Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Μείζων αθανασίας ανάστασις

Για ζωή μετά τον θάνατο μιλάνε όλες σχεδόν οι θρησκείες. Θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι εκφράζουν τη φυσική αποστρο­φή του ανθρώπου για τον θάνατο, τον τρόμο της φύσης μας μπροστά στην απειλή της ανυπαρξίας.

Όμως το ενδεχόμενο να παρατείνεται η υπαρξή μας και μετά τη διάλυση του υλικού μας σώματος απαντάει ικανοποιητικά στην αγωνία για τον θάνατο, αναιρεί τον φόβο της ανυπαρξίας; Είναι η ύπαρξη καθεαυτή μια βιωματική αυταξία για τον άνθρωπο, είναι πάντοτε και με οποιεσδήποτε συνθήκες προτιμότερη η ύπαρ­ξη από την ανυπαρξία; Η εμπειρία βεβαιώνει μάλλον το αντίθετο: Όταν συνειδητοποιεί κανείς το ενδεχόμενο να συνεχίσει να υπάρχει, έ­στω πανευτυχής, σε έναν ατέλειωτο χρόνο, σε διάρκεια δίχως πέρας και όριο, βιώνει εφιάλτη πανικού και ναυτίας. Ίσως είναι φιλανθρωπότερες κάποιες άπω ανατολικές δοξασίες που προδιαγράφουν τη διάλυση της αυτοσυνείδητης ύπαρξης μέσα σε μιαν ηδονική απρόσωπη «θεία» μακαριότητα.

Πάντως, ο πόθος για αθανασία μοιάζει πα­νανθρώπινο δεδομένο και η πλατωνική φιλο­σοφία πρόσφερε την πιο κατανοητή οντολογι­κή ερμηνεία για τη συνέχιση της ύπαρξης και μετά το θάνατο. Μίλησε για το διφυές της ανθρώπινης ύπαρξης, για δύο πραγματικότητες (ουσίες) που απαρτίζουν τον άνθρωπο - την υ­λική σωματική του πραγματικότητα, που είναι φθαρτή, εφήμερη, θνητή, και την ψυχή που είναι αθάνατη, γιατί είναι ομοιότατη με τους θεούς, πραγματικότητα νοητή, μονοειδής, αδιάλυτη, διηνεκώς αμετάβλητη. Στην αρχαιοελληνική αντίληψη, πριν και από τους θεούς υπάρχει μια δεδομένη και ανερμή­νευτη λογικότητα που καθορίζει τον τρόπο του συνολικά υπαρκτού. Αυ­τή επιβάλλει να υπάρχει Θεός ως «πρώτο κι­νούν», νοητό και αθάνα­το, αφού αθάνατος και λογικός είναι ο κόσμος, με εναρμονισμένες τις δυνάμεις που τον συ­γκροτούν και που τις προσωποποιούσαν τότε σε θεότητες. Ο Θεός εί­ναι υποχρεωμένος να εί­ναι αυτό που είναι, το ε­πιβάλει η λογικότητα του κόσμου. Εχει υπο­χρεωτική αθανασία και το ίδιο (λογικά υποχρε­ωτική) είναι η αθανασία της λογικής ψυχής του ανθρώπου. Στην οντολογική αυτή προοπτική δεν υπάρχει περιθώριο για το απροσδόκητο και την ελευθερία, την υπαρκτική αυτεξουσιότητα και τη δημιουργική ετερότητα. Ο κόσμος, ο Θεος και η ψυχή δεν μπορούν να έχουν στόχο, μπορούν μόνο να είναι. Η χριστιανική εμπειρία απέρριψε απερίφραστα την αρχαιοελληνική ο­ντολογία. Στη δική της προοπτική τα πάντα εί­ναι προϊόν και γεγονός ελευθερίας, αλλιώς τίποτα δεν έχει νόημα. Οι προτάσεις της χριστιανικής οντολογίας διαρ­ρηγνύουν την αδιέξοδη κλειστότητα της ταύτισης του νοείν με το εί­ναι, εισάγουν ως τρόπο και οδό γνώσης την ε­μπειρική δυνατότητα ελευθερίας της σχέσης. Ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό, το νόημα της ύπαρξης και του κόσμου, όχι επειδή έχει νου ως «ψυχής όργα­νον», αλλά επειδή έχει τη δυνατότητα της σχέσης, δυνατότητα να «εξίσταται» (να ίσταται έξω) από τις αναγκαιότητες της φύσης, να υπάρχει με τον τρό­πο ελευθερίας από τη φύση, τον τρόπο της σχέσης.

Η ύπαρξη του ανθρώπου «γεννιέται στον τό­πο του Άλλου», στον τόπο μιας κλήσης – σε σχέση, κλήσης που τον συνιστά ως υπόσταση υπαρκτικής δυνατότητας σχέσης. Είναι ελεύθερος να πραγματώσει την ύπαρξη του ως ελευ­θερία σχέσης ή ως εμμονή στην αυτονομία της φύσης του, που είναι όμως περάτη και θνητή. Τα υπαρκτικά ενδεχόμενα για τον άνθρωπο δεν είναι ο θάνατος ή η αθανασία (σαν χρονική επ' άπειρον παράταση της ύπαρξης), αλλά η υπο­ταγή στη φύση (και στη χρονικότητα) ή η ελευ­θερία από τη φύση (και από το χρόνο, το χώρο, τη φθορά, τον θάνατο).

Στο ιστορικό πρόσωπο του Χριστού η εκκλη­σιαστική εμπειρία γνωρίζει τον Θεό όχι ως ύ­παρξη υποκείμενη στις λογικές προδιαγραφές της δικής του άγνωστης εμπειρικά ουσίας, αλ­λά ως πρόσωπο ελεύθερο από όλους τους προσδιορισμούς που δηλώνουν σε μας το υπαρκτό. Αν με τη νόηση μας πρέπει να κατατάξουμε τον Θεό στα όντα ή στα μη-όντα, είμαστε πιο κοντά στην πραγματικότητα του αν πούμε ότι ανήκει στα μη-όντα αφού δεν είναι της ίδιας τάξης με κανένα από τα όντα. Το «είναι» του Θεού το συ­νιστά η ελευθερία του από κάθε ενδεχόμενο ύπαρξης ή ανυπαρξίας, ελευθερία που πραγμα­τώνεται υποστατικά στην αγάπη, δηλαδή στη «γέννηση» του Υιού και στην «εκπόρευση» του Πνεύματος. Μόνο με τη λέξη Πατήρ μπορεί να δηλωθεί αυτή η προσωπική παρουσία που ως αγάπη συνιστά ελευθερία από κάθε αναγκαιό­τητα τού είναι και του μη είναι.

Το ιστορικό πρόσωπο του Χριστού αποκαλύ­πτει στον άνθρωπο τη σχέση του Υιού προς τον Πατέρα, δηλαδή τον τρόπο της αγάπης που μπορεί να πραγματώνει τη θεία ύπαρξη ως ελευθερία και από τη θειότητά της - ως προσω­πική ύπαρξη ενυπόστατη στην κτιστή ανθρώ­πινη φύση. Η υπαρκτική ελευθερία που φανε­ρώνεται στην ενανθρώπιση του Υιού καταργεί τον θάνατο, γιατί τον μεταβάλλει σε σχέση με τον Πατέρα, σε αυτοπαράδοση στην αγάπη του Πατρός. Ο κάθε άνθρωπος που θα θελήσει να υ­πάρχει με τον τρόπο της σχέσης (τον τρόπο του Υιού, τον τρόπο της αγάπης) και όχι με τον τρό­πο της φύσης, ενεργοποιεί την προσωπική του υπόσταση: την υπόσταση ύπαρξης που του πα­ρέχει η δυνατότητα ανταπόκρισης στην κλήση του από τον Θεό για αμεσότητα σχέσης - η δη­μιουργία του «κατ' εικόνα» του Υιού.

Η Εκκλησία γιορτάζει την Ανάσταση του Χρι­στού όχι σαν εχέγγυο αθανασίας του ανθρώ­που, χρονικής επ' άπειρον παράτασης του τρό­που με τον οποίο υπάρχουμε στην «κλειστότη­τα» της κτιστής φύσης μας. Γιορτάζει την Ανά­σταση η Εκκλησία ως θρίαμβο της δυνατότητας να μετέχει και ο άνθρωπος σε εκείνη την «ποιότητα» ή τον τρόπο του είναι που συνιστά η υιοθεσία μας από τον Πατέρα. Τρόπο ελευθερίας από τη χρονικότητα και την περατότητα, από την ύπαρξη και τη μη ύπαρξη - τρόπο που σημαίνεται «ως δι' εσόπτρου εν αινίγματι» στην εμπειρία της ερωτικής αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, στο «υπέρ φύσιν» άθλημα της αγάπης.

Πάσχα - πέρασμα από τη θνητότητα στην α­νάσταση, στην απαρχή «άλλης βιοτής», στο «περισσόν της ζωής».

ΠΗΓΗ: http://www.enoriako.info

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου