Για ζωή μετά τον θάνατο μιλάνε όλες σχεδόν οι θρησκείες. Θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι εκφράζουν τη φυσική αποστροφή του ανθρώπου για τον θάνατο, τον τρόμο της φύσης μας μπροστά στην απειλή της ανυπαρξίας.
Όμως το ενδεχόμενο να παρατείνεται η υπαρξή μας και μετά τη διάλυση του υλικού μας σώματος απαντάει ικανοποιητικά στην αγωνία για τον θάνατο, αναιρεί τον φόβο της ανυπαρξίας; Είναι η ύπαρξη καθεαυτή μια βιωματική αυταξία για τον άνθρωπο, είναι πάντοτε και με οποιεσδήποτε συνθήκες προτιμότερη η ύπαρξη από την ανυπαρξία; Η εμπειρία βεβαιώνει μάλλον το αντίθετο: Όταν συνειδητοποιεί κανείς το ενδεχόμενο να συνεχίσει να υπάρχει, έστω πανευτυχής, σε έναν ατέλειωτο χρόνο, σε διάρκεια δίχως πέρας και όριο, βιώνει εφιάλτη πανικού και ναυτίας. Ίσως είναι φιλανθρωπότερες κάποιες άπω ανατολικές δοξασίες που προδιαγράφουν τη διάλυση της αυτοσυνείδητης ύπαρξης μέσα σε μιαν ηδονική απρόσωπη «θεία» μακαριότητα.
Πάντως, ο πόθος για αθανασία μοιάζει πανανθρώπινο δεδομένο και η πλατωνική φιλοσοφία πρόσφερε την πιο κατανοητή οντολογική ερμηνεία για τη συνέχιση της ύπαρξης και μετά το θάνατο. Μίλησε για το διφυές της ανθρώπινης ύπαρξης, για δύο πραγματικότητες (ουσίες) που απαρτίζουν τον άνθρωπο - την υλική σωματική του πραγματικότητα, που είναι φθαρτή, εφήμερη, θνητή, και την ψυχή που είναι αθάνατη, γιατί είναι ομοιότατη με τους θεούς, πραγματικότητα νοητή, μονοειδής, αδιάλυτη, διηνεκώς αμετάβλητη. Στην αρχαιοελληνική αντίληψη, πριν και από τους θεούς υπάρχει μια δεδομένη και ανερμήνευτη λογικότητα που καθορίζει τον τρόπο του συνολικά υπαρκτού. Αυτή επιβάλλει να υπάρχει Θεός ως «πρώτο κινούν», νοητό και αθάνατο, αφού αθάνατος και λογικός είναι ο κόσμος, με εναρμονισμένες τις δυνάμεις που τον συγκροτούν και που τις προσωποποιούσαν τότε σε θεότητες. Ο Θεός είναι υποχρεωμένος να είναι αυτό που είναι, το επιβάλει η λογικότητα του κόσμου. Εχει υποχρεωτική αθανασία και το ίδιο (λογικά υποχρεωτική) είναι η αθανασία της λογικής ψυχής του ανθρώπου. Στην οντολογική αυτή προοπτική δεν υπάρχει περιθώριο για το απροσδόκητο και την ελευθερία, την υπαρκτική αυτεξουσιότητα και τη δημιουργική ετερότητα. Ο κόσμος, ο Θεος και η ψυχή δεν μπορούν να έχουν στόχο, μπορούν μόνο να είναι. Η χριστιανική εμπειρία απέρριψε απερίφραστα την αρχαιοελληνική οντολογία. Στη δική της προοπτική τα πάντα είναι προϊόν και γεγονός ελευθερίας, αλλιώς τίποτα δεν έχει νόημα. Οι προτάσεις της χριστιανικής οντολογίας διαρρηγνύουν την αδιέξοδη κλειστότητα της ταύτισης του νοείν με το είναι, εισάγουν ως τρόπο και οδό γνώσης την εμπειρική δυνατότητα ελευθερίας της σχέσης. Ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό, το νόημα της ύπαρξης και του κόσμου, όχι επειδή έχει νου ως «ψυχής όργανον», αλλά επειδή έχει τη δυνατότητα της σχέσης, δυνατότητα να «εξίσταται» (να ίσταται έξω) από τις αναγκαιότητες της φύσης, να υπάρχει με τον τρόπο ελευθερίας από τη φύση, τον τρόπο της σχέσης.
Η ύπαρξη του ανθρώπου «γεννιέται στον τόπο του Άλλου», στον τόπο μιας κλήσης – σε σχέση, κλήσης που τον συνιστά ως υπόσταση υπαρκτικής δυνατότητας σχέσης. Είναι ελεύθερος να πραγματώσει την ύπαρξη του ως ελευθερία σχέσης ή ως εμμονή στην αυτονομία της φύσης του, που είναι όμως περάτη και θνητή. Τα υπαρκτικά ενδεχόμενα για τον άνθρωπο δεν είναι ο θάνατος ή η αθανασία (σαν χρονική επ' άπειρον παράταση της ύπαρξης), αλλά η υποταγή στη φύση (και στη χρονικότητα) ή η ελευθερία από τη φύση (και από το χρόνο, το χώρο, τη φθορά, τον θάνατο).
Στο ιστορικό πρόσωπο του Χριστού η εκκλησιαστική εμπειρία γνωρίζει τον Θεό όχι ως ύπαρξη υποκείμενη στις λογικές προδιαγραφές της δικής του άγνωστης εμπειρικά ουσίας, αλλά ως πρόσωπο ελεύθερο από όλους τους προσδιορισμούς που δηλώνουν σε μας το υπαρκτό. Αν με τη νόηση μας πρέπει να κατατάξουμε τον Θεό στα όντα ή στα μη-όντα, είμαστε πιο κοντά στην πραγματικότητα του αν πούμε ότι ανήκει στα μη-όντα αφού δεν είναι της ίδιας τάξης με κανένα από τα όντα. Το «είναι» του Θεού το συνιστά η ελευθερία του από κάθε ενδεχόμενο ύπαρξης ή ανυπαρξίας, ελευθερία που πραγματώνεται υποστατικά στην αγάπη, δηλαδή στη «γέννηση» του Υιού και στην «εκπόρευση» του Πνεύματος. Μόνο με τη λέξη Πατήρ μπορεί να δηλωθεί αυτή η προσωπική παρουσία που ως αγάπη συνιστά ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα τού είναι και του μη είναι.
Το ιστορικό πρόσωπο του Χριστού αποκαλύπτει στον άνθρωπο τη σχέση του Υιού προς τον Πατέρα, δηλαδή τον τρόπο της αγάπης που μπορεί να πραγματώνει τη θεία ύπαρξη ως ελευθερία και από τη θειότητά της - ως προσωπική ύπαρξη ενυπόστατη στην κτιστή ανθρώπινη φύση. Η υπαρκτική ελευθερία που φανερώνεται στην ενανθρώπιση του Υιού καταργεί τον θάνατο, γιατί τον μεταβάλλει σε σχέση με τον Πατέρα, σε αυτοπαράδοση στην αγάπη του Πατρός. Ο κάθε άνθρωπος που θα θελήσει να υπάρχει με τον τρόπο της σχέσης (τον τρόπο του Υιού, τον τρόπο της αγάπης) και όχι με τον τρόπο της φύσης, ενεργοποιεί την προσωπική του υπόσταση: την υπόσταση ύπαρξης που του παρέχει η δυνατότητα ανταπόκρισης στην κλήση του από τον Θεό για αμεσότητα σχέσης - η δημιουργία του «κατ' εικόνα» του Υιού.
Η Εκκλησία γιορτάζει την Ανάσταση του Χριστού όχι σαν εχέγγυο αθανασίας του ανθρώπου, χρονικής επ' άπειρον παράτασης του τρόπου με τον οποίο υπάρχουμε στην «κλειστότητα» της κτιστής φύσης μας. Γιορτάζει την Ανάσταση η Εκκλησία ως θρίαμβο της δυνατότητας να μετέχει και ο άνθρωπος σε εκείνη την «ποιότητα» ή τον τρόπο του είναι που συνιστά η υιοθεσία μας από τον Πατέρα. Τρόπο ελευθερίας από τη χρονικότητα και την περατότητα, από την ύπαρξη και τη μη ύπαρξη - τρόπο που σημαίνεται «ως δι' εσόπτρου εν αινίγματι» στην εμπειρία της ερωτικής αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, στο «υπέρ φύσιν» άθλημα της αγάπης.
Πάσχα - πέρασμα από τη θνητότητα στην ανάσταση, στην απαρχή «άλλης βιοτής», στο «περισσόν της ζωής».
ΠΗΓΗ: http://www.enoriako.info
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου