1. Η πτώση από τη ζωή στην επιβίωση
Ό,τι ονομάζουμε ήθος του ανθρώπου είναι η αναφορά στην υπαρκτική περιπέτεια της ελευθερίας του: Το ήθος φανερώνει αυτό που είναι κατ' αρχήν ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού, δηλαδή ως πρόσωπο, αλλά και αυτό που γίνεται ο άνθρωπος μέσα από την περιπέτεια της ελευθερίας του — ύπαρξη αλλοτριωμένη ή «καθ' ομοίωσιν» του Θεού. Αυτή η θεώρηση του ήθους μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε το πραγματικό περιεχόμενο (περιεχόμενο ζωής και υπαρκτικής εμπειρίας) που έδωσε στην αλήθεια της πτώσης και της αμαρτίας η ορθόδοξη εκκλησιαστική εμπειρία.
Η πτώση του ανθρώπου για την ορθόδοξη εμπειρία είναι γεγονός ελεύθερης παραίτησης του από τη δυνατότητα μετοχής στην «όντως ζωή», δηλαδή στην προσωπική σχέση και αγαπητική κοινωνία — τη μόνη δυνατότητα να είναι ο άνθρωπος ως υπόσταση προσωπικής ετερότητας[1]. Έχει ως αφετηρία η πτώση την ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου να αρνηθεί την προσωπική κοινωνία με τον Θεό, να περιοριστεί στην αυτονομία και αυτοτέλεια της φύσης του.
H βιβλική διήγηση για την πτώση αναφέρεται στην αφετηριακή εκλογή της φυσικής αυτοτέλειας των πρωτόπλαστων ανθρώπων: «Εν η αν ημέρα φάγητε από του καρπού του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, έσεσθε ως θεοί» (Γεν. 3. 5). Αυτή η πρόκληση προβάλλει στον άνθρωπο ως υπαρκτική δυνατότητα την αυτάρκεια και αυτονόμηση της φύσης του: να ορίζει η φύση από μόνη της και να εξαντλεί το γεγονός της ύπαρξης.
Αλλά μια τέτοια «θεοποίηση» της ανθρώπινης φύσης αναιρεί την ίδια την αλήθεια της, είναι ένα «υπαρκτικό ψευδός», μια πλαστή δυνατότητα ζωής. Γιατί η φύση του ανθρώπου είναι κτιστή και θνητή. Μετέχει στο Είναι —στην «όντως ζωή»— μόνο στο ποσοστό που αυθυπερβαίνεται, που υπάρχει ως γεγονός προσωπικής ετερότητας. Ο άνθρωπος είναι, συνιστά υπόσταση ζωής και υπερβαίνει τη θνητότητα και τους περιορισμούς της φύσης του, μόνο στο ποσοστό που πραγματώνει τον προσωπικό τρόπο υπάρξεως του Θεού — τον μόνο τρόπο που υποστασιάζει (κάνει υπόσταση) το Είναι.
Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος αντλεί τη δυνατότητα υποστατικής ταυτότητας (πέρα από χώρο, χρόνο και φυσικούς περιορισμούς) από την προσωπική ύπαρξη του Θεού: είναι η υπαρκτική απάντηση στην πλαστουργό κλήση του Θεού για προσωπική κοινωνία μαζί Του. Από τη στιγμή που το ανθρώπινο πρόσωπο θα αρνηθεί αυτή την κλήση και κοινωνία, δηλαδή την ιδρυτική του προϋπόθεση, από τη στιγμή που θα ζητήσει τη φυσική και υπαρκτική του αυτοτέλεια, αυτοαλλοτριώνεται. Δεν αναιρείται η προσωπική του ύπαρξη, γιατί είναι αυτή ακριβώς που προϋποθέτει την ελευθερία της υπαρκτικής αλλοτρίωσης. Αλλά η προσωπική ανομοιότητα παύει να συγκεφαλαιώνει τις δυνατότητες της φύσης στο υπαρκτικό γεγονός της σχέσης και κοινωνίας που υπερβαίνει τη φύση και ελευθερώνει την ύπαρξη από τη φυσική αναγκαιότητα. Η προσωπική ανομοιότητα εξαντλείται μέσα στα όρια της φύσης ως ατομική αυτοτέλεια που αντιπαρατίθεται στις άλλες ατομικές αυτοτέλειες τεμαχίζοντας τη φύση.
Τεμαχίζεται η φύση σε επιμέρους ατομικά θελήματα που εκφράζουν την ανάγκη και την προσπάθεια της ατομικής ύπαρξης να επιβιώσει ως φυσική αυτοτέλεια· ταυτίζεται η ύπαρξη με την ενστικτώδη, φυσική ανάγκη της αυτονομημένης επιβίωσης. Οι φυσικές ανάγκες της ατομικής ύπαρξης (η διατροφή, η διαιώνιση, η αυτοσυντήρηση) γίνονται αυτοσκοπός, κυριεύουν τον άνθρωπο και καταλήγουν να είναι «πάθη», αφορμές οδύνης και έσχατου πόνου, τελικά αφορμή θανάτου.
2. Η διαιώνιση της πτώσης
Γι' αυτό ο πρώτος τεμαχισμός της φύσης είναι και οριστικός· η πρώτη ελεύθερη εκλογή της ατομικής αυτοτέλειας έχει τελεσίδικα διασπάσει τη φύση, έχει καταδικάσει τη θέληση των υπόλοιπων προσώπων να είναι μόνο μια ατομική θέληση που εκφράζει και επιβάλλει τις αναγκαιότητες της τεμαχισμένης φύσης. Η φυσική ανάγκη για την επιβίωση της ατομικότητας αντιστρατεύεται ή και δεσμεύει την προσωπική ελευθερία και ετερότητα, που μόνο ως αγάπη μπορεί να πραγματωθεί, πέρα από κάθε φυσικό καθορισμό και αναγκαιότητα. Η ελευθερία του προσώπου δεν αναιρείται, μόνο αλλοιώνεται και μεταβάλλεται σε αντιθετική διάσταση με τη φύση, σε αδιάκοπη διπολική αντιθετική φορά, βιώνεται σαν τραγικός διχασμός της ανθρώπινης ύπαρξης: «Βλέπω έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω οντι εν τοις μέλεσί μου» (Ρωμ. 7, 23).
Μετά τον πρώτο τεμαχισμό η φύση αποκτά μια δυναμική φορά να απολυτοποιηθεί ως ατομική αυτοτέλεια. Γιατί η φύση δεν υπάρχει παρά μόνο ως προσωπική υπόσταση, και ο πρώτος άνθρωπος ταύτισε το γεγονός της ύπαρξης όχι με την προσωπική ετερότητα της φυσικής του υπόστασης (που πραγματώνεται ως αγαπητική κοινωνία και σχέση ελεύθερη από φυσικούς προκαθορισμούς), αλλά με την επιβίωση και αυθυπαρξία της φυσικής του υπόστασης. Έτσι, κάθε καινούργιο ανθρώπινο πρόσωπο γεννιέται υποταγμένο στην ανάγκη της ατομικής του φύσης να επιβιώσει ως υπαρκτική αυτοτέλεια· γεννιέται με την καταδίκη να είναι φορέας μιας ατομικής-φυσικής θέλησης υποταγμένης στην απολυτοποιημένη ανάγκη της επιβίωσης.
Γι' αυτό και με κάθε φυσική γέννηση πραγματώνεται εξακολουθητικά και αναπόφευκτα ο τεμαχισμός της φύσης, αφού η κάθε γέννηση είναι προσθήκη μιας ακόμα ατομικής φοράς προς την υπαρκτική αυτοτέλεια μέσα στα όρια της κοινής φύσης. Κάθε ατομικότητα διεκδικεί από τις άλλες ατομικότητες το απόλυτο δικαίωμα να υπάρχει καθεαυτήν: κυριαρχείται από φυσική-ενστικτώδη ανάγκη επιβίωσης, διαιώνισης και επιβολής, γιατί είναι αυτή (η κάθε ατομικότητα) που εξαντλεί τις υπαρκτικές δυνατότητες της φύσης.
Έτσι, αποδεικνύεται αληθινός ο τραγικός λόγος του Σαρτρ «το προπατορικό μου αμάρτημα είναι η ύπαρξη του άλλου»[2]. Ο «άλλος» είναι πάντοτε μια επιβεβαίωση του αναπόφευκτου τεμαχισμού της φύσης, κάθε «άλλος» είναι μια άμεση εμπειρική πιστοποίηση της αδυναμίας του προσώπου να αναιρέσει τη δυναμική φορά κατατεμαχισμού της φύσης σε ατομικές αυτοτέλειες — ο «άλλος» είναι η καταδίκη μου να είμαι φορέας μιας ατομικής-φυσικής θέλησης για επιβίωση. Γιατί αυτή η θέληση δεν είναι καρπός ελευθερίας, αλλά ορμή, ένστικτο και ανάγκη, είναι η υποταγή της προσωπικής ετερότητας στη φυσική απαίτηση επιβίωσης του είδους. Απαίτηση βασανιστική, αφού πραγματώνεται μόνο ως ανταγωνιστική αναμέτρηση με την υπαρκτική αυτοτέλεια των άλλων ατομικοτήτων.
Γι' αυτό και «οι άλλοι είναι η κόλαση», όπως λέει και πάλι ο Σαρτρ στο Κεκλεισμένων των θυρών[3]. Στη γραφίδα του Σαρτρ η έκφραση αυτή σημαίνει φανερά ότι η κόλαση του ανθρώπου δεν είναι μια ατομική τιμωρία που του επιβάλλεται αντικειμενικά. Το στοιχείο του κολασμού στην κόλαση του ανθρώπου είναι οι «άλλοι». Η αποτυχία της προσωπικής ύπαρξης να αποτελέσει οντολογική υπόσταση: η έκπτωσή της σε φυσική ατομικότητα, που διεκδικεί το απόλυτο δικαίωμα να υπάρχει αυτόνομα, την αντιθέτει στις ατομικές φύσεις των «άλλων». Έτσι, ο «άλλος» γίνεται η βεβαίωση της υπαρκτικής μου αποτυχίας, της αδυναμίας μου να υπερβώ τη φυσική μου θέληση, που έχει ταυτιστεί με την αυτοάμυνα του βιολογικού και ψυχολογικού εγώ. Ο «άλλος» είναι η κόλαση γιατί μου αποκαλύπτει βασανιστικά την τραγική καταδίκη της ατομικής μου αυτοτέλειας, την αδυναμία να υπάρξω ελεύθερος από τους φυσικούς προκαθορισμούς αγαπώμενος και αγαπώντας.
Ο Ντοστογιέβσκυ είχε προηγηθεί του Σαρτρ στον ορισμό της κόλασης, μέσα από την ίδια προοπτική, αλλά με πληρέστερη διατύπωση: «Κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς»[4]. Αυτός ο ορισμός σημαίνει ότι οι «άλλοι» είναι μόνο η αφορμή για τη δική μου κόλαση, ενώ η αίτια βρίσκεται στη δική μου αδυναμία σχέσης, στον δικό μου εγκλωβισμό στην εγωκεντρική αυτονομία της ατομικότητας. Γι' αυτό και η κόλαση γίνεται πιο βασανιστική όταν ο «άλλος» δεν είναι μια ατομικότητα σε υπαρκτική απόσταση που μηδενίζει τη δυνατότητα της σχέσης, αλλά είναι ένα Πρόσωπο, που με αγαπητική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά με καλεί στην ύπαρξη και στην «όντως ζωή» της αγάπης, ενώ εγώ επιμένω στην ατομική μου αυτοτέλεια. Η κόλαση είναι ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, ο αυτοεγκλωβισμός του στη βασανιστική στέρηση της ζωής, η θεληματική άρνηση κοινωνίας με τη θεία ερωτική αγαθότητα — την «όντως ζωή».
3. Υπαρκτική «μεταποίηση» της φύσης
Ο εγκλωβισμός στην ατομικότητα είναι η αποτυχία του ανθρώπου να πραγματώσει την προσωπική του ετερότητα ως ελευθερία από τη θνητή φύση. Είναι η έκπτωση του από την πληρότητα ζωής του τριαδικού τρόπου της όντως ύπαρξης, από την προσωπική αλληλοπεριχώρηση και αγαπητική κοινωνία. Αυτή η έκπτωση είναι αμαρτία, δηλαδή αστοχία ως προς την υπαρκτική αλήθεια και γνησιότητα. Η πατερική παράδοση επιμένει σε αυτή την ερμηνεία της αμαρτίας ως αποτυχίας και αστοχίας, απώλειας του «τέλους», του σκοπού ή του στόχου, που είναι για την ανθρώπινη φύση η υπαρκτική της αυθυπέρβαση στο γεγονός της αγάπης. Γράφει χαρακτηριστικά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Η αποτυχία και αδυναμία το κακόν εισάγει, τη στερήσει του κατά φύσιν το παρά φύσιν ποιούσα»[5]. Και άλλου, σχολιάζοντας τον συγγραφέα των Αρεοπαγιτικών Συγγραμμάτων:
«Αμαρτίαν, τουτέστιν ατευξίαν και απόπτωσίν τινα του προσήκοντος, αυτό το της στερήσεως καλεί και άσκοπον, αντί του παρά τον σκοπόν βάλλον, εκ μεταφοράς των τοξευόντων. Του αγαθού και της κατά φύσιν κινήσεως, ήτοι τάξεως, αποτυγχάνοντες, φερόμεθα εις την παρά φύσιν άλογον και παντελά και ανούσιον ανυπαρξίαν»[6].
Οι Πατέρες της εκκλησίας αρνούνται να δουν την αμαρτία υποστατικά, σαν υπόσταση ζωής διαφορετική από τη μόνη ύπαρξη που υποστασιάζει τη ζωή και που είναι η θεία προσωπική αγαθότητα. Η αμαρτία δεν είναι μια φύση, φύση κακή που υπάρχει υποστατικά σαν ένας πόλος ύπαρξης αντίθετος στή θεία ύπαρξη και ζωή της αγάπης. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα στη δημιουργία του Θεού που να είναι υποστατικά και φυσικά κακό, ούτε αυτός ο διάβολος[7]. Η αμαρτία είναι αποτυχία, αποτυχία ως προς την ύπαρξη και τη ζωή, η αποτυχία των προσώπων να πραγματώσουν το υπαρκτικό τους «τέλος», να βεβαιώσουν και να συντηρήσουν τη μοναδικότητα της υπόστασης τους με την αγάπη.
Αυτή η αποτυχία των προσώπων έχει οπωσδήποτε συνέπειες στη φύση του ανθρώπου, αφού αλλοιώνει τη φύση και την τεμαχίζει, μεταθέτει τις υπαρκτικές δυνατότητες της φύσης από την προσωπική ετερότητα και ελευθερία στην ενστικτώδη και απολυτοποιημένη ανάγκη επιβίωσης της ατομικότητας. Αλλά η υπαρκτική «μεταποίηση» της φύσης[8] δεν σημαίνει και την ουσιαστική μεταβολή της σε φύση κακή. Ο άγιος Μάξιμος, για να αποκλείσει μια τέτοια ερμηνεία, φτάνει να χαρακτηρίζει την πτώση της φύσης «αμαρτία αδιάβλητη» σε σχέση με τη διαβλητή αμαρτία της προαίρεσης. Γράφει:
«Φθαρείσα πρότερον του κατά φύσιν λόγου του Αδάμ η προαίρεσις, την φύσιν εαυτή συνέφθειρεν, αποθεμένη της απάθειας την χάριν, και γέγονεν αμαρτία· πρώτη μεν και ευδιάβλητος, η προς κακίαν από του αγαθού της προαιρέσεως έκπτωσις· δευτέρα δε δια την πρώτην, η της φύσεως εξ αφθαρσίας εις φθοράν αδιάβλητος μεταποίησις. Δύο γαρ αμαρτίαι γεγόνασιν εν τω προπάτορι κατά την παράβασιν της θείας εντολής· η μεν διαβεβλημένη· η δε αδιάβλητος, αιτίαν έχουσα την διαβεβλημένην. Και η μεν, προαιρέσεως εκουσίως αποθεμένης το αγαθόν· η δε, φύσεως ακουσίως διά την προαίρεσιν αποθεμένης την αθανασίαν»[9].
Η υπαρκτική «μεταποίηση» της φύσης, η έκπτωση από την «όντως ύπαρξη» της προσωπικής αλληλοπεριχώρησης και αγαπητικής κοινωνίας στη φθορά της αυτονομημένης αλλά θνητής ατομικότητας, είναι έκπτωση από το Είναι — ένα είδος «ανυπαρξίας», όπως είπε σε κάποιο παραπάνω απόσπασμα ο άγιος Μάξιμος. Η αμαρτία είναι ένας τρόπος υπάρξεως «παρά» την ύπαρξη, «παρά φύσιν» (αφού τεμαχίζει και διαστρέφει τη φύση), ένας χωρισμός από το Είναι, αποκλεισμός από τη ζωή.
Ξεκινώντας από μια τέτοια αντίληψη —πραγματική, υπαρκτική— της αμαρτίας, η ορθόδοξη παράδοση της Εκκλησίας αρνήθηκε να εξαντλήσει τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό σε πλαίσια δικανικά, νομικά, αρνήθηκε να δει την αμαρτία σαν ατομική παράβαση ενός δεδομένου απρόσωπου κώδικα συμπεριφοράς που μόνο ψυχολογική ένοχη γεννάει. Ο Θεός της Εκκλησίας, όπως Τον γνώρισε και Τον κήρυξε η ορθόδοξη εμπειρία και παράδοση, δεν είχε ποτέ σχέση με τον Θεό της δικανικής παράδοσης, τον Θεό του Άνσελμου και του Αβελάρδου[10] — δεν κατανοήθηκε ποτέ ως θεάς τιμωρός και τρομοκράτης, πρόξενος ποινών και βασανισμού των ανθρώπων.
Ο Θεός είναι «κριτής» των ανθρώπων όχι με την έννοια του δικαστή που αποφασίζει και επιβάλλει την τιμωρία πιστοποιώντας την παράβαση, άλλα είναι κριτής επειδή είναι αυτός που είναι: η δυνατότητα της ζωής και της αληθινής ύπαρξης. Όταν ο άνθρωπος αποκόβεται εκούσια από την υπαρκτική αυτή δυνατότητα, αυτόματα «κρίνεται». Δεν είναι η απόφαση, αλλά η ύπαρξη του Θεού που τον κρίνει. Ο Θεός είναι μόνο ένα οντολογικό γεγονός αγάπης και μια έκχυση αγάπης, ένα «πλήθος χρηστότητος», μια παραφορά ερωτικής αγαθότητας.
Επειδή όμως είναι Αυτός η «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξη, η υπόσταση της ζωής, υπόσταση προσωπικής ετερότητας, ελευθερίας από κάθε περιορισμό της ύπαρξης, και επειδή ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ' εικόνα» δική Του, γι' αυτό η παρουσία του Θεού είναι κριτική για τον άνθρωπο:
«Θεός εις υπάρχουσα [η αγία και ομοούσιος Τριάς] κατά φύσιν δημιουργός, προνοητική τε και κριτική των υπ' αυτού πεποιημένων· κοινόν γάρ Πατρός και Υίου και Αγίου Πνεύματος, ώσπερ το δημιουργείν, ούτω δή και το κρίνειν και των πεποιημένων σαφώς προνοείν»[11].
Επιτελώντας την αμαρτία, ο άνθρωπος «ήδη κέκριται»: «αύτη δε εστιν η κρίσις, ότι ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως»[12]. Ο άνθρωπος κρίνεται με τα μέτρα της ζωής και της ύπαρξης από την οποία αυτοαποκλείεται. Η αμαρτία είναι μια αυτοκατάκριση και αυτοτιμωρία, που ελεύθερα την επιλέγει ο άνθρωπος όταν αρνείται να είναι προσωπική υπόσταση κοινωνίας με τον Θεό και προτιμάει τη «μεταποίηση» της ύπαρξης του: τον τεμαχισμό της φύσης του σε οντικές ατομικότητες — τη φθορά και τον θάνατο.
4. «Πέρα από το καλό και το κακό»
Έτσι, η ηθική αντίληψη που πηγάζει από την ερμηνεία της αμαρτίας ως αποτυχίας και αστοχίας δεν είναι η συμβατική κοινωνική αντίληψη του «καλού» και του «κακού», της αξιομισθίας ή της τιμωρίας, αλλά το δίλημμα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο[13], στην υπαρκτική αλήθεια και γνησιότητα ή στην υπαρκτική στέρηση και φθορά. Η Ηθική της Εκκλησίας είναι «πέρα από το καλό και το κακό», αναφέρεται σε πραγματικότητες οντολογικές και όχι σε αγιολογικές κατηγορίες. Το καλό και το κακό είναι κατηγορίες συμβατικές. Λέει ο άγιος Μάξιμος:
«Γνώτε ότι το απλώς λεγόμενον κακόν, ου πάντως κακόν· αλλά προς τι μεν κακόν, προς τι δε ου κακόν. Ωσαύτως και το απλώς λεγομενον καλόν, ου πάντως καλόν, αλλά προς τι μεν καλόν, προς τι δε ου καλόν»[14].
Η Ηθική της Εκκλησίας δεν έχει σχέση με αυτή την ουσιαστική απροσδιοριστία του καλού και του κακού, που μόνο συμβατικές καταλήξεις και διαμορφώσεις μπορεί να έχει. Αποκλείει την αξιολογική σχετικότητα, δεν αναφέρεται σε καμία εθιμική ή συνειδητή σύμβαση που να επιτρέπει αντικειμενικές αξιολογήσεις και δικανικές σταθμίσεις. Η Ηθική της Εκκλησίας «κρίνει» τον άνθρωπο αποκαλύπτοντας την εικόνα του Θεού στο ανθρώπινο πρόσωπο, διαστέλλοντας την ύπαρξη και τη ζωή από την εφήμερη επιβίωση και την ψευδαίσθηση της αυθυπαρξίας.
Η Εκκλησία αποβλέπει στην ελευθερία του ήθους από σχηματικές διαβαθμίσεις και χρησιμοθηρικούς προκαθορισμούς. Σκοπεύει στο ήθος της προσωπικής ετερότητας, της υπαρκτικής ελευθερίας: Όχι να «βελτιωθούν» απλώς οι χαρακτήρες και τα «ήθη» της κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά να αποκατασταθεί ο άνθρωπος στο πλήρωμα της ζωής και της ύπαρξης υπερβαίνοντας τη φθορά και τον θάνατο της κτίστης φύσης του.
Για να πραγματωθεί αυτή η αποκατάσταση, πρέπει να συμβεί στον άνθρωπο μια υπαρκτική αλλαγή —αλλαγή του τρόπον της υπάρξεως—, και σε αυτήν αποβλέπει η Ηθική της Εκκλησίας. Πρέπει να αρνηθεί ο άνθρωπος την εγκύστωσή του στην ατομικότητα, που την αντιπαρατάσσει ως εγώ στις ατομικές φύσεις των άλλων. Να ελευθερωθεί από τις απολυτοποιημένες απαιτήσεις, επιθυμίες και αναγκαιότητες της ατομικής του φύσης, που τον δεσμεύουν στην απρόσωπη επιβίωση του είδους. Μόνο με αυτή την απελευθέρωση από την υπαρκτικά αυτονομημένη φυσική αναγκαιότητα μπορεί να υπάρξει ο άνθρωπος ως προσωπική ετερότητα, πραγματώνοντας τη ζωή της αγάπης — δηλαδή ενοποιώντας τη φύση στο υπαρκτικό γεγονός της αυθυπέρβασής της, που είναι η αλληλοπεριχώρηση και κοινωνία των προσώπων.
Μόνο από αυτή την οδό της ελευθερίας μπορεί να κατορθώσει ο άνθρωπος την ομοίωση του με τον Θεό: να αποτελέσει και η δική του φύση γεγονός ζωής και υπαρκτικής πληρότητας, γεγονός ενότητας και κοινωνίας υποστάσεων ελεύθερων από τη φθορά και τον θάνατο. Αλλά αυτή η υπαρκτική αλλαγή της «μεταποιημένης» από την πτώση ανθρώπινης φύσης ξεπερνάει τις δυνατότητες του ανθρώπου της πτώσης. Είναι κατ' αρχήν έργο του Γενάρχη μιας καινούργιας ανθρωπότητας, του δεύτερου Αδάμ, του Χρίστου, που συγκεφαλαίωσε στο Πρόσωπο Του και ανέπλασε την καθολική φύση, τον τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου. Είναι η υπαρκτική πραγματικότητα της «καινής κτίσεως» του σώματος Του, της Εκκλησίας. Σε αυτή την «ανακαίνιση» της ανθρώπινης φύσης από τον Χριστό θα επανέλθουμε παρακάτω.
5. Το ψυχολογικό σύμπλεγμα της ενοχής
Εδώ ας παρεμβάλουμε μόνο μία συμπληρωματική παρατήρηση: Πόσο λυτρωτική είναι για τον άνθρωπο —και ξεχωριστά για τον σημερινό άνθρωπο της μετά τον Φρόυντ εποχής— η ταύτιση της αμαρτίας όχι με την παράβαση και την ενοχή, αλλά με την αποτυχία και αστοχία. Η αντίληψη που καλλιεργήθηκε σε χριστιανικά περιβάλλοντα και που ταύτισε την αμαρτία με τη νομική παράβαση, όπως και τη σωτηρία με την ατομική δικαίωση και εξιλέωση, συνέδεσε στις ανθρώπινες συνειδήσεις τη χριστιανική Ηθική με ένα πλήθος αδιέξοδων ψυχολογικών συμπλεγμάτων. Η προσπάθεια για ατομική δικαίωση και εξιλέωση όχι μόνο αφήνει τον άνθρωπο αλύτρωτο στην αυτονομημένη του ατομικότητα, χωρισμένον από τη δυνατότητα της ζωής που είναι η υπαρκτική ελευθερία της αγάπης, αλλά εμφανίζεται συχνά και ως αρρωστημένος εγκλωβισμός στο ψυχολογικό «υπερεγώ» ή ως σχιζοφρενική διάσπαση του εγώ ανάμεσα στην πραγματικότητα της ζωής και σε ένα αφηρημένο αξιολογικό «δέον».
Ένα πλήθος εκδηλώσεις της κοινωνικής και ατομικής ζωής του σύγχρονου ανθρώπου —τάσεις και κινήματα στον χώρο της ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, φιλοσοφίας, αλλά και της τέχνης, της μόδας και των ηθών— μοιάζουν με προσπάθεια του ανθρώπου να αποτινάξει τη δουλεία του στην ψυχολογική καταπίεση των συμπλεγμάτων ένοχης που του δημιούργησε η νομική αντίληψη της αμαρτίας[15]. Ό,τι χαρακτηρίζουμε «ηθική κρίση» των καιρών μας μοιάζει συχνά με απεγνωσμένη προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να αμφισβητήσει ή να αρνηθεί τα αξιολογικά σχήματα της συμβατικής Ηθικής — μιας Ηθικής που είναι άσχετη με το υπαρκτικό του πρόβλημα και την τραγική περιπέτεια της ελευθερίας του. Μοιάζει η «ηθική κρίση» με προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να αυτοβεβαιώσει την ετερότητα και την ελευθερία του υπερβαίνοντας τις απρόσωπες νομικές δεσμεύσεις και τους χρησιμοθηρικούς κανόνες συμπεριφοράς, να μη φοβηθεί την αλήθεια της πτώσης του, ακόμα και την έσχατη αλλοτρίωση του προσώπου του. Είναι, ίσως, προσπάθεια να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τη σχετικότητα του καλού και του κακού, από το ψεύτικο «υπερεγώ» της κοινωνικής ευπρέπειας, τελικά από τον ψευτοχριστιανικό ιδεαλισμό, τον πλαστό εκείνο «αγγελισμό» των συμβατικών σχημάτων της αξιοκρατικής «Ηθικής».
Αυτή η αναζήτηση και προσπάθεια του ανθρώπου να δει καταπρόσωπο την αλήθεια του, οποιαδήποτε και αν είναι, η άρνηση του να κρύψει ή να εξωραΐσει την πραγματικότητα της αποτυχίας του από φόβο και νομική ενοχή, αντιπροσωπεύει μια στάση ζωής όχι ολότελα άσχετη με τις βιωματικές προϋποθέσεις για την κατανόηση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής Ηθικής. Ο εγωκεντρικός φόβος για την παράβαση ή ο εξωραϊσμός της αμαρτίας και ο συμβιβασμός μαζί της —προεκτάσεις και συνέπειες του ψυχολογικού συμπλέγματος της ένοχης— δεν βρίσκουν έδαφος στο πνευματικό κλίμα αυτής της Ηθικής. Αντίθετα, η συνειδητοποίηση της αμαρτίας, υπαρκτικής αποτυχίας και αστοχίας, μπορεί να οδηγήσει με τα μέτρα της Εκκλησίας στην επίγνωση της ανθρώπινης ανεπάρκειας και στην αναζήτηση της Χάρης του Θεού — της ζωής που χαρίζεται στον άνθρωπο ως δυνατότητα μετοχής στην κοινωνία και σχέση με τον Θεό.
Στην αμαρτία του ανθρώπου, στην αποτυχία του να είναι αυτό που έχει κληθεί να είναι, η Εκκλησία βλέπει μια βεβαίωση της αλήθειας του προσώπου: τη δυνατότητα του ανθρώπου να λέει όχι ακόμα και στη ζωή και στην ίδια την ύπαρξη, να λέει όχι στον Θεό, που μόνο η σχέση και κοινωνία μαζί Του κάνει την ύπαρξη υπόσταση ζωής. Στην αμαρτία του ανθρώπου βλέπει η Εκκλησία την τραγική περιπέτεια της ανθρώπινης ελευθερίας, δηλαδή το ανθρώπινο ήθος στην πραγματική-οντολογική του αλήθεια. Το ήθος του ανθρώπου το βλέπει στην αμαρτία (πραγματική εκτροπή) και στη θέωση (πραγμάτωση του τριαδικού τρόπου της υπάρξεως μέσα στην Εκκλησία). Δεν υπάρχουν αφηρημένες θεωρητικές «αρχές» και συμβατικά νομικά «αξιώματα» στην Ηθική της Εκκλησίας, καμιά απρόσωπη προστακτική. Η βάση αυτής της Ηθικής είναι το ανθρώπινο πρόσωπο, και πρόσωπο σημαίνει μιαν αδιάκοπη διακινδύνευση, σημαίνει ελευθερία από κάθε αντικειμενοποίηση, σημαίνει τη δυναμική του θανάτου και της ανάστασης.
6. Η δυναμική της μετάνοιας
Η αμαρτία είναι το μέτρο για την επίγνωση του χωρισμού από τον Θεό, του χωρισμού από τη ζωή — μέτρο συνειδητοποίησης του θανάτου. Και μόνο με τη συνειδητή εμπειρία του θανάτου μπορεί να προσεγγίσει ο άνθρωπος την αποκάλυψη της ζωής, τη δυνατότητα της συνανάστασης με τον Χριστό. Έτσι, η αμαρτία γίνεται αφετηρία και προϋπόθεση της μετάνοιας. Η λέξη σημαίνει την «αλλαγή του νου», δηλαδή της εκδοχής του πραγματικού και υπαρκτού — του προσανατολισμού της ύπαρξης και όχι απλώς της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Η μετάνοια είναι επίγνωση ανεπάρκειας της ατομικής αυτοτέλειας, αναζήτηση της ζωής στην προσωπική σχέση με τον Θεό, δίψα προσωπικής κοινωνίας μαζί Του.
Η μεταποίηση της αμαρτίας σε μετάνοια, της υπαρκτικής αποτυχίας σε πληρότητα ζωής, να ποιο είναι πραγματικά το «ευαγγέλιο» της Εκκλησίας, το χαρούμενο μήνυμα της. Και αυτό το μήνυμα δεν είναι απλή επαγγελία, αλλά συγκεκριμένο γεγονός με ιστορική σάρκα, είναι το σώμα της Εκκλησίας — «σώμα Χρίστου». Ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, τη φύση της φθοράς, της αμαρτίας και του θανάτου, και τη ζωοποίησε: της έδωσε και πάλι τη δυνατότητα να αποτελέσει υπόσταση ζωής αιωνίου, να μετάσχει στη ζωή του Θεού.
Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από τον Χριστό είναι το γεγονός που συνιστά την Εκκλησία· είμαστε όλοι όσοι αποτελούμε το σώμα της, φορτωμένοι την καθημερινή μας αποτυχία, που μας προσλαμβάνει ο Χριστός και μας αναδεικνύει μετόχους της ζωής Του, του δικού Του τρόπου της υπάρξεως. Οι συνέπειες της ανταρσίας του προπάτορα αίρονται από τη στιγμή που η υπαρκτικά αυτονομημένη φύση ενώθηκε υποστατικά με τον Θεό. Τώρα πια στα όρια της τεμαχισμένης φύσης υπάρχει ένα Πρόσωπο που συνιστά υπόσταση ζωής, το Πρόσωπο του Χρίστου. Και το Πρόσωπο αυτό γίνεται άξονας για να «συναχθούν εις εν τα πριν διεσκορπισμένα τέκνα του Θεού»[16]: να αποτελέσουν ζωτική ενότητα προσωπικής αλληλοπεριχώρησης και αγάπης οι πριν αυτονομημένες ατομικότητες.
Τη μετοχή στο θεανθρώπινο σώμα του Χριστού, στην υπαρκτική ενότητα της κοινωνίας των άγιων, δεν την εξασφαλίζει η ατομική αξιομισθία, οι αντικειμενικά αναγνωρισμένες «αρετές» του ατόμου, αλλά η μετάνοια, η καινούργια στάση της εμπιστοσύνης στον Θεό, η ανάθεση ολόκληρης της ζωής του πιστού —της αποτυχημένης και αμαρτωλής ζωής του— στον Χριστό, μέσα από την Εκκλησία. Η μετάνοια δεν σημαίνει απλώς τη «βελτίωση» ή και «τελειοποίηση» της ατομικής συμπεριφοράς, των ατομικών ψυχολογικών αισθημάτων, την ισχυροποίηση της ατομικής θέλησης. Όλα αυτά μπορεί να συμβούν και όμως ο άνθρωπος να παραμένει δέσμιος στην αυτονομημένη ατομικότητα του, ανίκανος να αγαπήσει, να μετάσχει στην κοινωνία της αγάπης, που είναι η αληθινή ζωή.
Η μετάνοια είναι αλλαγή του τρόπου της υπάρξεως: Ο άνθρωπος παύει να εμπιστεύεται την ατομικότητα του· συνειδητοποιεί πως το να υπάρχει ως ατομικότητα (έστω και ως ενάρετη ατομικότητα) δεν τον σώζει από τη φθορά και τον θάνατο, από τη βασανιστική υπαρκτική του δίψα για ζωή. Γι’ αυτό και καταφεύγει στην Εκκλησία, όπου υπάρχει αγαπώντας και αγαπώμενος. Τον αγαπούν οι άγιοι, του δίνουν «όνομα» προσωπικής ετερότητας και τον προσλαμβάνουν στην κοινωνία της αγάπης τους παρά την αμαρτωλότητά του. Και ο ίδιος προσπαθεί να αγαπάει τους άλλους παρά την αμαρτωλότητά τους, να ζει ελεύθερος από τις αναγκαιότητες της θνητής του φύσης. Αγωνίζεται να νικήσει τις ατομικές του αντιστάσεις, τα ατομικά του θελήματα και τις αυτονομημένες ορμές του, όχι για να «βελτιωθεί» ατομικά, αλλά για να ανταποκριθεί στον «μανικό έρωτα» του Χρίστου και των αγίων, στις προϋποθέσεις της προσωπικής ζωής και όχι της φυσικής επιβίωσης.
Έτσι, ο Χριστιανός δεν φοβάται την αμαρτία με τον ψυχολογικό φόβο της ατομικής ενοχής, με τη συμπλεγματική κατάθλιψη για την ατομική παράβαση, που μειώνει την «ηθική άξια» του ατόμου του. Ξέρει ότι ο Χριστός, η Θεοτόκος και οι άγιοι τον αγαπούν παρόλο που είναι αμαρτωλός — ο Χριστός τον αγάπησε στην αμαρτωλότητά του «μέχρι θανάτου σταυρού». Ξέρει ότι μέσα στην Εκκλησία η αμαρτία του γίνεται αφετηρία για να βιώσει το θαύμα της σωτηρίας του από τον Χριστό· ξέρει ότι η ανθρώπινη πραγματικότητα και στις πιο «ενάρετες» φάσεις της είναι όλη αμαρτία —αποτυχία και αστοχία— και «μόνος ο Χριστός εκτός αμαρτίας υπάρχει». Φοβάται την αμαρτία μόνο ως στέρηση της δυνατότητας να ανταποκριθεί στην αγάπη του Χριστού. Αλλά ένας τέτοιος «φόβος» είναι κιόλας ένα πρώτο βήμα αγάπης.
7. Σπουδή ελευθερίας
Και αφού ο λόγος για τη δυναμική «μεταποίηση» της αμαρτία, σε μετάνοια, πρέπει να θυμηθούμε τους μεγάλους πνευματικούς οδηγούς της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης, τους σοφούς των ερήμων, με την ισόβια σπουδή και διερεύνηση των αβύσσων της ανθρώπινης αμαρτίας και την εκπληκτική τους κατάφαση στην αλήθεια του ανθρώπου, στην άρνηση των συμβατικών εξωραϊσμών και των ψευδαισθήσεων της αντικειμενικής «αρετής».
Η ανάγκη να δει ο άνθρωπος καταπρόσωπο την πτώση του, την υπαρκτική του αποτυχία και αστοχία, είναι μια βασική αρχή του ορθόδοξου μοναχισμού, είναι προϋπόθεση για τον «φιλόσοφο βίο» της μετάνοιας. Όπως ο βυζαντινός αγιογράφος, για να φτάσει να «ιστορήσει» Εικόνες, περνούσε μια μακρά περίοδο ζωγραφικής σπουδής της φυσικής πραγματικότητας, έτσι και ο μοναχός, αλλά και κάθε πιστός, οφείλει να σπουδάσει τη φύση του, τις φανερές και κρυμμένες αντιστάσεις της αυτονομημένης φυσικής του ατομικότητας, για να φτάσει να υπερβεί τη φύση και να πραγματώσει την εικόνα του Θεού στο πρόσωπο του. Η μετάνοια δεν συμβιβάζεται με ιδεαλιστικές ψευδαισθήσεις και ουτοπικούς εξωραϊσμούς. Η πιστότητα στο φυσικό είναι προϋπόθεση για τη μεταμόρφωση του.
«Καθαρός εστι τον νουν, ουχ ο μη γινώσκων το κακόν, επεί κτηνώδης έσται», λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος[17]. Η γνώση του κακού είναι η γνώση της πτώσης του ανθρώπου· κάθε επιδίωξη αρετής που αγνοεί αυτή την πραγματικότητα καταλήγει σε πλαστότητα και διαστροφή ή στην ηθική ουδετερότητα των άλογων ζώων — και υπάρχουν πολλές μορφές ασυνείδητης και «ιδεαλιστικής» ή «αποπνευματωμένης» κτηνωδίας.
Η επίγνωση της αμαρτίας είναι μια πραγματική αφετηρία για να αναζητήσει ο άνθρωπος λύσεις και απαντήσεις ζωής στην αλήθεια του Θεού. «Αιτήσωμεν οι εμπαθείς επιμόνως τον Κύριον», γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «πάντες γάρ οι απαθείς εξ εμπαθείας εις απάθειαν προέκοψαν»[18]. Η υποταγή στον ζυγό των παθών δεν αποκλείει τη μετάνοια· αντίθετα, η γεύση της εμπάθειας ή και η δουλεία στην εμπάθεια της φύσης είναι μια δυνατότητα να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος την τραγικότητα της αλλοτρίωσης του προσώπου του, τις ποικίλες μορφές τυραννίας του φυσικού θελήματος. Και αυτή η σωστή γνώση και σπουδή της επαναστατημένης φύσης, όταν οδηγήσει στη μετάνοια, μεταμορφώνεται σε πλούτο ανθρωπογνωσίας και «διακρίσεως», που καταξιώνεται στη διακονία της αγάπης. Γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και πάλι:
«Θαρσείτωσαν οι τεταπεινωμένοι εμπαθείς· ει γάρ και εν πασι τοις βοθύνοις πέσωσι, και εν πάσαις ταις παγίσι βροχισθώσι, και πασαν νόσον νοσήσουσιν, αλλά γε μετά την υγείαν πάσιν ιατροί και φωστήρες και λύχνοι και κυβερνήται γενήσωνται, εκάστης νόσου τους τρόπους διδάσκοντες, και τους μέλλοντας πίπτειν εκ της οικείας δια-σώζοντες πείρας»[19].
Η διακριτική σκέψη των Πατέρων της Ανατολής αναγνωρίζει κάποτε, ακόμα και στις έσχατες μορφές της ανθρώπινης πτώσης, την παραστρατημένη δίψα της ζωής και της πληρότητας του ανθρώπινου προσώπου. Διαβάζουμε στις Άρεοπαγιτικές Συγγραφές:
«Ο ακόλαστος, ει και εστέρηται ταγαθού κατά την άλογον έπιθυμίαν, εν τούτω μεν ούτε εστίν, ούτε όντως επιθυμεί, μετέχει δ' όμως ταγαθού κατ’ αυτό το της ενώσεως και φιλίας αμυδρόν απήχημα. [...] Και αυτός ο της χειρίστης ζωής εφιέμενος, ως όλως ζωής εφιέμενος, και της αρίστης αυτώ δοκούσης, κατ’ αυτό το εφίεσθαι, και ζωής εφίεσθαι, και προς αρίστην ζωήν αποσκοπείν, μετέχει ταγαθού»[20].
Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, η δυναμική της ζωής που συνιστά το ανθρώπινο πρόσωπο, δεν εξαλείφεται όσο και αν αχρειωθεί το αρχέγονο κάλλος της αγαπητικής ετερότητας και ελευθερίας. Η αλήθεια της Εκκλησίας φωτίζει τον Άδη της ανθρώπινης αποτυχίας και αστοχίας, για να δείξει στον άνθρωπο ότι ακόμα και οι ακόρεστες ορμές από τις οποίες πάσχει η ύπαρξή του —τα πάθη της αυτονομημένης ηδονής— είναι σημάδια της αλλοτριωμένης προσωπικής έφεσης για μετοχή στην όντως ζωή, σημάδια που μαρτυρούν την ευγένεια της καταγωγής του.
Αυτή η παρατήρηση θα μπορούσε να συμπληρωθεί και από ένα ακόμα απόσπασμα του Ιωάννου της Κλίμακος, ο οποίος βλέπει στο αυτονομημένο σαρκικό πάθος την ίδια φορά της αγαπητικής δύναμης που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο, μέσα από τη μετάνοια, στον άπληστο έρωτα για τον Θεό. Λέει:
«Είδον ακαθάρτους ψυχάς περί έρωτας σωμάτων εμμανώς διακειμένας· και δη αύται σκήψιν μετανοίας προσλαβόμεναι εκ πείρας έρωτος τον αυτόν προς Κύριον μετενηνόχασιν έρωτα· και πάντα φόβον ευθύς υπερπηδήσασαι, απλήστως εις αγάπην Θεού ενεκεντρίσθησαν· δια τούτο και ο Κύριος τη σώφρονι εκείνη πόρνη ου λέγει ότι εφοβήθη, αλλ' ότι ηγάπησε πολύ, και ηδυνήθη ευχερώς έρωτι έρωτα διακρούσασθαι»[21].
8. Αναμέτρηση ελευθερίας και αγάπης
Μέσα στην Εκκλησία ο συμπλεγματικός φόβος της αμαρτίας (η εγωκεντρική φοβία για τον αξιολογικό υποβιβασμό της ατομικότητας), παράγωγο της νομικής-δικαστικής αντίληψης για τη σχέση ανθρώπου και Θεού, μετασκευάζεται σε αγάπη και έρωτα για τον Χριστό, παράγωγο της προσωπικής εμπιστοσύνης στη φιλανθρωπία και στη Χάρη Του. Η βάση της Ηθικής της Εκκλησίας είναι η ίδια η βάση της πίστης και της ζωής της: η ταύτιση της ζωής και της ύπαρξης με το γεγονός της προσωπικής κοινωνίας. Η Ηθική της Εκκλησίας είναι η Ηθική της προσωπικής ετερότητας και ελευθερίας, γιατί και η αλήθεια της είναι η αλήθεια των προσώπων — η μόνη πραγματικότητα που συνιστά το Είναι.
Ακόμα και στην έσχατη πτώση και υπαρκτική του αλλοτρίωση ο άνθρωπος παραμένει πρόσωπο, σαρκώνει την τρομακτική δυνατότητα να αναμετριέται με τον Θεό, να αντιθέτει στην άβυσσο της θείας αγάπης τον ίλιγγο της δικής του ανταρσίας και άρνησης. «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;» — είναι ο στίχος από ένα τροπάριο της Μεγάλης Τρίτης, γνωστό στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως τροπάριο της μοναχής Κασσιανής, στο όποιο η πόρνη που έπλυνε τα πόδια του Χρίστου Του απευθύνει τα λόγια της φοβερής αυτής αναμέτρησης. Η ίδια ανεξιχνίαστη αμετρία σε δύο αβυσσαλέα μεγέθη: στην αμαρτία του ανθρώπου και στο έλεος του Θεού — τα αδιάστατα όρια της αλήθειας του προσωπικού Θεού και του ανθρώπινου προσώπου αποκαλυπτόμενα μέσα από το γεγονός της μετάνοιας. Είναι ανεπανάληπτο το σχόλιο του Πάστερνακ στον παραπάνω στίχο: «Τι συντομία, τι ισοτιμία Θεού και ζωής, Θεού και προσωπικότητας, Θεού και γυναίκας!»[22]
Η επίγνωση της αμαρτίας μπορεί να αποκαλύψει στον άνθρωπο τις υπαρκτικές διαστάσεις του προσώπου του το ίδιο απεριόριστες όσο και το άμετρο βάθος του μυστηρίου της θείας ζωής. Αλλά αυτό που συχνά εμείς θεωρούμε αμαρτία είναι η δεμένη με κοινωνικές συμβατικότητες νομική και ψυχολογική συνείδηση ένοχης, η αίσθηση της παράβασης κάποιου Νόμου, που αφήνει μέσα μας μάλλον αναπάντητο το ερώτημα: Ποιος και με ποιαν αυθεντία τον όρισε; Ή, ακόμα συχνότερα, μεταθέτουμε την πραγματικότητα της αμαρτίας στις περιπτώσεις αδικημάτων που ξεπερνάνε τον μέσο όρο της αστικής ευπρέπειας — στα κακουργήματα, στον βασανισμό ανθρώπου από άνθρωπο, στις κραυγαλέα άδικες μεταχειρίσεις. Αυτή η μετάθεση εξασφαλίζει μια συνείδηση περίπου αναμαρτησίας στους περισσότερους. Αν προσθέσει κανείς και την προτεραιότητα που έχει στον άνθρωπο του καιρού μας η λογική αμφισβήτηση των καθιερωμένων, η ευκολία ερμηνείας των παραδεδομένων «αξιών» σαν κοινωνικών προκαταλήψεων, τότε από την αμαρτία δεν έχει απομείνει παρά η εντύπωση μιας δεσμευτικής αναστολής ή και συμπλέγματος από τα οποία ο άνθρωπος πρέπει οπωσδήποτε να ελευθερωθεί.
Αλλά να που η Εκκλησία περιπλέκει την απλουστευμένη ερμηνευτική μας αναδεικνύοντας την αμαρτία σε υπαρκτικό μέγεθος αντίστοιχο με την άβυσσο της θείας ζωής. Αυτή είναι μια άλλη θεώρηση της αμαρτίας, απρόσιτη στις κοινωνικές και αντικειμενικές μας μετρήσεις. Είναι η αμαρτία η μεταποιημένη σε μετάνοια, η αποτυχία του ανθρώπου η μετρημένη με το μέγεθος της αυθεντικής του ύπαρξης, της προσωπικής του αλήθειας, που είναι εικόνα της αλήθειας του προσωπικού Θεού.
9. Το «Ευαγγέλιο» της ελπίδας
Τονίστηκε στις προηγούμενες σελίδες: Για την Εκκλησία η αμαρτία δεν είναι νομικό, είναι υπαρκτικό γεγονός. Δεν είναι απλή παράβαση, αλλά η έμπρακτη άρνηση του ανθρώπου να είναι αυτό που «κατ' αλήθειαν» είναι: Εικόνα και «δόξα» —δηλαδή φανέρωση— του Θεού. Ο άνθρωπος αρνείται να είναι πρόσωπο, σε σχέση και κοινωνία με τον προσωπικό Θεό και τα πρόσωπα των συνανθρώπων του. Και δεν πρόκειται εδώ για άρνηση των κοινωνικών κατηγοριών του «αλτρουισμού» και της «φιλαλληλίας», αλλά για οχύρωση του ανθρώπου στη βιολογική και ψυχολογική του ατομικότητα, που είναι «παρά φύσιν» τρόπος υπάρξεως, αλλοίωση της υπαρκτικής του αλήθειας, αναίρεση του Τριαδικού Πρωτοτύπου της φύσεως του. Και η υπαρκτική αλλοίωση σημαίνει αναπόφευκτα φυσική αποργάνωση, φθορά και θάνατο. Πιστεύει ο άνθρωπος πως μάχεται τη φθορά και τον θάνατο γαντζωμένος απεγνωσμένα στην προσπάθεια για ατομική εξασφάλιση, εξασφάλιση ευζωίας, κοινωνικής επιβολής, ηθικής αναγνώρισης. Και δεν κατορθώνει παρά να επιτείνει τη διάλυση της ύπαρξης του, μέσα στον παραλογισμό και στη μοναξιά της εγωιστικής αντιδικίας.
Το ξεστόχισμα του ανθρώπου από την αληθινή του ύπαρξη, η αμαρτία του, είναι ωστόσο η φανέρωση μιας προσωπικής του δυνατότητας. Αν η προσωπική ολοκλήρωση του ανθρώπου αντιπροσωπεύει ένα δυναμικό μέγεθος ζωής απεριόριστο, μιαν «ατέλεστη τελειότητα» —τη φανέρωση και πραγμάτωση της θείας Εικόνας—, ταυτόχρονα η «παρά φύσιν» ατομικότητα είναι και αυτή μια δυνατότητα του ανθρώπου που αποδεικνύεται υπαρκτικό μέγεθος εξίσου απεριόριστο, μια αρνητική μέτρηση της θείας Εικόνας. Το ναι ή το όχι του ανθρώπου στην υπαρκτική του γνησιότητα είναι φανέρωση του άπειρου δυναμικού μεγέθους της προσωπικής του σχέσης ή της ατομικής του απόστασης από τον Θεό. Έτσι, οι καθημερινές του αμαρτίες, αστοχίες ως προς το «τέλος» της προσωπικής του ολοκλήρωσης, δεν είναι σφάλματα ή παραβάσεις καθιερωμένων συμβάσεων. Είναι δυναμικές αποκαλύψεις της απόστασης που χωρίζει (τροπικά και όχι τοπικά) τον άνθρωπο από τον Θεό, ενδεχόμενες φανερώσεις της αυτοκαταδίκης του ανθρώπου σε αποκλεισμό από την «όντως ζωή».
Διατυπωμένα όλα αυτά με θεωρητικές αντικειμενικές εκφράσεις, μένουν αδιάφορα αν δεν ζωοποιηθούν από την εμπειρία της μετάνοιας, αν δεν σαρκωθούν σε μια προσωπική περιπέτεια. Ψηλαφώντας εμπειρικά και άμεσα τον απύθμενο βυθό της ανθρώπινης αποτυχίας, συνειδητοποιεί ο πιστός το μέγεθος των δυνατοτήτων της αγάπης. Και τολμάει το άλμα της μετάνοιας. Για να συναντήσει την απόλυτη αποδοχή στην αμετρία της θείας φιλανθρωπίας: «Ο εγνωκώς της ανθρωπίνης φύσεως την ασθένειαν, ούτος είληφε πείραν της θείας δυνάμεως», λέει ο άγιος Μάξιμος ο Όμολογητής[23]. Η σωτηρία είναι συνάρτηση άπειρων μεγεθών. Μόνο στα δικά της όρια «άβυσσος άβυσσον επικαλείται».
Το μήνυμα που έχει να φέρει η Εκκλησία στον σημερινό συγκεκριμένα άνθρωπο, τον τραυματισμένο και εξουθενωμένο από τον «τρομοκράτη» Θεό της δικανικής Ηθικής, είναι αυτό ακριβώς: Να τον βεβαιώσει ότι αυτό που ζητάει ουσιαστικά ο Θεός από τον άνθρωπο δεν είναι ούτε τα ατομικά κατορθώματα ούτε οι αξιομισθίες, αλλά μια κραυγή εμπιστοσύνης και αγάπης από τα βάθη της αβύσσου μας. Ή ακόμα, ίσως, μια στιγμή ανάνηψης και αγωνίας μέσα από τον κλειστό και καλοασφαλισμένο υποκειμενισμό της ευτυχίας μας.
Το μήνυμα είναι άμεσο μέσα από κάθε φάση της ζωής της Εκκλησίας: αδιάκοπα ανοιχτή πρόσκληση, ελπίδα και παράκληση του ανθρώπου που έφτασε να δει μέσα του την αβυσσαλέα στέρηση της ζωής. Είναι το μήνυμα που τόσο θαυμαστά συγκεφαλαιώνει ο Ντοστογιέβσκυ στον μονόλογο του Μαρμελάντοφ —στο Έγκλημα και τιμωρία— όταν σκέφτεται τη μέλλουσα κρίση:
«Και τότε ο Χριστός θα μας πει: Ελάτε και σεις. Όλοι εσείς, εσείς οι μέθυσοι, εσείς οι αδύνατοι, εσείς οι ακόλαστοι. [...] Και θα μας πει: Όντα άθλια, γίνατε σύμμορφοι με την εικόνα του θηρίου και έχετε τη σφραγίδα του στο μέτωπο σας. [...] Ελάτε όμως και σεις. Και τότε οι δίκαιοι θα διαμαρτυρηθούν και οι φρόνιμοι θα απορήσουν: Μα, Κύριε, πως τους δέχεσαι; Και ο Χριστός θα πει: Αν τους δέχομαι, κύριοι δίκαιοι, αν τους δέχομαι, κύριοι σώφρονες, το κάνω γιατί κανένας από αυτούς δεν έκρινε ποτέ τον εαυτό του άξιο. Και θα μας απλώσει τα χέρια Του, θα μας ανοίξει την αγκαλιά Του, και μεις θα πέσουμε στα πόδια Του και θα τα καταλάβουμε όλα. Ναι, τότε θα τα καταλάβουμε ολα. [...] Θεέ μου, ελθέτω η Βασιλεία Σου [...]»[24].
[1] «Ζωή και αγάπη ταυτίζονται εις το πρόσωπον: το πρόσωπον δεν αποθνήσκει, μόνον διότι αγαπάται και αγαπά· έξω από την κοινωνίαν της αγάπης το πρόσωπον χάνει την μοναδικότητά του, γίνεται ένα ον όπως και τα άλλα, ένα "πράγμα" χωρίς απόλυτον "ταυτότητα" και "όνομα", χωρίς πρόσωπον. Θάνατος δια το πρόσωπον σημαίνει το να παύση να αγαπάται και να αγαπά, να είναι μοναδικόν και ανεπανάληπτον, ενώ ζωή δια το πρόσωπον σημαίνει την επιβίωσιν της μοναδικότητος της υποστάσεώς του, την οποίαν βεβαιώνει και συντηρεί η αγάπη»: Ιωάν. ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Ἀπό το προσωπείον είς το πρόσωπον, σελ. 307.
[2] «Ma chûte originelle c' est l' existence de l' autre»: L' Être et le Néant, Paris (Gallimard) 1943, σελ. 321.
[3] Huis Clos, στο τέλος της πέμπτης σκηνής: «L' enfer, c' est les Autres». — Βλ. και ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Περί διαφόρων απόρων, Migne PG. 90. 256Β: «'H μία φύσις εις μυρία κατεμερίσθη τμήματα· και οι της αυτής φύσεως, αλλήλων εσμέν δίκην ερπετών θηρίων παραναλώματα».
[4] Αδελφοί Καραμάζωφ, Α', 6, ΙΙΙ: Από τις διδαχές και ομιλίες του στάρετς Ζωσιμά, θ'.
[5] Σχόλια εις το περί θείων ονομάτων, Migne P.G. 4, 348C.
[6] Σχόλια εις το περί θείων ονομάτων, Migne P.G. 4, 305C.
[7] Βλ. Το πρόσωπο και ο έρως, § 93.
[8] Ο όρος είναι του άγιου ΜΑΞΙΜΟΥ: «Κατάκρισις ουν εστι της προαιρετικής αμαρτίας του Αδάμ, η της φύσεως προς πάθος και φθοράν και θάνατον μεταποίησις· ην ου γέγονε μεν εκ Θεού καταρχάς έχων ο άνθρωπος, εποίησε δε και έγνω, την προαιρετικήν δια της παρακοής αμαρτίαν δημιουργήσας· ης υπάρχει γέννημα σαφώς, η δια του θανάτου κατάκρισις», Περί διαφόρων απόρων, Migne P.G. 90, 408C.
[9] Περί διαφόρων απόρων, Migne P.G. 90, 405C.
[10] Anselm, Aρχιεπίσκοπος του Canterbury, 1033-1109· Pierre Abélard, γάλλος σχολαστικός θεολόγος και φιλόσοφος, 1079-1142. Περισσότερα για τις δικανικές θεολογικές τους θεωρίες και την επίδραση που είχαν αυτές στον θεολογικό και πνευματικό βίο της Δύσης, βλ. στη μελέτη του Ιωάν. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήναι 1957, σελ. 12 κ.έ., 87 κ.έ. — Βλ. επίσης, Étienne GlLSON, La Philosophie au Moyen Age, Paris (Payot) 21962, σελ. 243 κ.έ. — Jean COTTIAUX, La conception de la théologie chez Abélard, Revue d' histoire ecclésiastique, 28 (1932), σελ. 247-295, 533-551, 788-828. — Jean JOLIVET, Arts du langage et théologie chez Abélard, Paris (Vrin) 1969, κυρίως στις σελ. 276 κ.έ. — Karl BARTH, Fides quaerens intellectual, Darmstadt 21958.
[11] ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Περί διαφόρων απόρων, Migne P.G. 90, 364B.
[12] Ιωαν. 3, 18-19
[13] «Οδοί δύο εισί, μία της ζωης και μία του θανάτου [...] η μεν ουν οδός της ζωής εστιν αύτη· πρώτον, αγαπήσεις τον θεόν [...], δεύτερον, τον πλησίον σου ως σεαυτόν»: Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων, 1. 1, 2.
[14] Περί διαφόρων απόρων, Migne P.G. 90, 413B.
[15] Για μια από αυτές τις εκδηλώσεις της σύγχρονης ζωής, συγκεκριμένα για τον ερωτισμό που κυριαρχεί στη λογοτεχνία, γράφει χαρακτηριστικά ο Alberto MORAVIA: «Ο ερωτισμός που χαρακτηρίζει τη μοντέρνα λογοτεχνία έχει μια εντελώς δική του μορφή, που δεν μοιάζει με καμιά προηγούμενη και, πολύ περισσότερο, δεν μοιάζει καθόλου με τον ερωτισμό της παγανιστικής λογοτεχνίας. Γιατί, ενώ αυτή η δεύτερη κλείνει μέσα της όλο τον αυθορμητισμό και την αθωότητα μιας πράξης φυσιολογικής και όχι αξιοκατάκριτης, στην οποία δεν έχει εισχωρήσει ακόμα το μικρόβιο της χριστιανικής αμαρτίας, η μοντέρνα λογοτεχνία δεσμεύεται στην έκφραση της από τη χριστιανική εμπειρία και τις προκαταλήψεις της. Και ο αγώνας ακριβώς της νεότερης λογοτεχνίας εντοπίζει την προσπάθεια του στην απελευθέρωση από τα χριστιανικά ταμπού και τις υποκριτικές απαγορεύσεις της 'Ηθικής. Γι’ αυτό και η ελευθερία αυτή δεν μπορεί ποτέ να έχει την τεράστια δύναμη μιας υποσυνείδητης κατάστασης, αλλά περιέχει οπωσδήποτε την επίγνωση μιας επανακατάκτησης. Σαν κάτι που το είχαμε χαμένο και το ξαναβρίσκουμε»: L’ homme. Paris (Flamarion) 1965, σελ. 322 (: L' érotisme en littérature).
[16] Ιωάν. 11, 52.
[17] Τα ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος ΠΓ', Αθήναι, (εκδ. Σπανού), σελ. 319.
[18] Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, § λ, ἔκδοσις Κωνσταντινουπόλεως 1883, σελ. 101.
[19] Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, § ια΄, ἔκδοσις Κωνσταντινουπόλεως 1883, σελ. 125.
[20] Περί θείων ονομάτων, Migne P.G. 3, 720C.
[21] Κλίμαξ, Λόγος Ε΄, § στ΄, ἔκδοσις Κωνσταντινουπόλεως 1883, σελ. 57.
[22] Δόκτωο Ζιβάγκο, ελλην. μετάφραση: Σ. Πρωτοπαπά, Αθήναι 1964, σελ. 405-406.
[23] Κεφάλαια περί αγάπης, Β΄, λθ΄, Migne P.G. 90, 997A.
[24] Έγκλημα και τιμωρία, Α, ΙΙ.
ΠΗΓΗ: http://www.enoriako.info
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου