Τρίτη 7 Απριλίου 2009

ΤΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Του Παναγιώτη Α. Ανδριόπουλου

Την Μεγάλη Παρασκευή ο υμνωδός, εκστατικός προ του μεγαλείου της θυσίας του Θεανθρώπου, αναφωνεί: «Ποῖα ἄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, οἰκτίρμον;» Η ποίηση και η μουσική της Μεγάλης Εβδομάδος είναι σίγουρα η κορύφωση της Ορθόδοξης Υμνογραφίας, που προσφέρει στον άνθρωπο την δυνατότητα βιώσεως της σιωπής, τη δυνατότητα βιώσεως του μυστηρίου της ανακεφαλαίωσης της σωτηρίας ανθρώπου και κόσμου, μέσα από τη λατρεία. Το «σήμερον» της θείας λατρείας, «σήμερον ὁ Χριστός παραγίνεται ἐν τῇ οἰκία τοῦ φαρισαίου», «σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου», «τήν σήμερον μυστικῶς ὁ μέγας Μωϋσῆς προδιετυποῦτο», αυτή η αμεσότητα, η παροντοποίηση των σωτηριωδών γεγονότων που συνδέονται με τα Πάθη του Χριστού, πραγματοποιείται με τα δρώμενα που προβλέπονται από το Τυπικό της Εκκλησίας - λιτάνευση της εικόνας του Νυμφίου, του Σταυρού, του Επιταφίου - αλλά κυρίως με το βασικότερο μέσον της εκκλησιαστικής μας λατρείας, τον λόγο του ύμνου, και το μουσικό ένδυμά του. Ο θεολογικός και πατερικός λόγος, γίνεται ποιητικός, γίνεται φωνή της Εκκλησίας, περιβεβλημένος, μάλιστα, το ελκυστικό ένδυμα της μελωδίας.

Η μελωδία υπάρχει για τον Λόγο, και όχι ως αυθυπόστατο καλλιτεχνικό μέσο. Σκοπός της δεν είναι η τέρψη ή η συναισθηματική διέγερση - τη Μεγάλη Εβδομάδα ιδιαίτερα ελλοχεύει ο κίνδυνος του συναισθηματισμού - αλλά η υποβοήθηση του λόγου να διεισδύσει στα βάθη της υπάρξεως, δημιουργώντας διάθεση προσευχητική, κατάνυξη και αυτομεμψία. Δεν είναι μουσική ακροάματος, αλλά λειτουργική. Διακονεί το μυστήριο του ένσαρκου Λόγου, επενδύοντας τον θεολογικό λόγο, για να μπορεί το σώμα της Εκκλησίας να «πλέκει» στον Θεό Λόγο «ἐκ λόγων μελωδίαν». Γι' αυτό και δεν βρήκαν στην Ορθόδοξη Λατρεία ποτέ θέση τα μουσικά όργανα. Στην Εκκλησία, «όργανο» γλυκύφθογγο του Αγίου Πνεύματος γίνεται ο πιστός, με την καθαρή καρδιά του. «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ψαλτήριον γενόμενος», όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Αλλά ούτε και άλλες νεωτερίζουσες μορφές αποδόσεως των ύμνων έχουν θέση στην Ορθόδοξη Λατρεία.

Ο κυρ-Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εραστής της γνήσιας Βυζαντινής μουσικής, προβαίνει σε διάφορα έργα του (άρθρα, διηγήματα, «αποσπάσματα σκέψεων») στην διατύπωση καίριων παρατηρήσεων για τα μέλος της Μ. Εβδομάδος.

Στα 1893 έγραψε σε αθηναϊκή εφημερίδα για το περιώνυμο τροπάριο της Κασσιανής: "Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…».

«…Ὅσῳ λαμπρόν καί ὑψηλόν ἀπό ἄποψιν ποιήσεως, τοσοῦτῳ περιπαθές κ' ἐν σεμνότητι εὔστροφον ὑπό ἔποψιν μέλους. Μέλος δ' ἡμεῖς ἐννοοῦμεν τό Βυζαντινόν, διότι ἡ ποίησις καί ὁ ρυθμός αὐτός τοῦ τροπαρίου, ὡς καί ὅλων τῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἔχει τονισθεῖ ὑπό ἀρχαιοτάτου μουσικοσυνθέτου, συνδυάσαντος τόν ρυθμόν τῶν στίχων μέ τοῦ μέλους τήν ἀφελῆ χάριν. Δέν χωρεῖ λοιπόν εἰς ταῦτα οὐδείς νεωτερισμός, οὐδεμία καινοτομία τετραφωνική ἤ πολυφωνία, ὡς τήν σήμερον ἀποπειρῶνται τοῦτο καινοτόμοι τινές. Δέν εἶνε δυνατόν νά τονίσῃ τις σήμερον αὐτό καλλίτερον ἤ ὁ ποιητής τοῦ τροπαρίου ὁ καί μελοποιός τυγχάνων. Ὥστε κατά τάς ἡμέρας τουλάχιστον ταύτας ἄφετε τήν μονοφωνίαν τῆς Βυζαντινῆς καί μή μιγνύετε ἐν αὐτῇ ξενισμούς, οἵτινες δέν εἶνε ἄλλο παρά αὐτόχρημα βεβήλωσις τοῦ ἀγνοῦ θρησκευτικοῦ Βυζαντινοῦ μέλους…»

Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι ίσως η σημαντικότερη περίοδος του Λειτουργικού έτους. Τα σωτηριώδη γεγονότα είναι φρικτά. Οι ύμνοι της Εκκλησίας οδηγούν τους πιστούς σε κατάνυξη και συντριβή. Γι' αυτό το μέλος πρέπει να είναι σεμνοπρεπές, λιτό, αλλά ταυτόχρονα και δυναμικό, ώστε να δεσπόζει μέσα στη λατρεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά μέλη της Μεγάλης Εβδομάδος φέρουν, στα μουσικά χειρόγραφα, την ένδειξη «μέλος ἀρχαῖον». Κι αυτό το μέλος μας πάει πολύ πίσω και μας συνδέει με ήχους κι εποχές βυζαντινές και, γιατί όχι, ίσως και πρωτοχριστιανικές, καθώς πολλά στοιχεία της αρχαίας Εκκλησίας διασώζονται μέχρι σήμερα στην Μεγάλη Εβδομάδα, όπως π.χ. τα αντίφωνα της Μεγάλης Παρασκευής.

Στηριζόμενος ο Σκιαθίτης στην εκκλησιαστική και μουσική μας παράδοση υποστηρίζει ότι σε κάθε αρχαία και σεμνή μουσική «τό μέλος ἀνάσσει, ὁ δὲ ρυθμός ὑπουργεῖ». Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με ένθεο ζήλο την μοναδικότητα της Ακολουθίας της Μεγάλης Παρασκευής:

«…Ἀλλά μετά προσοχῆς κατόπιν παρακολουθήσατε τούς ἀπαραμίλλους τῶν μελῳδῶν ὕμνους ψαλλομένους ἐξόχως κατανυκτικά, οἵτινες καί ὡς ποίησις καί ὡς μέλος θά παραμείνωσιν ἐσαεί ἀθάνατα μνημεῖα τῆς Βυζαντίδος μούσης. Ἡ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἀκολουθία εἶνε ἡ μόνη ἥτις περιλαμβάνει τόσην ποικιλίαν τροπαρίων ἀρμονικῶς καί μετά σπανίας χάριτος ἐναλλασσομένων τῶν ὀκτὼ ἤχων, οἵτινες ὅλοι ἀπόψε ψάλλουσιν ἐκθάμβως καί ἐπηρμένως ὑπέρ τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς τόν πειστικώτερον τῶν ρητορικῶν λόγων. Τά λεγόμενα Ἀντίφωνα σεμνοπρεπῆ καί κατανύττοντα, ἀναφερόμενα δέ εἰς τά Πάθη τοῦ Σωτῆρος καθιστῶσι μελωδικωτάτην καί λίαν ἐπαγωγόν τήν ἀκολουθίαν ταύτην, δεξιώτατα ποικίλλοντα εἰς ρυθμούς καί ἤχους καί μεταπίπτοντα ἐν μαγευτικῇ ἀντιθέσει ἀπό τοῦ χρωματικοῦ εἰς τό διατονικόν.

Μετά τό τέλος τοῦ ἐξοχωτέρου τῶν τροπαρίων «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου» ψάλλονται εἰς φαιδρόν ἦχον δ' οἱ Μακαρισμοί, διότι ἐν τούτοις μεγάλην χαράν αἰσθανόμενος ὁ μελωδός χαίρει ὅτι διά τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων ἐσώθη ὁ ἄνθρωπος καί μετ' εὐφροσύνης ἀνακράζει: «Ἐσταυρώθης δι' ἐμέ, ἵνα ἐμοί πηγάσης τήν ἄφεσιν, ἐλογχεύθης τήν πλευράν, ἵνα κρουνούς ἀφέσεως ἀναβλύσῃς μοι».

Οι ακολουθίες της Εκκλησίας μας, διακρίνονται για την έξαρση την κατανυκτική, αλλά και για την σεμνή μεγαλοπρέπειά τους. Οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδος είναι γλυκείς, χωρίς να διέπονται από οποιονδήποτε συναισθηματισμό, είναι αβίαστοι ρυθμού και μέλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν απαιτούν την δέουσα προσοχή από τους ψάλτες, είναι περιπαθείς, χωρίς βέβαια να εξάπτουν τα γήινα πάθη, αλλά να διεγείρουν προς πόθον του Πάθους του Χριστού, είναι ποιητικότατοι, αλλά πάνω απ' όλα είναι θεόπνευστοι.

Ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει τους ύμνους του Επιταφίου ως «παθητικά ἄσματα». Ακριβώς διότι βιώνει τον λόγο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου: «ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται». Και μαζί με τον άνθρωπο πάσχει και η φύσις «ἐν Σταυρῷ καθορῶσα τόν Κύριον». Για τον Παπαδιαμάντη την ώρα του Επιταφίου «καί ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καί μορμύρουσα παρά τόν αἰγιαλόν ἐπαναλάμβανε “οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!”»

Εξαιρετικά σημαντικές είναι και οι παρατηρήσεις του Παπαδιαμάντη για τον τρόπο της εμμελούς απαγγελίας των αναγνωσμάτων από τους ιερείς και τους ψάλτες. Στο θέμα αυτό σήμερα παρατηρείται μεγάλη ακαταστασία και σύγχυση λόγω άγνοιας ή επιδειξιομανίας. Ο Παπαδιαμάντης είναι πεπεισμένος ότι διά του λογαοιδικού τρόπου της εκκλησιαστικής μουσικής «κατέστησαν γνωριμώτερα εἰς τάς ἀκοάς καί τά λόγια τῶν θείων Εὐαγγελίων, ὡς καί τοῦ Ἀποστόλου. Ὁ λογαοιδικὸς οὗτος τρόπος τῆς ἀπαγγελίας, εἶναι ἀρχαιότατος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ εἶναι γνησίως Ἑλληνικός, ὅπως φαίνεται καὶ εἰς τὰ παλαιὰ δράματα.

Ὁ τρόπος οὗτος τῆς ἀπαγγελίας, διὰ τῆς παρατάσεως ὅλων μὲν τῶν συλλαβῶν, ἀλλὰ μάλιστα τῆς καταλήξεως ἑκάστης περιόδου ἢ ἑκάστου κώλου, σημαίνει καί μιμεῖται τὸ κήρυγμα, ἤτοι τὴν φωνὴν τοῦ κήρυκος, καὶ ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, “κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει”.

Ἐθίζεται δὲ ν' ἀπαγγέληται ὁ μέν Ἀπόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων καί φθόγγων, τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ἁπλούστερον καὶ ὅλως ἀπερίττως».

Ήδη από την εποχή του Παπαδιαμάντη εμφανίσθηκαν κάποιοι «καινοτόμοι» ιερείς, οι οποίοι «κατήργησαν αὐθαιρέτως τόν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσιν τὰς περικοπὰς τῶν θείων ρημάτων δι' ἁπλῆς ἀναγνώσεως. Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει ν' ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη».

Για τον Παπαδιαμάντη πρωτοτυπία στις τέχνες της Εκκλησιαστικής παραδόσεως, στις λειτουργικές τέχνες, σημαίνει να μένει κανείς πιστός στους πρώτους τύπους της τέχνης αυτής. Η Εκκλησία για τον Παπαδιαμάντη έχει ένα παραδεδεγμένο τύπο, τον οποίον κανείς δεν μπορεί να παραβεί «ἀποινεί», αφού «ρητῶς ἀπαγορεύεται πᾶσα καινοτομία εἴτε εἰς τὴν ἀρχιτεκτονικὴν καὶ γραφικὴν καὶ τὴν λοιπὴν τῶν ναῶν διακόσμησιν, εἴτε εἰς τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ἄλλην λατρείαν».

Ο λόγος του κυρ-Αλέξανδρου, κατά την αρχή της Μ. Εβδομάδος, είναι πατερικός και προτρεπτικός. Και σήμερα επίκαιρος και ουσιαστικός: «…Ἀς ἀρθῶμεν ἀπό τῆς σήμερον ὑπό τῶν θείων τοῦ Νυμφίου μολπῶν ὑπέρ τό ὑλιστικόν πεδίον, ἐφ' οὗ τόν λοιπόν βιοῦμεν χρόνον, καί κατανυσσόμενοι καί ἑνοῦντες τήν φωνήν τῆς ψυχῆς μας εἰς τούς λυρικούς τῆς Ἐκκλησίας ὕμνους τού κατακηλοῦντας ἡμᾶς διά τῆς γλυκυτάτης βυζαντινῆς μούσας των, ἄς ἐνωτισθῶμεν τήν μελαγχολικήν κ' ἐμπνέουσαν ἀκολουθίαν τοῦ Νυμφίου, ἐπιλαθόμενοι τοῦ γηΐνου κόσμου καί μετά τοῦ Θεοῦ συναδελφούμενοι.

Εἰσέλθωμεν εἰς τούς ναούς καί ἴδωμεν ἄλλον κόσμον, κόσμον Οὐράνιον. Ἑνωθῶμεν τοὐλάχιστον πνευματικῶς ἐκεῖ εἰς τάς Ἐκκλησίας, γινόμενοι ὅλοι ἀδελφοί, ὅλοι ἴσοι ἀπέναντι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐκεῖ πρό τοῦ θυσιαστηρίου ἄς σιγήσουν τά πάθη, καί ἄς ὁμιλήσῃ ἡ καρδία, καί ἄς ἀκουσθῇ ἡ φωνή τῆς συνειδήσεως…».

Βιβλιογραφία

1. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Άπαντα, επιμ. - κριτική έκδοση Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα 1988, τ Ε΄.

2. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [Τὸ λάβαρον] ανέκδοτες παπαδιαμαντικές σελίδες από το Αρχείο Απόστολου Γ. Παπαδιαμάντη - επιμέλεια Φώτης Δημητρακόπουλος, Αθήνα 1989.

3. Ανέστη Γ. Κεσελόπουλου, Η Λειτουργική Παράδοση στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Θεσσαλονίκη 1994.

4. Η αδιάπτωτη μαγεία, Παπαδιαμάντης 1991 - ένα αφιέρωμα (Συλλογικός Τόμος), Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1992.

ΠΗΓΗ: ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΤΡΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου