Στη συνείδηση των περισσοτέρων ανυρωπων σήμερα η λέξη πίστη έχει ένα πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο: Σημαίνει την ανεξέταστη αποδοχή άρχων και αξιωμάτων, τη συγκατάθεση σε μια θεωρία ή διδαχή που παραμένει αναπόδεικτη. Πιστεύω σε κάτι, πάει να πει ότι το αποδέχομαι, έστω κι αν δεν το καταλαβαίνω. Σκύβω το κεφάλι και υποτάσσομαι σε μιαν αυθεντία, που δεν είναι πάντοτε θρησκευτική, αλλά μπορεί να είναι και ιδεολογική ή πολιτική. Συχνά κάτω από τον κοινό μανδύα της πίστης καλύπτονται εξίσου και η θρησκευτική αφοσίωση και η ιδεολογική πειθαρχία και η κομματική υποταγή. Έχει καθιερωθεί και ένα σύνθημα άγνωστης προέλευσης, που πολλοί το θεωρούν ως πεμπτουσία της μεταφυσικής, ενώ δεν είναι παρά η προϋπόθεση κάθε ολοκληρωτισμού: «Πίστευε και μη ερεύνα»!
Πρέπει να πούμε απερίφραστα ότι μια τέτοια εκδοχή της πίστης δεν έχει καμιά σχέση με το νόημα που έδωσε στη λεξη η ιουδαιοχριστιανική τουλάχιστον παράδοση. Στα πλαίσια αυτής της παράδοσης η πίστη λειτουργεί πολύ περισσότερο με το περιεχόμενο που διατηρεί ακόμα σήμερα η λέξη στο εμπόριο και στην αγορά, παρά με την έννοια που της αποδίδουν οι ιδεολογικά στρατευμένοι.
Πραγματικά, όταν μιλάμε στο εμπόριο για πίστη, εννοούμε ακόμα σήμερα την εμπιστοσύνη που εμπνέει στους κύκλους της αγοράς ένας έμπορος. Όλοι τον ξέρουν, ξέρουν τον τρόπο και το ήθος των συναλλαγών του, τη συνέπεια του στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων του. Αν ποτέ αναγκασθεί να ζητήσει χρήματα, θα βρει αμέσως δανειστή, ίσως και χωρίς απόδειξη για τα χρήματα που θα πάρει, γιατί το πρόσωπο του και ο λόγος του αρκούν σαν εχέγγυο.
Με τον ίδιο αυτόν τρόπο του εμπορίου και της αγοράς λειτουργεί η πίστη και στα πλαίσια της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης. Και εδώ το αντικείμενο της πίστης δεν είναι αφηρημένες ιδέες που αντλούν το κύρος τους από κάποια αλάθητη αυθεντία. Αντικείμενο της πίστης είναι συγκεκριμένα πρόσωπα, που καλείσαι να τα εμπιστευθείς στα πλαίσια μιας άμεσης εμπειρικής σχέσης.
Και πιο συγκεκριμένα: Αν πιστεύεις στο Θεό, δεν το κάνεις επειδή κάποιες θεωρητικές αρχές στο υπαγορεύουν ή κάποιος ιδρυματικός θεσμός σού εγγυάται την ύπαρξη του. Τον πιστεύεις, γιατί το πρόσωπο του, η προσωπική ύπαρξη του Θεού, σου γεννάει εμπιστοσύνη. Τα έργα του και η ιστορική του «πράξη» -οι παρεμβολές του μέσα στην Ιστορία- σε κάνουν να θέλεις μια σχέση μαζί του.
Βέβαια, η σχέση που θεμελιώνει την πίστη, μπορεί να είναι άμεση, μπορεί όμως να είναι και έμμεση σχέση. Όπως και με ένα ανθρώπινο πρόσωπο: Πιστεύω σε κάποιον, τον εμπιστεύομαι, όταν τον έχω συναντήσει, τον γνωρίζω, σχετίζομαι άμεσα μαζί του. Αλλά πιστεύω και σε κάποιον που δεν τον γνωρίζω προσωπικά, όταν οι μαρτυρίες έμπιστων σε μένα ανθρώπων εγγυώνται την αξιοπιστία του. Όπως πιστεύω σε ένα καλλιτέχνη που ποτέ δεν γνώρισα, όταν το ίδιο το έργο του γεννάει μέσα μου εμπιστοσύνη και θαυμασμό για το πρόσωπο του.
Υπάρχουν λοιπόν βαθμίδες στην πίστη -προχωράει κανείς από λιγότερη σε περισσότερη πίστη. Και αυτή η πρόοδος μοιάζει να είναι μια ατέλειωτη πορεία. Όσο ολοκληρωμένη κι αν εμφανίζεται μια πίστη, υπάρχουν πάντοτε περιθώρια αύξησης και ωριμότητας. Είναι μια δυναμική, πάντοτε «ατέλεστη τελειότητα». Σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ξεκινάει με την εμπιστοσύνη στη φήμη ενός προσώπου. Προχωρεί στη γνωριμία με το έργο και την πολιτεία του. Γίνεται άμεση βεβαιότητα, όταν υπάρξει προσωπική συνάντηση, αναστροφή, απευθείας σχέση. Από απλή εμπιστοσύνη μεταμορφώνεται σε απόλυτη παράδοση του εαυτού μας, σε αφειδώλευτη αυτοπροσφορά, όταν γεννηθεί αγάπη ανάμεσα μας και έρωτας. Και στον αληθινό έρωτα, όσο περισσότερο αγαπώ τόσο περισσότερο γνωρίζω τον άλλο, και πιστεύω σ’ αυτόν και παραδίδομαι στην αγάπη του. Ούτε έχει τέλος ποτέ η αληθινή ερωτική πίστη και αφοσίωση, αλλά είναι μια αδιάκοπη έκπληξη «ανακαλύψεων» του άλλου, μια πάντοτε αξεδίψαστη σπουδή της μοναδικότητας του προσώπου του.
Έτσι και η πίστη στο Θεό. Μπορεί να αρχίσει με μόνη την εμπιστοσύνη στη μαρτυρία των ανθρώπων που τον γνώρισαν και τον αναστράφηκαν και αξιώθηκαν τη θέα του Προσώπου του. Εμπιστοσύνη στη μαρτυρία της εμπειρίας των προπατόρων, των άγιων, των προφητών, των Αποστόλων. Μπορεί να προχωρήσει στη σπουδή της αγάπης που φανερώνουν τα έργα του, οι παρεμβολές των αποκαλύψεων του μέσα στην Ιστορία, ο λόγος του που μας χειραγωγεί στην αλήθεια. Και μεταμορφώνεται η πίστη σε άμεση βεβαιότητα και παράδοση του εαυτου μας στην αγάπη του, όταν αξιωθούμε να γνωρίσουμε το Πρόσωπο του, το άκτιστο κάλλος του φωτός της δόξας του. Τότε ο «θείος έρως» που γεννιέται μέσα μας είναι μια δυναμική μεταμορφώσεων της πίστης «από δόξης εις δόξαν» (2 Κορ. 13, 18), μια αδιάκοπη έκπληξη αποκαλύψεων που καταργεί το χρόνο.
Σε οποιαδήποτε βαθμίδα ή στάδιο, η πίστη είναι γεγονός και εμπειρία σχέσης –ένας δρόμος ριζικά διαφορετικός από τη νοητική βεβαιότητα και την «αντικειμενική» γνώση. Αν θέλουμε να γνωρίσουμε τον Θεό της βιβλικής παράδοσης, τον Θεό της Εκκλησίας, πρέπει να τον αναζητήσουμε από το σωστό δρόμο, το δρόμο της πίστης. Οι λογικές «αποδείξεις» για την ύπαρξη του, τα αντικειμενικά επιχειρήματα της Απολογητικής, η ιστορική αξιοπιστία των πηγών της χριστιανικής παράδοσης, μπορούν να είναι χρήσιμα βοηθήματα για να γεννηθεί μέσα μας η ανάγκη της πίστης. Αλλά στην πίστη δεν οδηγούν, ούτε μπορούν να την υποκαταστήσουν.
Όταν η Εκκλησία μάς καλεί στην αλήθεια της, δεν μας προτείνει κάποιες θεωρητικές θέσεις που πρέπει καταρχήν να αποδεχθούμε. Μας καλεί σε μια προσωπική σχέση, σε ένα τρόπο ζωής που συνιστά σχέση με τον Θεό ή οδηγεί προοδευτικά και βιωματικά στη σχέση, μαζί του. Αυτός ο τρόπος μεταμορφώνει τη σύνολη ζωή από ατομική επιβίωση σε γεγονός κοινωνίας. Η Εκκλησία είναι ένα σώμα κοινωνίας, όπου τα μέλη ζουν όχι το καθένα για τον εαυτό του, αλλά το καθένα σε οργανική ενότητα αγάπης με τα υπόλοιπα μέλη και την κεφαλή του σώματος, τον Χριστό. Πιστεύω στην αλήθεια της Εκκλησίας, σημαίνει ότι δέχομαι να ενταχθώ στο «σύνδεσμο της αγάπης» που τη συνιστά, εμπιστεύομαι στην αγάπη των άγιων και του Θεού, και αυτοί με δέχονται με πίστη-εμπιστοσύνη στο πρόσωπο μου.
Φτάνουμε στον Θεό μέσα από ένα τρόπο ζωής, όχι μέσα από ένα τρόπο σκέψης. Τρόπος της ζωής είναι κάθε οργανική λειτουργία αύξησης και ωριμότητας -είναι ο τρόπος λ.χ. που συγκροτεί τη σχέση με τη μητέρα και τον πατέρα μας. Από το θηλασμό και το χάδι και τη στοργή και φροντίδα, ως τη συνειδητή κοινωνία και αποδοχή της αγάπης τους, βλασταίνει σιωπηλά κι ανεπαίσθητα στην ψυχή του παιδιού η πίστη στη μητέρα και τον πατέρα του. Δεν χρειάζεται λογικές αποδείξεις ή θεωρητικές κατοχυρώσεις αυτός ο δεσμός, παρά μόνο αν διαταραχθεί η ίδια η σχέση. Μόνο τότε την πραγματικότητα της ζωής προσπαθούν να υποκαταστήσουν τα επιχειρήματα της σκέψης.
ΠΗΓΗ: http://www.enoriako.info
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου