
τότε ἡ ἁλμυρὰ τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε,
καὶ ὁ Ἰορδάνης κάτω ῥέων ἐστράφη,
πρὸς οὐρανὸν ἀνυψῶν ἡμᾶς,
ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου,
συντήρησον Χριστὲ ὁ Θεός,
πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου,
καὶ ἐλέησον ἡμᾶς.
*
Αγαπητοί μου,
Σάς ευχαριστώ γιά τίς ευχές σας μέ τήν ευκαιρία τής Γεννήσεως τού Χριστού καί τής ανατολής τού νέου έτους.
Εύχομαι καί προσεύχομαι ο ενανθρωπήσας Θεός νά σάς ευλογή, νά σάς ενισχύη στόν αγώνα σας, ώστε νά υπερβαίνετε όλα τά προβλήματα πού αντιμετωπίζετε.
Στίς ημέρες μας γίνεται πολύς λόγος γιά τήν οικονομική κρίση, πράγμα πού προβληματίζει πολλούς καί τούς εμβάλλει σέ ανησυχία και αγωνία.
Θεωρώ ότι στό βάθος της η κρίση είναι κυρίως καί πρό παντός πνευματική, έλλειψη νοήματος γιά τήν ζωή, απώλεια τής θεοκοινωνίας, αστοχία από τήν όντως ζωή. Όταν χάνη κανείς τόν στόχο του καί τόν αληθινό τρόπο ζωής, κυριαρχείται από τήν φιλαργυρία, τήν φιληδονία καί τήν φιλοδοξία καί γίνεται φίλαυτος καί επομένως όχι φιλάδελφος καί φιλόθεος. Έτσι δημιουργούνται καί οι κρίσεις στήν κοινωνία, τήν οικογένεια καί τήν οικονομία.
Η υπέρβαση τής κρίσεως γίνεται μέ τήν ανανοηματοδότηση τής ανθρώπινης ζωής, μέ τήν ασκητική βιοτή, τήν περικοπή τών δαπανών, τόν περιορισμό τού καταναλωτισμού. Αλλά καί η Πολιτεία πού θεσπίζει τήν φορολογία πρέπει νά αντιληφθή ότι αυτή είναι ανταποδοτική καί οφείλει νά κάνη καλή διαχείριση τών φόρων πού εισπράττει.
Σέ αυτήν τήν ανανοηματοδότηση τού ανθρώπινου βίου καί τόν περιορισμό τού καταναλωτισμού μάς οδηγεί, μεταξύ τών άλλων, η εορτή τής Γεννήσεως τού Χριστού.
Εύχομαι καλή καί ευλογημένη χρονιά.
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Ο Ναός της Παναγίας της Βοήθειας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών φωτισμένος και στολισμένος.
Και κει πάντα άγρυπνος και πρόσχαρος ο π.Χαρίτων Αθανασόπουλος.
Προχθές το βράδυ εντελώς τυχαία περνούσα και σκέφτηκα να φωτογραφίσω τον ναό. Και είδα τον π.Χαρίτωνα εκεί. Και σκέφτηκα πόσο σημαντική είναι η προσφορά του πατρός. Κάθε ώρα και κάθε στιγμή είναι εκεί. Κοντά στους ασθενείς, στους πονεμένους συγγενείς.
Είναι εκεί για να τους παρηγορεί και να τους εμψυχώνει. Και αυτό πηγάζει από μέσα του. Δεν είναι καθήκον του. Δεν βρίσκεται εκεί, επειδή η Ιερά Μητρόπολη τον τοποθέτησε.
Είναι εκεί, επειδή το πιστεύει.
Και αυτό φαίνεται.
Και γι’ αυτό κάθε συζήτηση μαζί του σε χαροποιεί.
Ναι, τον γνωρίζω από παλιά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα λέω αυτά, επειδή είναι γνωστός μου. Πολλοί άγνωστοι έχουν εκφραστεί θετικά για τον ρόλο του π.Χαρίτωνα.
Γιατροί, νοσηλευτές, επισκέπτες, εκκλησιαζόμενοι κ.ά.
Ξέρω πως τα όσα γράφω θα προσκρούσουν στην ταπεινότητά του.
Ας με συγχωρήσει όμως ο πατήρ.
Πρέπει κάποιες φορές να τα λέμε αυτά.
Όχι για να προβάλλουμε τον π.Χαρίτωνα.
Δεν το έχει ανάγκη.
Και κυρίως δεν είμαι εγώ κάποιος σημαντικός για να τον προβάλλω.
Πρέπει, για να μαθαίνει ο κόσμος ότι Εκκλησία δεν είναι μόνο τα σκάνδαλα, οι βυζαντινές δολοπλοκίες, οι πισώπλατες μαχαιριές των Μητροπολιτών,
οι φουσκωμένοι αποταμιευτικοί λογαριασμοί γήρατος ή οτιδήποτε άλλο.
Εκκλησία είναι οι Μητροπολίτες ορεινών Μητροπόλεων που παλεύουν στην επαρχία, οι ταπεινοί ιερείς του χωριού, οι αγαθοί αφοσιωμένοι ιερείς, οι πνευματικοί γέροντες, οι κατανυκτικές ακολουθίες σε ήσυχες ενορίες, οι ευλογημένες συντροφιές με κέντρο τον Χριστό.
Χρόνια Πολλά π.Χαρίτωνα, άγια,
θυσιαστικά και απλόχερα στον συνάνθρωπο.
ζωοποιεῖται δὲ κατὰ πνεῦμα καὶ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν,
εὐφροσύνην ὑπὲρ οἶνον δεχόμενος.
Ἀκόρεστος γὰρ ἡ γλυκύτης τῶν πνευματικῶν λογίων·
οὐ γὰρ εὐφραίνει κοιλίαν, ἀλλὰ καρδίαν,
καὶ λογισμοὺς εὐσεβῶν εἰς φιλοθεΐαν ἄγει.
Ἤκουες γὰρ ἀρτίως ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου βοῶντος
πρὸς τὸ συνελθὸν πανταχόθεν καὶ βαπτιζόμενον τὸ τῶν Ἰουδαίων πλῆθος·
Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν·
ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν.
Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος·
ὀπίσω, διὰ τὸν τόκον τῆς γεννήσεως.
Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστὶν,
οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι...
Καὶ ποῖα ὑποδήματα βαστακτέα ὑπεφέρετο ὁ Κύριος, ὅτι ἔλεγεν, Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι;
Ἐνταῦθα ὑποδήματα, τὰ τῆς οἰκονομίας μυστήρια λέγει·
ὑποδήματα γὰρ ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Κυρίου προσαγορεύεται.
Καὶ τούτου μάρτυς ὁ Κύριος διὰ τοῦ προφήτου κράζων·
Ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν ἐκτενῶ τὸ ὑπόδημά μου.
Διὰ τοῦτο καὶ ὑποπόδιον ἤκουσεν ἡ τοῦ Κυρίου ἐνανθρώπησις,
ὡς ἐπὶ γῆς ὀφθεῖσα, καὶ τὸ τέρμα τῆς γῆς καταλαβοῦσα.
Ὅπερ καὶ ὁ προφήτης ἐκ τῶν ἑκατέρων τὴν ἐμφάνειαν ποιούμενος ἐκέκραγεν·
Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν,
καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ.
Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν·
ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστὶν,
οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι·
αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί.
Οὗ τὸ πτύον ἐν χειρὶ αὐτοῦ·
καὶ τὸν μὲν σῖτον συνάξει εἰς τὴν ἀποθήκην αὐτοῦ,
τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ.
Ταῦτα τοῦ Ἰωάννου παρεγγυῶντος,
καὶ τὸν ἰσχυρότερον Κύριον σαλπίζοντος,
οἱ ὑπ' αὐτοῦ βαπτιζόμενοι ἀντέβαινον τῷ Ἰωάννῃ, λέγοντες·
Ἔχεις ἰσχυρότερόν σού τινα, ὦ προφῆτα;
τί σεαυτὸν συκοφαντεῖς;
σὺ τοῦ μεγάλου Ζαχαρίου υἱὸς, σὺ καὶ ἀνθρώποις ποθητὸς,
καὶ θηρίοις φοβερός.
Ἔχεις ἰσχυρότερόν σού τινα; τί ἀδολεσχεῖς;
Οὐκ ἔστι σοῦ ἰσχυρότερος.
Σὺ καὶ κατ' ἐπαγγελίαν ἐτέχθης, σὺ ὑπὸ Γαβριὴλ ἐμηνύθης,
σὺ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ἐφανερώθης,
σὺ τὴν γλῶτταν τοῦ γεννήσαντός σε δεθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Γαβριὴλ διέλυσας,
σὺ Ἰωάννης κέκλησαι, ὃ χάρις Θεοῦ ἑρμηνεύεται.
Τι τοίνυν συκοφαντείς ευατόν;
Ούκ έχεις τον ισχυρότερόν σου.
Τοῦτα ὅλα τά θαυμάσια ἀναλογιζόμαστε καί ἀπό τά κατάβαθά μας βγαίνει ἡ κραυγή: «Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου».
— Πές μας λοιπόν, Ποιός εἶν᾿ Αὐτός, μακάριε Δαυΐδ;
— Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας πού μᾶς φανερώθηκε μ᾿ ἀνθρώπινη μορφή.
Ἀλλά δέν τό λέει αὐτό μόνον ὁ προφήτης Δαυΐδ.
Τό λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού συμφωνεῖ μαζί του καί διδάσκει:
«Μᾶς φανερώθηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού σώζει κάθε ἄνθρωπο καί μᾶς διδάσκει ὅλους μας».
Ὄχι μερικούς ἀλλά ὅλους μας.
Σ᾿ ὅλους, Ἰουδαίους καί Ἕλληνες χαρίζει μέ τό βάπτισμα τή σωτηρία καί ὑποδείχνει τό σωτήριο αὐτό λουτρό σάν εὐεργέτημα δοσμένο δωρεάν σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή πού τό ζητάει.
Ἐλᾶτε νά δεῖτε πρωτόγνωρο κατακλυσμό, πολύ μεγαλύτερον καί δυνατότερον ἀπ᾿ ἐκεῖνον πού γίνηκε τήν ἐποχή τοῦ Νῶε.
Ἐκεῖ τό νερό ἔπνιξε τούς ἀνθρώπους καί ἐδῶ τό νερό τοῦ βαπτίσματος, κείνους πού εἶχαν πεθάνει πνευματικά ξαναζωντάνεψε, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ πού σήμερα βαπτίστηκε.
Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἔφτιαξε κιβωτό στέρεα ἀπό ξύλα καί ἐδῶ ὁ Χριστός ὁ νοητός Νῶε, προσέλαβε ἀπό τήν ἄφθορο παρθένο Μαρία τήν κιβωτό τοῦ σώματος.
Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἄλοιψε τήν κιβωτό ἐξωτερικά μέ ἄσφαλτο πίσσα.
Ἐδῶ ὁ Χριστός δυνάμωσε καί περιφρούρησε τήν κιβωτό τοῦ σώματος
μέ τό χρῖσμα τῆς πίστεως.
Ἐκεῖ περιστερά πού βάσταζε κλαδί ἐληᾶς προμήνυσε τήν εὐωδιά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Ἐδῶ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ τή μορφή ὁλόασπρης περιστερᾶς παρουσιάστηκε καί σ᾿ ὅλους φανέρωσε τόν ἐλεήμονα Κύριο.
Ἀλλά μέ καταπλήττει ἡ ὑπερβολική ταπείνωση τοῦ Κυρίου.
Γιατί δέν ἀρκέστηκε, Αὐτός ὁ γεννημένος τέλειος Υἱός ἀπό τέλειο Πατέρα, νά γεννηθῆ καί ἐπί γῆς τέλειο βρέφος ἀπό τά σπλάχνα μιᾶς γυναίκας.
Δέν ἀρκέστηκε Ἐκεῖνος πού εἶναι σύνθρονος μέ τόν Θεό Πατέρα νά λάβει τή μορφή τοῦ δούλου ἀλλά καί σάν τόν τελευταῖο ἁμαρτωλό προσέρχεται νά βαπτισθεῖ.
Ἀλλά ἄς μή γίνει ἡ κοινή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους εὐεργεσία σκάνδαλο
γι᾿ αὐτούς πού τούτη τήν ὥρα μέ ἀκοῦνε.
Γιατί βαπτίζεται ὁ Δεσπότης πάντων Χριστός ὄχι γιατί ἔχει ἀνάγκη ἀπό ψυχικό καθαρισμό, ἀλλά γιά νά οἰκονομήσει μέ δυό τρόπους τό συμφέρον τῶν ψυχῶν μας, ὥστε καί μέ τό νερό νά μᾶς δωρήσει τήν ἁγιαστική χάρη καί νά προτρέψει τόν καθένα μας νά βαπτιστεῖ.
Καθώς μᾶς λέει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Γαλιλαία στόν Ἰορδάνη ὅπου βρισκόταν ὁ Ἰωάννης γιά νά βαπτιστεῖ ἀπ̉ αὐτόν.
Τό τί συνέβηκε τότε ἀδερφοί μου δέν μπορεῖ νά τό χωρέσει νοῦς ἀνθρώπινος.
Γιατί ξεπερνᾶνε κάθε θέαμα καί ἄκουσμα ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ.
Τρέμει ὁ νοῦς. Χάνεται ἡ λαλιά μή τολμώντας νά ἐξιστορίσει τά ἀνέκφραστα.
Γι αὐτό λοιπόν καί ὅταν εἶδε ὁ Ἰωάννης τόν Δεσπότη μας Χριστό νά τόν πλησιάζει, μέ πολύ καρδιοχτύπι, πέφτοντας καί ἀγκαλιάζοντας τά πόδια Του τοῦ εἶπε παρακλητικά:
— Γιατί βιάζει ἐμένα τόν ἀδύνατο ἄνθρωπο ὁ Παντοδύναμος Θεός μου νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου;
Δέν εἶμαι ἐγώ σέ θέση νά ἐπιχειρήσω κάτι τέτοιο.
Πῶς νά τολμήσω νά Σέ βαπτίσω;
Πότε συνέβηκε νά καθαριστεῖ ἡ φωτιά ἀπό τό ξερό χορτάρι;
Πότε ἔπλυνε ἡ λάσπη τήν πηγή;
Πῶς νά βαπτίσω Ἐσένα τόν Κριτή τῆς οἰκουμένης ἐγώ ὁ ὑπεύθυνος γιά τόσες ἁμαρτίες;
Πῶς νά Σέ βαπτίσω Δέσποτά μου;
Δέν βλέπω ἁμαρτία πάνω Σου.
Δέν ἔχεις πέσει θῦμα τῆς κατάρας τοῦ προπάτορα Ἀδάμ.
Δέν ἔχεις καθόλου λερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία. Γιατί ἄν καί ἔκλινες οὐρανούς καί κατέβηκες, τίποτα ἀπό τά θελήματα τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν παρέβηκες.
Τί κάνεις Δέσποτά μου;
Γιατί μ᾿ ἀναγκάζεις νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου;
Ποτέ καί τίποτα δέν τόλμησα νά κάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅσα παροργίζουν τήν ἀγαθωσύνη Σου.
Σάν δουλικό πιστό γεμάτο ἀγάπη καί σεβασμό γιά τόν ἀφέντη του πρότρεξα καί ἐμήνυσα στόν κόσμο τήν παρουσία Σου.
Ἐνῶ βρισκόμουνα ἀκόμη μέσ᾿ τήν κοιλιά τῆς μάννας μου, δανείστηκα τήν γλώσσα της καί Θεό τοῦ κόσμου Σέ ἐκήρυξα.
Ὅλους τούς προετοίμασα νά Σέ δεχθοῦν, νά Σ᾿ ἀπαντήσουν.
Πές μου λοιπόν Κύριέ μου, πῶς θ᾿ ἀνεχθεῖ νά δεῖ ὁ ἥλιος τόν Παντοκράτορα Θεό ἔτσι νά ἐξευτελίζεται ἀπό τήν τόλμη ἑνός δούλου Του καί δέν θά ρίξει καυτερές φωτοβολίδες νά μέ κατακάψει, ὅπως ἔκανε ἐκείνους τούς καιρούς τούς ἄσωτους Σοδομίτες;
Πῶς θά ἀντέξει ἡ γῆ νά δεῖ Ἐκεῖνον πού ἁγιάζει τούς ἀγγέλους, ἀπέριττα νά βαπτίζεται ἀπό χέρι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ καί δέν θ᾿ ἀνοίξει τά σπλάχνα της γιά νά μέ καταπιεῖ, ὅπως ἔκανε τόν Ἀβειρών καί τόν Δαθάν;
Πῶς νά βαπτίσω Δέσποτά μου Ἐσένα πού δέν μολύνθηκες ἀπό τής φυσικῆς γέννησης τό λέρωμα;
«Ἐξ ἀσπόρου γαστρός, ἄσπορος προῆλθε καρπός».
Πῶς λοιπόν ἐγώ ὁ χιλιολερωμένος ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπος νά ἁγνίσω τόν Θεό;
Θεό ἀναμάρτητο;
Ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτιστῶ ἀπό Σένα καί Σύ ἔρχεσαι σέ μένα;
Μ᾿ ἔστειλες νά βαπτίζω, Κύριέ μου, καί δέν παράκουσα τήν ἐντολή Σου.
Πρότρεπα ὅλους πρός τό βάπτισμα καί τούς ἔλεγα: «Ὁμολογῆστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τίς ἁμαρτίες σας, γιατί Αὐτός εἶναι ὁ μόνος ἀγαθός. Αὐτός πού ἔρχεται πίσω μου δέν εἶναι βλοσυρός καί αὐστηρός. Εἶναι ἀγαθός καί Υἱός Πατέρα Ἀγαθοῦ.
Δέν φέρεται γιά λίγο μονάχα μ᾿ ἀγαθωσύνη καί ὕστερα νά ἀλλάζει διάθεση γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ἀλλά τό ἔλεός Του μένει εἰς τόν αἰώνα. Καί ἐπειδή τό ἔλεός Του εἶναι ἀμέτρητο γι᾿ αὐτό καί οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀνυμνώντας Τοῦ ἔλεγαν:
«Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου».
Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας μᾶς φανερώθηκε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καί διέλυσε τό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας πού μᾶς περιέλουζε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ οὐράνιος Τσοπάνης καί ἔδιωξε ἀπό τό κοπάδι τῶν παιδιῶν Του τούς λύκους τοῦ διαβόλου.
Μᾶς φανερώθηκε ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Πατρός καί χάρισε μέ τό βάπτισμα τήν υἱοθεσία στούς πιστούς. Μᾶς φανερώθηκε ἡ ζωή ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καί μέ τό θάνατό Του θανάτωσε τόν θάνατο ὡς ἀθάνατος καί ἀξίωσε νά ζήσουν ζωή ἀθάνατη, ἐκεῖνοι πού εἶχαν πέσει στή φθορά καί στό θάνατο.
Ἀλλά ἐνῶ ἐγίνονταν ὅλα αὐτά, ὁ Θεός Πατέρας ἀγαλώμενος μέ τήν ὑπερβολική ταπείνωση τοῦ Υἱοῦ, ἀνοίγει διάπλατα τίς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καί μέ βροντερή φωνή ξεχειλισμένη ἀπό αἰσθήματα πού πλημμυρίζουνε μιά πατρική καρδιά, ἀνακράζει:
«Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός».
Καί γιά νά μήν μπερδευτεῖ ὁ νοῦς ὅσων ἀκούγανε ὅλα τοῦτα
-ἄν εἶναι δηλαδή Υἱός ὁ Βαπτιστής ἤ ὁ Χριστός-
ἔρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα, σάν ἄσπρο περιστέρι καί δείχνει Ἐκεῖνον πού βαπτιζόταν καί πού ὁ Θεός Πατέρας τόν μαρτυροῦσε στούς ἀνθρώπους σάν μονογενή Υἱό Του.
Σ᾿ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα, τό κράτος,
ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση σήμερα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ωστόσο, κάτι απομένει στην ψυχή ως καταστάλαγμα από την όλη αυτή διαδικασία της προετοιμασίας, αλλά και της αίγλης που εμφανίζει το πανηγύρι τούτο.
Και αυτό εμφανώς εντοπίζεται στην εσωτερική χαρά, που βεβαιώνεται μέσα από ένα πλήθος βιωματικών καταστάσεων και φωτεινών στιγμών, οι οποίες καταυγάζουν το είναι του κάθε πιστού.
Ας τις αναζητήσουμε, παραμερίζοντας τα παραπετάσματα του ενθουσιασμού, της κόπωσης και της αγωνίας, που διατρέχει όλες αυτές τις εόρτιες ώρες.
Στην αρχή, λοιπόν, της ακολουθίας όλα είναι φωτεινά, λαμπρά, δεμένα πάντα με μια ιδιότυπη υπεροχή, στοιχείο που συνέχει αυτές τις στιγμές, οι οποίες ξεχωρίζουν εξάπαντος μέσα στην ενοριακή Κοινότητα. Άλλωστε, κι η ίδια η λέξη Πανήγυρις σημαίνει, υποδηλοί και εμφανίζει κάτι ξεχωριστό
στο χώρο της κάθε Κοινότητας ανθρώπων.
Γι’ αυτό και υπάρχει η συνδρομή πάντων των εορταστών, η τιμητική παρουσία τους και φυσικά η ψυχολογία της ευφροσύνης, που προσφέρει η Γιορτή.
Νομίζεις πώς εκείνη τη μέρα ο θάνατος έχει ξεπεραστεί –τόση είναι δηλαδή η ευφροσύνη!
Κι ας ξέρεις ότι είσαι μελλοθάνατος, όπως όλοι όσοι συμπράττουν, συμμετέχουν, βιώνουν την γιορτή ως μια ξεχωριστή ημέρα, που σημειώνεται ακόμα και στο ημερολόγιο διαφορετικά από τις άλλες, καθώς είναι γραμμένη με εντονώτερα γράμματα και με σταυρό.
Αυτό όμως δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, όσο έχει το ν’ αφουγκραστής, με γαλήνη και συγκίνηση, με κατάνυξη και δέος εκείνες τις μυστικές φωνές, που φωλιάζουν στην ψυχή, φωνές ευλογημένες που έρχονται μαζί με τις Μνήμες των Προσώπων, που στελέχωσαν αυτούς τους χώρους περνώντας στην συνέχεια στο βάθος της σκηνής.
Φωνές αγαπημένες, Μορφές αγιωτικές, χλωμές, ωσάν την φλόγα του μελισσοκεριού σε ώρα ορθρινή, που παραστέκουν και ζούνε (πρβλ. Β' Κορ. 6, 9-10) σιμά μας, συντροφεύοντας τις θλίψεις μας και τις χαρές μας, κρατώντας πάντα το γνήσιο ισοκράτημα της Αγάπης και της κατανόησης, ιδιαίτερα σ’ αυτούς τους άγριους καιρούς, που εξατμίζεται και το έσχατο μόριο φιλανθρωπίας, φιλοτιμίας και προσφοράς.
Προνομιακά ο Θεός μας έταξε να κυκλοφορούμε καθημερινά σε χώρους, που μέρα την μέρα, χρόνο τον χρόνο μειώνονται σε ανθρώπινο δυναμικό, γιατί τα παλαιά, τα πατρογονικά τα σπίτια έπαψαν να είναι για τους νεώτερους οι εύκρατοι εκείνοι χώροι, όπου αναπτύσσεται το είναι, καθώς η εγκατοίκηση σ’ αυτά μοιάζει ν’ αποτελή και να είναι μια βιολογική συνέχεια, ώστε να μπορέση να ευδοκιμήση και ν’ αυγατίση η ενοριακή Κοινότητα.
Όμως αυτά, με την εισβολή της νεωτερικότητας και της επιθυμίας για υπεροχή, πέρασαν στην ιστορία.
Κάθε τόσο τα στασίδια αδειάζουν· φεύγουν οι παλιοί για την Αιωνιότητα, δίχως να ξέρουν που ν’ αφήσουν τό, αγράφω κληρονομικώ δικαίω, στασίδι, που το βρήκαν από τους προγόνους τους. Γι’ αυτό φεύγοντας απομένει κενός ο τόπος περιμένοντας... Περιμένοντας την επερχόμενη ερημία, όταν κι ο τελευταίος ενορίτης θα περάση το κατώφλι της εκκλησιάς με το στερνό αντίδωρο στο χέρι.
Όταν ο παπάς θα πη το στερνό του “Δι’ ευχών...” κι ύστερα θα σκοτεινιάση ο τόπος, θα σβήση και το στερνό λαδοκάντηλο, θα έρχονται οι χειμώνες με τα Άγια Δωδεκαήμερα, οι άνοιξες με τις Μεγαλοβδομάδες και το Πάσχα, τα καλοκαίρια με τους ευλογημένους τους Δεκαπενταύγουστους κι η ερημιά θα πλανιέται ανάμεσα στις σκοτεινές γωνιές του ναού, επιχειρώντας τη μόνιμη πλέον εγκατάσταση.
Που δε θα γίνη όμως ποτέ, γιατί μέσα σ’ αυτούς τους ιερούς τους χώρους πλανιώνται οι ψυχές των Κτητόρων, των ευκλεώς ιερατευσάντων, των ευλαβών ιεροψαλτών, επιτρόπων, αφιερωτών και ενοριτών.
Μια λιτανεία ψυχών που έχουν πια δεθή με το χώρο, που καταλύει τον χρόνο και συνορεύει σε τέλεια ασφάλεια με το Θεό. Όλοι αυτοί, λοιπόν, είναι η καθημερινή συντροφιά μας, καθώς αραιώνει ο κόσμος. Όλοι αυτοί είναι η ελπίδα μας, όταν θα κλείσουμε για στερνή φορά τη θύρα του ναού και δεν θα υπάρξη επόμενη.
Γι’ αυτό και προανέφερα πώς προνομιακά ο Θεός μας έταξε να διακονούμε αυτούς τους χώρους....
Τέλος της πανηγύρεως και η απόδοσή της στον επόμενο το χρόνο.
Ωστόσο, θα χρειαστή να σκεφτούμε, καθώς προσκυνούμε, πριν αναχωρήσουμε για το σπίτι μας, ότι με το τέλος της πανηγύρεως προετοιμάζεται, υφαίνεται στον αργαλειό του χρόνου και η δική μας στερνή φορά.
Την περιμένουμε...