίου θεσμού του Γένους, του ιστορικού και μαρτυρικού Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Ευχαριστούμεν θερμώς τους αξιοτίμους οργανωτάς της σημερινής ομιλίας δια την απευθυνθείσαν εις ημάς πρόσκλησιν, ως και την Ακαδημίαν Αθηνών δια την παραχώρησιν του βήματος αυτής εις την ημετέραν Μετριότητα, την οποίαν έχει ευμενώς τιμήσει και δια της ιδιότητος του επιτίμου αυτής μέλους.

Αγαπητοί παρόντες,

Αποτελεί πλέον κοινόν τόπον η αναγνώρισις της κρισιμότητος του οικολογικού προβλήματος, το οποίον αντιμετωπίζει σήμερον η ανθρωπότης. Επιστήμονες, πολιτικοί και πάσης φύσεως μελετηταί των φυσικών φαινομένων του πλανήτου μας συμπίπτουν εις την διαπίστωσιν ότι η ζωή εις αυτόν απειλείται με καταστροφήν, εάν συνεχισθή η παρούσα κατάστασις.

Η συνεχιζομένη εξαφάνισις πολλών ειδών, η αποψίλωσις των δασών, η ραγδαία τήξις των πάγων της Αρκτικής, η συνεχιζομένη μόλυνσις της ατμοσφαίρας και αι σοβαραί κλιματικαί μεταβολαί, τας οποίας προκαλεί το λεγόμενον «φαινόμενον του θερμοκηπίου», πάντα ταύτα σηματοδοτούν τον σοβαρώτατον κίνδυνον, τον οποίον αντιμετωπίζει εις τας ημέρας μας το φυσικόν μας περιβάλλον. Ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών προσπαθεί να συνεγείρη τας συνειδήσεις των λαών και να οδηγήση τας κυβερνήσεις των -ανεπιτυχώς, φευ(!), ως απεδείχθη προσφάτως εις Κοπεγχάγην- εις την λήψιν μέτρων, τα οποία θα περιορίζουν τα αίτια της επικινδύνου ταύτης καταστάσεως.

Πολλαί μη κυβερνητικαί οργανώσεις αξιεπαίνως αγωνίζονται επίσης δια την διάσωσιν του πλανήτου μας. Οι πάντες αναγνωρίζομεν πλέον την κρισιμότητα του οικολογικού προβλήματος, αν και, ακόμη και την στιγμήν αυτήν, ολίγοι και ολίγα πράττομεν δια την αντιμετώπισίν του.


Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δύναται εν ταπεινώσει να καταθέση ότι ήδη εις χρόνον γενικής αδιαφορίας διείδε τον επερχόμενον κίνδυνον και προσεπάθησε να υψώση την φωνήν του ποιούμενον έκκλησιν εις συνεργασίαν όλων των πνευματικών δυνάμεων προς αντιμετώπισιν της επερχομένης κρίσεως. Κατά το έτος 1989, πρώτον αυτό εξ όλων των Χριστιανικών Εκκλησιών και θρησκευτικών δογμάτων, δια στόματος του αοιδίμου προκατόχου ημών Πατριάρχου Δημητρίου απηύθυνε Μήνυμα προς τους ορθοδόξους πιστούς και πάντα άνθρωπον καλής θελήσεως να σεβασθούν το φυσικόν περιβάλλον, περιορίζοντες την ευδαιμονιστικήν μανίαν, η οποία επιθέτει βάρη δυσβάστακτα εις την φύσιν και ανατρέπει τους νόμους και τον ρυθμόν της λειτουργίας της.

Ως υπόδειγμα δε συμπεριφοράς και πηγήν εμπνεύσεως προέτεινε το ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το οποίον δια της λειτουργικής ζωής, που καθαγιάζει την κτίσιν, και της ασκητικής παραδόσεως, η οποία περιορίζει εις το άκρως αναγκαίον τας απαιτήσεις του ανθρώπου από το φυσικόν του περιβάλλον, επί αιώνας ήδη διεμόρφωσε την δέουσαν στάσιν του ανθρώπου έναντι της φύσεως.

Δια του ιδίου Μηνύματος ο αοίδιμος Πατριάρχης ανεκήρυττε την 1ην Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, εορτήν της Ινδίκτου εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ως ημέραν προσευχών πάντων των Ορθοδόξων δια την προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος, και ανέθετεν εις αγιορείτην υμνογράφον την σύνταξιν ειδικής Ιεράς, προς τούτο, Ακολουθίας.

Αλλά δεν ηρκέσθη εις τούτο το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Προς κινητοποίησιν και των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών συνεκάλεσε το έτος 1991 Πανορθόδοξον Συνέδριον δια την προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος εν Κρήτη παρουσία και του Πρίγκηπος Φιλίππου του Εδιμβούργου ως Προέδρου του Ταμείου Προστασίας δια την φύσιν (WWF) και υπό την προεδρίαν του Σε. Μητροπολίτου Περγάμου κυρίου Ιωάννου. Εν συνεχεία διωργάνωσε δια της συνεργασίας της Οργανώσεως «Κύκλος της Πάτμου» σειράν διεθνών Συμποσίων υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εξεχουσών προσωπικοτήτων, ως ο Πρίγκηψ Φίλιππος του Εδιμβούργου, οι εκάστοτε Πρόεδροι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ο Γενικός Γραμματεύς του ΟΗΕ.

Τα Συμπόσια αυτά διεξήχθησαν εν πλω εις την Πάτμον (1995), εις την Μαύρην Θάλασσαν (1997), εις τον Δούναβιν (1999), εις την Αδριατικήν (2002), εις την Βαλτικήν (2003), εις τον Αμαζόνιον (2006), εις την Αρκτικήν (2007) και προσφάτως (2009) εις τον ποταμόν Μισισσιπή των Η.Π.Α.

Τα Συμπόσια διοργανώνει ειδική επιστημονική επιτροπή υπό την προεδρίαν του Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κυρίου Ιωάννη, συμμετέχουν δε εις αυτά διακεκριμένοι επιστήμονες και θρησκευτικοί ηγέται από τον κόσμον, συσκεπτόμενοι και αναζητούντες τρόπους συνεργασίας μεταξύ επιστήμης και θρησκείας προς αντιμετώπισιν της οικολογικής κρίσεως.

Η δια του διεθνούς Τύπου προβολή των Συμποσίων τούτων κατέστησεν αυτά ευρέως γνωστά, εις εν δε εκ τούτων, το της Αδριατικής, ο αείμνηστος Πάπας της Ρώμης Ιωάννης Παύλος Β’ και η ημετέρα Μετριότης υπεγράψαμεν από κοινού Διακήρυξιν περί της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, η οποία μετεδόθη δια των μέσων επικοινωνίας διεθνώς και εσχολιάσθη ευρέως.

Εκτός τούτων, και προς ενημέρωσιν των κληρικών της Ορθοδόξου Εκκλησίας και καλλιέργειαν οικολογικής συνειδήσεως μεταξύ των πιστών δια της κατηχήσεως και της όλης ποιμαντικής διακονίας, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον διωργάνωσε σειράν οικολογικών σεμιναρίων εν Χάλκη, δια της συμμετοχής ορθοδόξων κληρικών εκ διαφόρων χωρών και Εκκλησιών. Επί δε το πρακτικώτερον, ανεπτύχθησαν διάφοροι πρωτοβουλίαι, ως η προώθησις της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας εις Ιεράς Μονάς, με εξέχον παράδειγμα την Ιεράν Μονήν Χρυσοπηγής εν Χανίοις, η οικολογική δασική διαχείρισις εν Αγίω Όρει κλπ. .

Αι οικολογικαί πρωτοβουλίαι του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν περιορίζονται εις την διεξαγωγήν επιστημονικών και διαθρησκειακών συνεδρίων ή εις άλλας ενεργείας ως αι προμνημονευθείσαι. Η διατύπωσις ειδικωτέρων παρεμβάσεων και εκκλήσεων δι οἰκολογικήν συνείδησιν και εγρήγορσιν προς την διεθνή κοινότητα αποτελεί διαρκές μέλημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως έκφρασιν της αγωνίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας δια την οικολογικήν κρίσιν, αλλά και ως μέσον ασκήσεως πιέσεως δια την ανάληψιν δράσεως υπό πάντων
και μάλιστα των προς τούτο αρμοδίων.

Η πλέον πρόσφατος τοιαύτη έκκλησις διετυπώθη τον παρελθόντα Δεκέμβριον εξ αφορμής της Παγκοσμίου Διασκέψεως δια την κλιματικήν αλλαγήν εις Κοπεγχάγην της Δανίας. Δια προσωπικής μας επιστολής προς τους ηγέτας των είκοσι εκ των οικονομικώς ισχυροτέρων, αλλά και πλέον ρυπογόνων, κρατών εξεφράσαμεν την ιδικήν μας αγωνίαν, αλλά και την κραυγήν εκατομμυρίων συνανθρώπων μας από κάθε γωνίαν της γης, δια την ανάγκην γενναίων δεσμεύσεων μειώσεως των εκπομπών αερίων ρύπων,
οι οποίοι επιδεινώνουν την κλιματικήν αλλαγήν.

Δύο μήνας ενωρίτερον, επί τη ευκαιρία της προπαρασκευαστικής Διασκέψεως εις Μπανγκόκ της Ταϋλάνδης, είχομεν επίσης αποστείλει έκκλησιν προς την διεθνή Κοινότητα δια την διατύπωσιν κατευθύνσεων προς επίτευξιν νομικώς δεσμευτικής συμφωνίας εις Κοπεγχάγην. Αν και, δυστυχώς, δεν κατέστη δυνατή η επίτευξις τοιαύτης νομικώς δεσμευτικής συμφωνίας εις την Διάσκεψιν της Κοπεγχάγης, η εντυπωσιακή διεθνής κινητοποίησις και η συμμετοχή πολλών εκ των ηγετών των ισχυροτέρων κρατών, γεννούν την ελπίδα ότι η φωνή όλων δια την αντιστροφήν της καταστροφικής περιβαλλοντικής πορείας της ανθρωπότητος θα ενισχυθή περαιτέρω και θα γίνη σεβαστή. Εις την γενναίαν αυτήν παγκόσμιον προσπάθειαν δια την αναχαίτισιν της οικολογικής κρίσεως
το Οικουμενικόν Πατριαρχείον θα συνεχίση με προσήλωσιν
και συνέπειαν την ταπεινήν συμβολήν του.

Αλλ' εις την σκέψιν πολλών εξ υμών, εκλεκτή ομήγυρις, θα πλανάται ίσως το ερώτημα: ποίαν σχέσιν δύναται να έχη ένας αμιγώς εκκλησιαστικός θεσμός, ως είναι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το οποίον απέχει σταθερώς πάσης αναμίξεως εις την πολιτικήν, προς το οικολογικόν πρόβλημα; Δεν αποτελεί το θέμα τούτο αρμοδιότητα των κυβερνήσεων, των επιστημόνων και των τεχνοκρατών; Τι δύναται να συνεισφέρη η Εκκλησία εις την αντιμετώπισιν ενός τοιούτου προβλήματος;

Το ερώτημα αυτό δεν είναι δυνατόν να αποδοθή παρά εις έλλειψιν κατανοήσεως τόσον του βαθυτέρου περιεχομένου της οικολογικής κρίσεως όσον και της αποστολής της Εκκλησίας εις τον κόσμον. Επ αυτού θεωρούμεν αναγκαίον να υπενθυμίσωμεν τα ακόλουθα:

Εν πρώτοις, δεν πρέπει να αγνοήται ούτε να παραβλέπεται το γεγονός ότι η οικολογική κρίσις είναι εις την ουσίαν της και εις την γενεσιουργόν αιτίαν της κρίσις πνευματική και ηθική. Υπάρχει μάλιστα και η άποψις ότι υπεύθυνος δια την εμφάνισιν της οικολογικής κρίσεως ιστορικώς είναι ο Χριστιανισμός, όπως αυτός εξεφράσθη κυρίως εις την Δύσιν δια της αναδείξεως του ανθρώπου εις κυρίαρχον της φύσεως.

Την γνώμην αυτήν διετύπωσε πρώτος ο Αμερικανός ιστορικός Lynn White εις το περιοδικόν Science το 1967, αποτελεί δε έκτοτε κοινώς αποδεκτήν θέσιν των ασχολουμένων περί την ιστορίαν του οικολογικού προβλήματος. Κατά την άποψιν αυτήν, η Δυτική Εκκλησία και Θεολογία, χρησιμοποιούσαι την βιβλικήν ρήσιν της εντολής του Θεού προς τους πρωτοπλάστους: «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε της γης» (Γεν. 1, 28), παρώτρυναν τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν την φύσιν ως κυρίαρχοι και εξουσιασταί μέχρι τοιούτου σημείου ώστε δια του Καλβινισμού, τον οποίον, ως γνωστόν, ο Max Weber συνδέει προς την γένεσιν και ανάπτυξιν του καπιταλισμού, η φύσις να υποταγή πλήρως εις την απληστίαν του ανθρώπου δια την αύξησιν και συσσώρευσιν υλικών αγαθών.

Ούτω, συντελούντων και άλλων παραγόντων εις την διαμόρφωσιν της Δυτικής Θεολογίας, ως είναι η αντίληψις περί του ανθρώπου ως του μόνου νοήμονος όντος, δυναμένου να μεταχειρίζεται τον υλικόν κόσμον ως οιονεί πρώτην ύλην δια την ικανοποίησιν των αναγκών του, εφθάσαμεν εις την σημερινήν κατάστασιν, εις την οποίαν η φύσις στενάζει κυριολεκτικώς υπό το πέλμα του ανθρώπου.

Εάν, συνεπώς, η θρησκεία υπό την συγκεκριμένην αυτήν μορφήν κατώρθωσε να επηρεάση τόσον βαθέως τον άνθρωπον ώστε να οδηγηθή εις την παρούσαν οικολογικήν κρίσιν, είναι προφανές ότι δύναται να συντελέση και εις την θεραπείαν του κακού, κατά την γνωστήν ρήσιν: «ο τρώσας και ιάσεται».

Πράγματι, η Χριστιανική πίστις και θεολογία διαθέτει και το αντίδοτον της οικολογικής κρίσεως, φρονούμεν δε ότι τούτο όλως ιδιαιτέρως ισχύει δια την Ορθόδοξον πίστιν και θεολογίαν. Επ' αυτού αι ακόλουθοι παρατηρήσεις δύνανται να χρησιμεύσουν ως ενδεικτικά στοιχεία της προσφοράς, την οποίαν καλείται να συνεισφέρη η Ορθοδοξία εις την κοινήν προσπάθειαν υπερβάσεως της οικολογικής κρίσεως.

Πρώτιστον στοιχείον, χαρακτηριστικόν της Ορθοδόξου θεολογίας, είναι ότι ο κόσμος, ως δημιουγηθείς υπό του Θεού, και μάλιστα «εκ του μηδενός», αποτελεί κτίσιν και δωρεάν του Θεού προς τον άνθρωπον «εργάζεσθαι και φυλάσσειν αυτόν» (Γεν. 2, 15), επ' ουδενί δε λόγω ιδιοκτησίαν του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι «οικονόμος» και διαχειριστής της κτίσεως και δεν έχει το δικαίωμα να την χρησιμοποιή κατά το δοκούν, πολλώ δε μάλλον να την καταστρέφη.

Ο κόσμος, κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, αποτελεί ενότητα όντων, τα οποία έχουν έκαστον τον ίδιον «λόγον», οι δε «λόγοι των όντων», όπως τους αποκαλεί ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, συνιστούν ενιαίον σύνολον, μίαν αρμονίαν, ένα «κόσμον»,
όπως προσφυώς δηλώνει ο όρος ούτος.

Η κοσμολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας δεν επιτρέπει, συνεπώς, καμμίαν υποτίμησιν του φυσικού κόσμου από τον άνθρωπον. Η λογικότης του ανθρώπου δεν υπονοεί ότι τα άλλα όντα στερούνται «λόγου υπάρξεως». Ως δημιουργήματα του Θεού όλα τα όντα έχουν τον ιδικόν των «λόγον» εντός του Λόγου του Θεού, εν τω οποίω και ενούνται εις μίαν αρμονίαν. Κατ ἄλλους Πατέρας, ως οι Καππαδόκαι και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Θεός δια των ενεργειών Του διαπερνά όλην την κτίσιν, και, κατά συνέπειαν, υπάρχει τι το ιερόν εις όλα τα όντα.

Την αντίληψιν αυτήν περί της ιερότητος του υλικού κόσμου ετόνισεν ιδιαιτέρως η Ορθόδοξος Παράδοσις εν συνδυασμώ προς το μυστήριον της θείας ενανθρωπήσεως. Επί της βάσεως αυτής υπεστηρίχθη και η προσκύνησις των ιερών εικόνων, η οποία εδογματίσθη από την Ζ’ Οικουμενικήν Σύνοδον.

Ούτως, ο σθεναρός υπέρμαχος των ιερών εικόνων Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει την ιερότητα της ύλης δια της γνωστής του ρήσεως: «και σέβων ου παύσομαι την ύλην, δι ἧς η σωτηρία μου είργασται», αναφερόμενος ακριβώς εις το γεγονός της ενσαρκώσεως του Χριστού.
Ο σεβασμός, λοιπόν, των ιερών εικόνων, ο οποίος είναι τόσον χαρακτηριστικός της ευλαβείας των Ορθοδόξων, ενέχει τεραστίαν οικολογικήν σπουδαιότητα. Δια των ιερών εικόνων δηλούται σαφώς ότι ο υλικός κόσμος μετέχει εις την ζωήν του ιδίου του Θεού δια του ανθρώπου και του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού. Ο άνθρωπος, ως το κατ' ἐξοχήν λογικόν ον της Δημιουργίας, καλείται να λάβη εις χείρας του τον υλικόν κόσμον και να τον αναπλάση εις ωραιότητα, όπως ακριβώς συμβαίνει εις την Τέχνην. Το λογικόν του ανθρώπου αναδεικνύεται όχι όταν κατακερματίζη τον υλικόν κόσμον, δια να αντλήση οφέλη εξ αυτού, αλλά κυρίως όταν συνθέτη τα επί μέρους όντα, δια να τα αναδείξη εις «κόσμον», εις κάλλος και ωραιότητα, εγγίζουσαν, κατά το δυνατόν, το «άρρητον κάλλος» του ιδίου του Θεού. Εις μίαν τοιαύτην προσέγγισιν του κόσμου είναι φανερόν ότι δεν δύναται να εισχωρήση καμμία νοοτροπία ευνοούσα την οικολογικήν καταστροφήν.
Την αντίληψιν αυτήν περί ιερότητος του υλικού κόσμου αναδεικνύει η Ορθόδοξος Εκκλησία όλως ιδιαιτέρως και κατ' ἐξοχήν εις την τέλεσιν της Θείας Ευχαριστίας.

Δεν είναι τυχαίον ότι οι Ορθόδοξοι Ναοί, ακολουθούντες το πρότυπον του Βυζαντίου, είναι τόσον εις την αρχιτεκτονικήν των όσον και εις την εσωτερικήν των διακόσμησιν υποδείγματα σεβασμού της ύλης και αναδείξεώς της εις έκφανσιν της θείας ωραιότητος. Ατυχώς η σημερινή ναοδομία υπό την επίδρασιν του συγχρόνου πρακτικού πνεύματος, χρησιμοποιεί κατά κόρον υλικά ανθρωπίνης και τεχνολογικής κατασκευής, ενώ η γνησία Ορθόδοξος παράδοσις ελάμβανε την πρώτην ύλην της οικοδομής απ εὐθείας από την φύσιν και εφρόντιζεν ώστε το κτίσμα του ναού να μη επιβάλλεται εις τον φυσικόν περίγυρον, αλλά να συνδέεται προς αυτόν και να τον αναδεικνύη. Και όπως ο Θεός «έκλινεν ουρανούς και κατέβη» γενόμενος άνθρωπος, έτσι και ο ναός σκεπάζει αγαπητικώς τον φυσικόν χώρον. Εν αντιθέσει προς τον γοτθικόν ναόν, ο οποίος τείνει να διασχίση τον ουρανόν, ο Ορθόδοξος ναός απλώνει στοργικώς την αγάπην του Θεού εις όλην την κτίσιν. Εντός δε του ναού «τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια», και ακούεται ο ύμνος «εορταζέσθω η κτίσις», δια να δηλωθή και πάλιν κατά τον πανηγυρικώτατον τρόπον η οικολογική συνείδησις της Ορθοδοξίας.

Η συνείδησις αυτή αποκορυφώνεται εις το Ιερόν Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, το οποίον τελείται εις τους ναούς αυτούς. Εκεί κατά την ιεράν στιγμήν του καθαγιασμού των τιμίων Δώρων ο άρτος και ο οίνος, τα δώρα αυτά της υλικής κτίσεως, θα ανυψωθούν δια των χειρών του λειτουργού εκ μέρους όλης της Εκκλησίας, δια να «αναφερθούν», δηλαδή να επιστραφούν πάλιν εις τον δωρητήν Δημιουργόν ως «τα σα εκ των σων», τα οποία προσφέρομεν εις Αυτόν «κατά πάντα και δια πάντα». Αυτή είναι η κατ ἐξοχήν οικολογική στιγμή της Εκκλησίας. Κατ αὐτήν αναγνωρίζεται εν ευχαριστία ότι ο υλικός κόσμος είναι δώρον και όχι δικαίωμα, είναι ιερός και χρήζει σεβασμού, και κυρίως προορίζεται, δια της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, να γίνη «σώμα του Χριστού», δια να μοιρασθή και τραφή και ζήση δι αὐτοῦ ο κόσμος. Με τον τρόπον αυτόν η Θεία Ευχαριστία συνδέει την οικολογίαν μετά της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η κτίσις του Θεού δεν ανήκει μόνον εις τον Θεόν, αλλά και εις τους συνανθρώπους μας. Όταν την αναφέρωμεν εις τον Θεόν, επιστρέφει εις ημάς ως δώρον το οποίον όμως οφείλομεν να κοινωνήσωμεν μετά των άλλων! Πλήττεται ούτω εις την ρίζαν του ο ατομισμός, ο οποίος άλλωστε και συντηρεί και συνοδεύει πάντοτε την οικολογικήν κρίσιν.

Τέλος, δέον να υπομνησθή η οικολογική σημασία ενός άλλου στοιχείου της Ορθοδόξου παραδόσεως. Πρόκειται περί της σπουδαιότητος του ασκητικού πνεύματος, το οποίον όλως ιδιαιτέρως εκαλλιέργησεν η Ορθοδοξία. Ο ασκητισμός κακώς εκλαμβάνεται πολλάκις ως στάσις εναντίον της ύλης και του σώματος. Όλως αντιθέτως, οι μεγάλοι ασκηταί προσήγγιζον το σώμα ως ιερόν, ως «ναόν του Αγίου Πνεύματος», κατά την διδασκαλίαν του Αποστόλου Παύλου.

Η νηστεία δεν απέβλεπεν εις την ταπείνωσιν του σώματος αλλ εἰς την κάθαρσίν του από το πάθος της φιλαυτίας, το οποίον αποτελεί πηγήν όλων των παθών. Με την νηστείαν δεν καταπολεμείται το σώμα, αλλά η φιλαυτία. Και ποίος θα ηδύνατο να αρνηθή το γεγονός ότι η οικολογική κρίσις συνδέεται αρρήκτως προς τον ευδαιμονισμόν, τον καταναλωτισμόν, την μανίαν συσσωρεύσεως αγαθών; Χωρίς ασκητικόν ήθος δυσκόλως θα ημπορέση ο άνθρωπος να υπερβή την οικολογικήν κρίσιν. Όσην επινοητικότητα και αν επιστρατεύση, ο ευδαιμονισμός θα ορθώνεται εμπόδιον εις την λύσιν του οικολογικού προβλήματος. Τα αγαθά της κτίσεως, δια να ικανοποιήσουν την απληστίαν του ανθρώπου θα πρέπει να αυξάνωνται διαρκώς, πράγμα αδύνατον χωρίς να πιεσθή η φύσις να προσφέρη περισσότερα όσων δύναται η όσων οι φυσικοί νόμοι της επιτρέπουν. Η φύσις έχει τα όριά της. Ο άνθρωπος δεν δύναται να τα παραβιάση. Το τίμημα της ύβρεως θα είναι βαρύ, και ήδη καταβάλλεται, ατυχώς δε θα καταβληθή και από τας επομένας γενεάς, αι οποίαι δεν ευθύνονται δια την ύβριν.



Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε,
Μακαριώτατε,

Κυρίαι και κύριοι,

Προσεπαθήσαμεν εντός του περιωρισμένου χρόνου της ομιλίας αυτής να εκθέσωμεν ενώπιόν σας τόσον το τι όσον και το διατί πράττει το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δια την από κοινού μετά των άλλων αρμοδίων φορέων αντιμετώπισιν της οικολογικής κρίσεως των ημερών μας. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εξ αρχής και εκ των πρώτων διέγνωσε την σοβαρότητα του προβλήματος και έσπευσε να συμβάλη δι ὅσων πνευματικών δυνάμεων διαθέτει εις την αντιμετώπισίν του.

Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον φρονεί ότι λόγω της φύσεως και των βαθυτέρων αιτίων του προβλήματος δεν αρκεί δια την αντιμετώπισίν του η συμβολή της επιστήμης και της πολιτικής, αλλ ἀπαιτεῖται η αφύπνισις των συνειδήσεων και η κατανόησις και σύμπραξις πάντων των ανθρώπων. Τούτο ισχύει όλως ιδιαιτέρως εις τας δημοκρατικάς κοινωνίας, εις τας οποίας ουδεμία πολιτική δύναται να τελεσφορήση χωρίς την ευρείαν λαϊκήν και κοινωνικήν συγκατάθεσιν. Η Εκκλησία έχει εκ της φύσεώς της άμεσον πρόσβασιν εις τας συνειδήσεις μεγάλου μέρους των ανθρώπων (ας μη λησμονώμεν ότι εις όλον τον πλανήτην το 80%, τουλάχιστον, των ανθρώπων ανήκουν εις κάποιαν θρησκείαν).

Δοθέντος μάλιστα ότι, όπως ήδη ετονίσαμεν, το οικολογικόν πρόβλημα δεν είναι άμοιρον θεολογικών και ηθικών διαστάσεων, η Εκκλησία καλείται να συνεργασθή με όλας τας άλλας πνευματικάς δυνάμεις της παγκοσμίου κοινωνίας, δια να αναστραφή η καταστροφική πορεία, την οποίαν ακολουθεί η ανθρωπότης ως προς το φλέγον θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος.

Η συμβολή αυτή της Εκκλησίας, και μάλιστα της Ορθοδοξίας, αναγνωρίζεται διαρκώς και περισσότερον ως αναγκαία και χρήσιμος, και τούτο επιβάλλει εις την Εκκλησίαν το χρέος να εντείνη την συμμετοχήν της εις τον κοινόν αυτόν παγκόσμιον αγώνα δια την διάσωσιν της Δημιουργίας του Θεού.


Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον με τας ταπεινάς αυτού δυνάμεις καταθέτει την ιδικήν του συμβολήν. Αλλά το έργον του αυτό δεν είναι ευχερές. Έχει ατυχώς εδραιωθή η αντίληψις, ακόμη και μεταξύ των Ορθοδόξων, ότι η Εκκλησία δέον να ασχολήται περί άλλα θέματα, περισσότερον δήθεν πνευματικά, ως εάν η προστασία της Δημιουργίας του Θεού από την καταστροφήν, την οποίαν επιφέρει η απληστία του ανθρώπου, να μη ήτο θέμα «πνευματικόν».

Είναι χαρακτηριστικόν ότι ακόμη δεν θεωρείται, τόσον από τους πιστούς όσον και από τους ιδίους τους κληρικούς, η μόλυνσις και καταστροφή του περιβάλλοντος ως αμαρτία.

Ποίος πνευματικός επέβαλέ ποτε επιτίμιον δια την μόλυνσιν του περιβάλλοντος; Σπανία, ίσως και μοναδική, περίπτωσις αναφέρεται η του μακαριστού Γέροντος Αμφιλοχίου εν τη νήσω Πάτμω, ο οποίος, μάλιστα πριν ή εμφανισθή οξύ το οικολογικόν πρόβλημα, επέβαλλεν ως επιτίμιον εις τους εξομολογουμένους, να φυτεύσουν ένα δένδρον!

Η Ορθόδοξος Εκκλησία ατυχώς εν πολλοίς κατατρύχεται υπό τινος εσωστρεφείας, περιοριζομένη συνήθως εις την επίλυσιν των εσωτερικών της προβλημάτων, κωφεύουσα, ενίοτε υπό την πίεσιν φονταμενταλιστικών κύκλων, εις τας εκκλήσεις δια συνεργασίαν και καταλλαγήν, ως εάν μη ήτο δυνατόν να διατηρήση αλώβητον την ταυτότητά της, εάν ανοίξη και τείνη τας χείρας της εις συνεργασίαν μετά των άλλων. Αλλ' o όντως μέγας πλούτος της Ορθοδοξίας δεν της εδόθη προς συντήρησιν. Οφείλει η Ορθοδοξία να χρησιμοποιήση την παράδοσίν της, τον θεολογικόν και πνευματικόν της θησαυρόν, δια να αντιμετωπίση ο σύγχρονος άνθρωπος τα φλέγοντα υπαρξιακά προβλήματά του. Και η παγκόσμιος οικολογική κρίσις, την οποίαν διερχόμεθα, αποτελεί, χωρίς αμφιβολίαν, πρόβλημα εκ των πλέον ζωτικών όσον και επειγόντων. Η Ορθοδοξία οφείλει και ημπορεί να πράξη ακόμη επερισσότερα δια την αντιμετώπισίν του.


Ταύτα, «από το χρέος μη κινούντες», κατά την φράσιν του μεγάλου μας ποιητού, φρονούμεν και πράττομεν εν τω Οικουμενικο Πατριαρχείω ως ταπεινήν συμβολήν εις την προστασίαν της Δημιουργίας του Θεού. Η οικολογική κρίσις, όμως, δεν θα αντιμετωπισθή χωρίς την συμβολήν όλων ανεξαιρέτως, των ανθρώπων κάθε θρησκεύματος και κάθε φυλής. Από του υψηλού αυτού βήματος καλούμεν και παρακαλούμεν κάθε άνθρωπον καλής θελήσεως να σεβασθή το μέγα τούτο δώρον του Θεού, το φυσικόν μας περιβάλλον. Τούτο αποτελεί ευθύνην όλων μας έναντι του Θεού και έναντι των γενεών, αι οποίαι έρχονται.


Σας ευχαριστούμεν.

πηγή:Φώς Φαναρίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου