Η μνήμη ενός Αγίου αποτελεί σημαντικό γεγονός για την Εκκλησία και ιδιαίτερα για την Ενορία, η οποία πανηγυρίζει και δέχεται την τιμή από τον Άγιο, στο όνομα του οποίου εγκαινιάσθηκε ο Ιερός Ναός της, αλλά και αφορμή χαράς, και επικοινωνίας μεταξύ των μελών της. Όπως είναι γνωστόν, ως ημέρα εορτής των αγίων επελέγη από την Εκκλησία η ημέρα της εξόδου τους από τον μάταιο αυτόν κόσμο, επειδή είναι η ημέρα κατά την οποία «γεννώνται» στην αιώνια θεία ζωή, την οποίαν άλλωστε βιώνουν από το ενταύθα. Αυτό δείχνει ότι οι Άγιοι, όπως όλοι οι άνθρωποι, εξακολουθούν να ζουν και μετά την έξοδο της ψυχής τους από το σώμα και αυτό αποδεικνύεται από τα άφθαρτα λείψανά τους, τα οποία ευωδιάζουν και θαυματουργούν. Σε όλη την επίγεια ζωή τους αγωνίσθηκαν να αποκτήσουν υπαρξιακή κοινωνία με τον Άγιο Τριαδικό Θεό και γι’ αυτό νικούν τον διάβολο και διαλύουν τις «μηχανές του» με την δύναμη της Χάριτος του Θεού που ενοικεί μέσα τους. Η αγία Μαρίνα σε κάποιες αγιογραφίες εικονίζεται να κρατά τον διάβολο από τα κέρατα, να τον εμπαίζη και να τον καταισχύνη. Αυτό φανερώνει ότι ο διάβολος είναι ανίσχυρος, αφού μπορούν με την δύναμη του Χριστού να τον νικήσουν και να τον εξευτελίσουν άνθρωποι φαινομενικά αδύναμοι, καθώς και μικρά παιδιά.
Η αγία Μαρίνα γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου του Β (270 μ. Χ.). Η μητέρα της πέθανε λίγες μέρες μετά την γέννησή της και ο πατέρας της, που ήταν ιερέας των ειδώλων, ανέθεσε την ανατροφή της σε μία εξαιρετική γυναίκα χωρίς, βέβαια, να γνωρίζη ότι ήταν Χριστιανή. Έτσι η αγία Μαρίνα διδάχθηκε την αλήθεια του Ευαγγελίου από τα μικρά της χρόνια, και σε ηλικία δεκαπέντε ετών απεκάλυψε στον πατέρα της ότι είναι Χριστιανή. Εκείνος στην αρχή δοκίμασε έκπληξη και στην συνέχεια θυμό και αγανάκτηση και έπαψε να την θεωρή παιδί του. Ο έπαρχος Ολύμβριος δεν άργησε να πληροφορηθή το γεγονός και διέταξε να την συλλάβουν. Όταν όμως την είδε, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και της ζήτησε να γίνη σύζυγός του, αφού πρώτα αρνηθή τον Χριστό. Εκείνη αντέδρασε έντονα και σε κάθε προσπάθειά του να την πείση να αποκηρύξη την πίστη της και να λατρεύση τα είδωλα, απαντούσε θαρραλέα «είμαι Χριστιανή». Τότε διέταξε και την βασάνισαν σκληρά. Της καταξέσχισαν σάρκες με ραβδιά, την κρέμμασαν και την φυλάκισαν και επειδή εξακολουθούσε να παραμένη σταθερή στην πίστη της την έκαψαν με αναμμένες λαμπάδες. Οι πληγές της όμως γιατρεύθηκαν αμέσως, με αποτέλεσμα πολλοί από τους παρευρισκομένους που είδαν το θαύμα να πιστεύσουν στον Χριστό. Τότε ο έπαρχος, τυφλωμένος από το μίσος, διέταξε να την αποκεφαλίσουν και με αυτόν τον τρόπο ετελειώθη και έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.
Ο βίος και η πολιτεία της αγίας Μαρίνας μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Τα δημιουργήματα του Θεού είναι όλα «καλά λίαν». Το κακό που υπάρχει στον κόσμο δεν είναι δημιούργημα του Θεού, αλλά αποτέλεσμα της αμαρτίας, της παρακοής του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού και της αποστασίας του εκ της αιωνίου θείας ζωής.
Οι δαίμονες ήσαν φωτεινοί άγγελοι (το αγγελικό τάγμα του Εωσφόρου), αλλά εξέπεσαν από την Χάρη του Θεού και σκοτίσθηκαν εξ αιτίας της υπερηφανίας τους. Προσπαθούν δε με διάφορους τρόπους και ποικίλα τεχνάσμα να παρασύρουν και τους ανθρώπους μακριά από τον Θεό. Δεν μπορούν όμως να βλάψουν κανέναν, εάν φυσικά δεν παραδοθή σε αυτούς με την θέλησή του, ούτε να αποκτήσουν εξουσία επάνω σε εκείνον ο οποίος αγωνίζεται να ζη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Βεβαίως, ο Θεός παραχωρεί κατά καιρούς στον διάβολο την εξουσία να πειράζη τους πιστούς, γιατί έτσι δοκιμάζεται η ελευθερία τους, δυναμώνει η πίστη τους, ισχυροποείται η θέλησή τους και επιδίδονται με μεγαλύτερο ζήλο στον πνευματικό αγώνα. Αλλά και μαθαίνουν να προσεύχονται, επειδή στους πειρασμούς ο άνθρωπος συνηθίζει να καταφεύγη στον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους και να ζητά την δύναμή τους και την προστασία τους. Δηλαδή ο διάβολος, άθελά του, γίνεται διδάσκαλος προσευχής.
Στις μέρες μας, δυστυχώς, παρατηρείται το λυπηρό φαινόμενο της ενασχόλησης νέων ανθρώπων, ακόμη και παιδιών, με την σατανολατρεία και όλα όσα σχετίζονται με αυτήν, με την μουσική που εξυμνεί τον διάβολο η μεταμφιέζονται σε δαίμονες κ.λ.π. Αλλά και αρκετοί πιστοί, καθώς και Κληρικοί, προτιμούν, όπως αποδεικνύεται από τον γραπτό και τον προφορικό τους λόγο, να ασχολούνται περισσότερο με τον διάβολο και τον αντίχριστο, παρά με τον Χριστό, με αποτέλεσμα να δημιουργήται σύγχυση μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και φόβος στα παιδιά και στους ασθενεστέρους στην πίστη.
Το κήρυγμα της Εκκλησίας πρέπει να είναι θετικό, Χριστοκεντρικό, που σημαίνει ότι θα πρέπη να προβάλλη το πρόσωπο του Χριστού, να τονίζη το τι είναι ο Χριστός, αλλά και το πως μπορεί κανείς να αποκτήση υπαρξιακή κοινωνία μαζί Του. Ότι, δηλαδή, δεν είναι απλώς ένας καλός άνθρωπος, η ένας διδάσκαλος η ένας κοινωνικός επαναστάτης, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά ότι είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που ενώ είναι τέλειος Θεός, σαρκώθηκε και έγινε και τέλειος άνθρωπος, για να καταργήση τα έργα του διαβόλου και να λυτρώση τον άνθρωπο από την τυραννία της αμαρτίας, του διαβόλου και του θανάτου. Η κοινωνία με τον Χριστό κατορθώνεται μέσα στην Εκκλησία με την υπακοή, την μυστηριακή ζωή και την άσκηση.
Η υπερηφάνια απομακρύνει τον άνθρωπο από την Εκκλησία και την αληθινή λατρεία του Θεού και τον σπρώχνει στο να λατρεύη συνειδητά η ασυνείδητα τον διάβολο. Αντίθετα, δια της ταπεινώσεως επιτυγχάνεται «η κατά των δαιμόνων νίκη» και η σωτηρία.
ΠΗΓΗ:ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου