Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Μεθ' ὧν καὶ ἡμεῖς φιλέορτοι προσάξωμεν αὐτῷ πράξεις ἀγαθάς, πίστιν, ἐλπίδα καὶ ἀγάπην, ὡς χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν


Σήμερον ὁ Χριστός,
ἐν Βηθλεὲμ γεννᾶται ἐκ Παρθένου.
Σήμερον ὁ ἄναρχος ἄρχεται,
καὶ ὁ Λόγος σαρκοῦται.
Αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἀγάλλονται,
καὶ ἡ γῆ σὺν τοῖς ἀνθρώποις εὐφραίνεται.
Οἱ Μάγοι τὰ δῶρα προσφέρουσιν,
οἱ Ποιμένες τὸ θαῦμα κηρύττουσιν,
ἡμεῖς δὲ ἀκαταπαύστως βοῶμεν·
Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ,
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη,
ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.

Δεῦτε οὖν, ἑορτάσωμεν, δεῦτε πανηγυρίσωμεν. Ξένος γὰρ ὁ τῆς ἑορτῆς τρόπος, ἐπειδὴ καὶ παράδοξος ὁ τῆς γεννήσεως λόγος


Πάντων οὖν σκιρτώντων, σκιρτῆσαι θέλω κἀγὼ,
χορεῦσαι βούλομαι, πανηγυρίσαι θέλω·

χορεύω δὲ, οὐ κιθάραν πλήττων, οὐ θυρσὸν κινῶν,

οὐκ αὐλοὺς ἔχων, οὐ δᾷδας ἅπτων,

ἀλλ' ἀντὶ μουσικῶν ὀργάνων τὰ τοῦ Χριστοῦ σπάργανα φέρων.

Αὐτὰ γάρ μοι ἐλπὶς, αὐτά μοι ζωὴ, αὐτά μοι σωτηρία,
αὐτά μοι αὐλὸς,
αὐτά μοι κιθάρα.

Ὦ πενία πλούτου πηγή! ὦ πλοῦτε ἄμετρε, πενίας πρόσχημα φέρων!


Μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον βλέπω·
ποιμένες μου περιηχοῦσι τὰ ὦτα,
οὐκ ἔρημον συρίζοντες μέλος, ἀλλ' οὐράνιον ᾄδοντες ὕμνον.

Ἄγγελοι ᾄδουσιν, ἀρχάγγελοι μέλπουσιν, ὑμνεῖ τὰ Χερουβὶμ, δοξολογεῖ τὰ Σεραφὶμ, πάντες ἑορτάζουσι Θεὸν ἐπὶ γῆς ὁρῶντες,
καὶ ἄνθρωπον ἐν οὐρανοῖς·

τὸν ἄνω κάτω δι' οἰκονομίαν, καὶ τὸν κάτω ἄνω διὰ φιλανθρωπίαν.

Σήμερον Βηθλεὲμ τὸν οὐρανὸν ἐμιμήσατο·
ἀντὶ μὲν ἀστέρων ἀγγέλους ὑμνοῦντας δεξαμένη,
ἀντὶ δὲ ἡλίου τὸν τῆς δικαιοσύνης ἀπεριγράπτως χωρήσασα.

Καὶ μὴ ζήτει πῶς·
ὅπου γὰρ βούλεται Θεὸς,νικᾶται φύσεως τάξις.

Ἠβουλήθη γὰρ, ἠδυνήθη, κατῆλθεν, ἔσωσε·
σύνδρομα τὰ πάντα τῷ Θεῷ.

Σήμερον ὁ ὢν τίκτεται, καὶ ὁ ὢν γίνεται ὅπερ οὐκ ἦν·
ὢν γὰρ Θεὸς, γίνεται ἄνθρωπος, οὐκ ἐκστὰς τοῦ εἶναι Θεός.

Οὐδὲ γὰρ κατ' ἔκστασιν θεότητος γέγονεν ἄνθρωπος,
οὐδὲ πάλιν κατὰ προκοπὴν ἐξ ἀνθρώπου γέγονε Θεός·
ἀλλὰ Λόγος ὢν, διὰ τὸ ἀπαθὲς σὰρξ ἐγένετο,
ἀμεταβλήτου μενούσης τῆς φύσεως.

Ἀλλ' ὅτε μὲν ἐτέχθη, Ἰουδαῖοι ἠρνοῦντο τὸν ξένον τόκον,
καὶ Φαρισαῖοι παρηρμήνευον τὰς θείας Βίβλους,
καὶ γραμματεῖς ὑπεναντία τοῦ νόμου ἐλάλουν.

Ἡρώδης τὸν τεχθέντα ἐζήτει, οὐχ ἵνα αὐτὸν τιμήσῃ,
ἀλλ' ἵνα αὐτὸν ἀπολέσῃ.

Σήμερον γὰρ πάντα ὑπεναντία εἶδον.

Οὐκ ἐκρύβη γὰρ, κατὰ τὸν ψαλμῳδὸν,
ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῶν εἰς γενεὰν ἑτέραν.

Βασιλεῖς μὲν γὰρ ἦλθον, τὸν ἐπουράνιον βασιλέα θαυμάζοντες,
ὅτι πῶς ἐπὶ γῆς ἦλθεν οὐκ ἀγγέλους ἔχων, οὐκ ἀρχαγγέλους, οὐ θρόνους, οὐ κυριότητας, οὐ δυνάμεις, οὐκ ἐξουσίας, ἀλλὰ ξένην καὶ ἀτριβῆ βαδίσας ὁδὸν, ἐξ ἀγεωργήτου προῆλθε γαστρὸς, οὔτε τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ ἐρήμους τῆς ἐπιστασίας αὐτοῦ καταλιπὼν, οὔτε τῇ πρὸς ἡμᾶς ἐνανθρωπήσει τῆς οἰκείας θεότητος ἐκστάς·

ἀλλὰ βασιλεῖς μὲν τὸν ἐπουράνιον βασιλέα τῆς δόξης ἦλθον προσκυνήσοντες,

στρατιῶται δὲ τὸν ἀρχιστράτηγον τῆς δυνάμεως θεραπεύσοντες·

αἱ γυναῖκες τὸν ἐκ γυναικὸς τεχθέντα,
ἵνα τὰς λύπας τῆς γυναικὸς εἰς χαρὰν μεταβάλλῃ·

αἱ παρθένοι τὸ τῆς παρθένου παιδίον, ὅτι πῶς ὁ γάλακτος καὶ μαζῶν δημιουργὸς τὰς πηγὰς μαζῶν αὐτόματα ῥεῖθρα φέρεσθαι ποιῶν, παρὰ μητρὸς παρθένου παιδίου τροφὴν ἔλαβε·

τὰ νήπια τὸν νήπιον γενόμενον, ἵνα ἐκ στόματος νηπίων

καὶ θηλαζόντων καταρτίσῃ αἶνον·

οἱ παῖδες τὸν παῖδα μάρτυρας διὰ τὴν Ἡρώδου μανίαν εἰργασάμενον·

οἱ ἄνδρες τὸν ἐνανθρωπήσαντα καὶ τὰ τῶν δούλων θεραπεύσαντα κακά·

οἱ ποιμένες τὸν ποιμένα τὸν καλὸν,
τὸν τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων προθέμενον·

οἱ ἱερεῖς τὸν κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερέα γενόμενον·

οἱ δοῦλοι τὸν μορφὴν δούλου λαβόντα,
ἵνα ἡμῶν τὴν δουλείαν ἐλευθερίᾳ τιμήσῃ·

οἱ ἁλιεῖς τὸν ἀπὸ ἁλιέων θηρευτὰς ἀνθρώπων ἐργαζόμενον·

οἱ τελῶναι τὸν ἀπὸ τελωνῶν εὐαγγελιστὴν ἀναδείξαντα·

αἱ πόρναι τὸν τοῖς πορνικοῖς δάκρυσι τοὺς πόδας προϊέμενον·

καὶ ἵνα συντόμως εἴπω,

πάντες οἱ ἁμαρτωλοὶ ἦλθον ἰδεῖν τὸν ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, μάγοι δορυφοροῦντες, ποιμένες εὐλογοῦντες, τελῶναι εὐαγγελιζόμενοι, πόρναι μυροφοροῦσαι, Σαμαρεῖτις πηγὴν διψῶσα ζωῆς,

Χαναναία πίστιν ἀνενδοίαστον ἔχουσα.

πηγή:
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Εἰς τὸ γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Λόγος β΄

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Μυστήριον ξένον βλέπω,
ἀντὶ ἡλίου τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης ἀπεριγράπτως χωρήσαντα ἐν τῇ Παρθένῳ.


Καὶ μὴ ζήτει πῶς·

ὅπου γὰρ Θεὸς βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις.

Ἠβουλήθη γὰρ, ἠδυνήθη, κατῆλθεν, ἔσωσε.


Συνδράμετε πάντα·


Θεὸς σήμερον ὁ ὢν καὶ προὼν γίνεται ὅπερ οὐκ ἦν·

ὢν γὰρ Θεὸς, γίνεται ἄνθρωπος, οὐκ ἐκστὰς τοῦ εἶναι Θεός.

Οὔτε γὰρ κατ' ἔκστασιν θεότητος γέγονεν ἄνθρωπος,

οὔτε πάλιν ἐξ ἀνθρώπων κατὰ προκοπὴν γέγονε Θεός·
ἀλλὰ Λόγος ὢν, διὰ τοῦτο ἀπαθὴς γέγονεν ἄνθρωπος,
ἀμεταβλήτου μενούσης τῆς φύσεως.

Καὶ ξένην καὶ ἀτριβῆ βαδίσας ὁδὸν,

ἐξ ἀγεωργήτου προῆλθε γαστρὸς,
οὔτε τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ ἐρήμους τῆς ἐπιστασίας κατέλιπεν,
οὔτε τῇ πρὸς ἡμᾶς ἐνανθρωπήσει, τῆς οἰκείας θεότητος ἐκστάς.

Ἀλλὰ βασιλεῖς μὲν τὸν ἐπουράνιον βασιλέα ἦλθον προσκυνῆσαι,

τὸν γεννηθέντα ἀῤῥήτως ἐκ Πατρὸς,
σήμερον δὲ ἐκ τῆς Παρθένου τικτόμενον δι' ἐμέ·

ἀλλὰ τότε μὲν γεννηθεὶς κατὰ τὴν φύσιν,

σήμερον δὲ διὰ τὴν ἑαυτοῦ φύσιν.

Ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι

Όταν ο Ιωσήφ με τη Μαρία έφτασαν στη Βηθλεέμ, δεν υπήρχε τόπος σε κάποιο κατάλυμα. Ήταν όλα γεμάτα, κατειλημμένα.

Όλες οι πόρτες κλειστές.
Έτσι φιλοξενήθηκαν στο στάβλο όπου και γεννήθηκε ο υιός της Παρθένου,
ο Υιός του θεού.


Πόσο σκληρό ακούγεται!

"Ουκ ην τόπος!".

Είναι δυνατόν να μην υπάρχει τόπος για μια επίτοκη γυναίκα και για ένα μωρό;

Όταν ακούμε αυτή τη φράση αισθανόμαστε πόνο και θλίψη γιατί δεν βρέθηκε τόπος για την Παναγία και το Χριστό.

Κι όμως η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται δίπλα μας και μέσα μας
και σ΄όλα τα μήκη και πλάτη της γης.


Δεν υπάρχει τόπος στη γη για όλους. Πολλά εκατομμύρια άνθρωποι γεννιούνται μεγαλώνουν και πεθαίνουν κυριολεκτικά στο πουθενά, ούτε καν κάτω από ένα δέντρο. Κάποιοι έχουν καταλάβει όλα τα καταλύματα, στρέμματα επί στρεμμάτων, αγροκτήματα, βίλες, διπλά και τριπλά εξοχικά...


Δεν υπάρχει τόπος στα τεράστια σπίτια μας - παρόλο που συχνά είναι άδεια από ανθρώπους - τα άφιλα και παγωμένα.

Τα έχουμε κατασκευάσει με τεράστιες δαπάνες, σύμφωνα με την πιο σύγχρονη τεχνική και τεχνολογία, τα έχουμε διακοσμήσει με ακριβό γούστο και πολυτέλεια, τα διατηρούμε καθαρά και άψογα περιποιημένα, τα στολίζουμε επίκαιρα κι επίσης τα έχουμε ασφαλίσει με όλα τα συστήματα, σιδεριές, κάμερες, συναγερμούς, κτλ.

Αλλά όχι μόνο δεν χωράει κανείς ξένος αναγκεμένος, συχνά δεν χωράμε ούτε εμείς οι ιδιοκτήτες μέσα σ' αυτά.

Φεύγουμε μακριά τους μήπως και βρούμε κάπου αλλού χαρά και ζεστασιά,
ιδίως τέτοιες μέρες γιορτινές.


Δεν υπάρχει τόπος ούτε στην καρδιά μας.

Δεν υπάρχει τόπος για τον βασανισμένο συνάνθρωπό μας.

Δεν υπάρχει συχνά τόπος ούτε για τον δικό μας άνθρωπο, τον άντρα μας,
τη γυναίκα μας, το παιδί μας.

Δεν χωράει δίπλα μας κανείς.

Είναι τόσο χοντρό, αμετακίνητο κι αιχμηρό το "εγώ" μας που δεν αφήνει τόπο για κανέναν άλλον. Υπάρχει μόνο η δική μας κοσμοθεωρία, μόνο οι δικές μας αξίες και τα πρέπει, μόνο ο δικός μας τρόπος σκέψης, μόνο τα δικά μας επιχειρήματα, μόνο τα δικά μας μέτρα, μόνο οι δικές μας επιθυμίες, μόνο το δικό μας βόλεμα.


Λυπάμαι, δεν υπάρχει τόπος για σένα, γι' αυτόν, για κείνον, για κανέναν, ούτε και για Σένα, Θεέ μου. Όπως τότε στη Βηθλεέμ... Δεν άλλαξε τίποτα. Αντίθετα, σκλήρυναν ακόμη περισσότερο τα πράγματα.


Όμως, ο Χριστός, η Ζωή, το Φως ήρθε! Εκείνος βρήκε τον τόπο. Εκείνος έφτιαξε τον τόπο. Εκείνος μεταμόρφωσε το σπήλαιο σε φωτεινό παλάτιο. Και κάποιοι λίγοι εκλεκτοί τον αναζήτησαν και τον τίμησαν σ' αυτόν τον "άτοπο" τόπο.


Κι όπως τότε, ήρθε ξανά φέτος τα Χριστούγεννα και ξαναέρχεται
σε κάθε Θεία Λειτουργία και βρίσκει τόπο σε κάποιες λίγες εκλεκτές ψυχές
που ξέχασαν τον εγωισμό τους,
που έλιωσαν σε κάποιο καμίνι πόνου
και καθαρίστηκαν κι αγνίστηκαν και ζουν πια σε άλλο τόπο και χρόνο,
σε άπειρο κι ολάνοιχτο χώρο και χρόνο.


Μακάρι ν' αξιωθούμε έστω για μια φορά τέτοια Χριστούγεννα...



πηγή:Της Σταυρούλας

να σας τα πούμε...

Φώτη Κόντογλου: Γιάννης ὁ Εὐλογημένος!


O Ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ γύρισε σ᾿ ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τόνε γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά.

Πέρασε ἀπὸ λογιῶν-λογιῶν πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ᾿ ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε δὲν τ᾿ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη.

Κ᾿ ἔφευγε πικραμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἔνοιωθε τὸ πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.

Μιὰ μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, κ᾿ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες,καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια.

Σὰν ἅγιος ποὺ εἴτανε ἄκουσε πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε:

«Τὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε στὸν ἀπάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι ἀφήσαμε πίσω μας παιδιὰ κ᾿ ἐγγόνια νὰ μᾶς ἀνάβουνε κανένα κερί, νὰ μᾶς καίγουνε λίγο λιβάνι μὰ δὲν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπᾶ στὸ κεφάλι μας νὰ μᾶς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρὰ σὰν νὰ μὴν ἀφήσαμε πίσω μας κανέναν».

Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ εἶπε: «Τοῦτοι οἱ χωριάτες οὔτε σὲ ζωντανὸ δὲ δίνουνε βοήθεια, οὔτε σὲ πεθαμένον», καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ περπατοῦσε ὁλομόναχος μέσα στὰ παγωμένα χιόνια.

.........

Παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔφταξε σὲ κάτι χωριὰ ποὺ εἴτανε τὰ πιὸ φτωχὰ ἀνάμεσα στὰ φτωχοχώρια, στὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Ὁ παγωμένος ἀγέρας βογκοῦσε ἀνάμεσα στὰ χαμόδεντρα καὶ στὰ βράχια, ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εἶδε μπροστά του μιὰ ραχούλα, κι ἀπὸ κάτω της εἴτανε μιὰ στρούγκα τρυπωμένη.

Ὁ ἅγιος Βασίλης μπῆκε στὴ στάνη καὶ χτύπησε μὲ τὸ ραβδί του τὴν πόρτα τῆς καλύβας καὶ φώναξε:

«Ἐλεῆστε με, τὸν φτωχό, γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν ἀποθαμένων σας κι ὁ Χριστός μας διακόνεψε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».

Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ χυθήκανε ἀπάνω του, μὰ σὰν πήγανε κοντά του καὶ τὸν μυριστήκανε, πιάσανε καὶ κουνούσανε τὶς οὐρές τους καὶ πλαγιάζανε στὰ ποδάρια του καὶ γρούζανε παρακαλεστικὰ καὶ χαρούμενα.

Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ βγῆκε ἕνας τσοπάνης, ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν παλληκάρι, μὲ μαῦρα στριφτὰ γένεια, ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἄνθρωπος ἀθῶος κι ἀπελέκητος, προβατάνθρωπος, καὶ πρὶν νὰ καλοϊδεῖ ποιὸς χτύπησε, εἶπε:

«Ἔλα, ἔλα μέσα. Καλὴ μέρα, καλὴ χρονιά!».

Μέσα στὸ καλύβι ἔφεγγε ἕνα λυχνάρι, κρεμασμένο ἀπὸ πάνω ἀπὸ μία κούνια, ποὺ εἴτανε δεμένη σὲ δυὸ παλούκια. Δίπλα στὸ τζάκι εἴτανε τὰ στρωσίδια τους καὶ κοιμότανε ἡ γυναίκα τοῦ Γιάννη. αὐτός, σὰν ἐμπῆκε μέσα ὁ ἅγιος Βασίλης, κ᾿ εἶδε πὼς εἴτανε γέρος σεβάσμιος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνεσπάσθηκε κ᾿ εἶπε:

«Νά ῾χω τὴν εὐχή σου, γέροντα», καὶ τό ῾λεγε σὰν νὰ τὸν γνώριζε κι ἀπὸ πρωτύτερα, σὰ νά ῾τανε πατέρας του.

Καὶ κεῖνος τοῦ εἶπε:

«Βλογημένος νά ῾σαι, ἐσὺ κι ὅλο τὸ σπιτικό σου, καὶ τὰ πρόβατά σου ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νά ῾ναι ἀπάνω σας!».

Σηκώθηκε κ᾿ ἡ γυναίκα καὶ πῆγε καὶ προσκύνησε καὶ κείνη τὸν γέροντα καὶ φίλησε τὸ χέρι του καὶ τὴ βλόγησε.

Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἴτανε σὰν καλόγερος ζητιάνος, μὲ μιὰ σκούφια παλιὰ στὸ κεφάλί του, καὶ τὰ ράσα του εἴτανε τριμμένα καὶ μπαλωμένα καὶ τὰ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εἶχε κ᾿ ἕνα παλιοτάγαρο ἀδειανό.

Ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι. Καὶ παρευθύς, φεγγοβόλησε τὸ καλύβι καὶ φάνηκε σὰν παλάτι. Καὶ φανήκανε τὰ δοκάρια, σὰ νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ᾿ οἱ πητιὲς ποὺ εἴτανε κρεμασμένες φανήκανε σὰν καντήλια, κ᾿ οἱ καρδάρες καὶ τὰ τυροβόλια καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, γινήκανε σὰν ἀσημένια, καὶ σὰν πλουμισμένα μὲ διαμαντόπετρες φανήκανε, καὶ τ᾿ ἄλλα, τὰ φτωχὰ τὰ πράγματα πού ῾χε μέσα στὸ καλύβι του ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.

Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὸ τζάκι τρίζανε καὶ λαλούσανε σὰν τὰ πουλιὰ ποὺ λαλοῦνε στὸν παράδεισο, καὶ βγάζανε κάποια εὐωδιὰ πάντερπνη.

Τὸν ἅγιο Βασίλη τὸν βάλανε κ᾿ ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιὰ κ᾿ ἡ γυναίκα τοῦ ῾θεσε μαξιλάρια νὰ ἀκουμπήσει. Κι ὁ γέροντας ξεπέρασε τὸ ταγάρι του ἀπὸ τὸ λαιμό του καὶ τό ῾βαλε κοντά του, κ᾿ ἔβγαλε καὶ τὸ παλιόρασό του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του.

Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε κι ἄρμεξε τὰ πρόβατα μαζὶ μὲ τὸν παραγυιό του, κ᾿ ἔβαλε μέσα στὴν κοφινέδα τὰ νιογέννητα τ᾿ ἀρνιά, κι ὕστερα χώρισε τὶς ἑτοιμόγεννες προβατίνες καὶ τὶς κράτησε στὸ μαντρί, κι ὁ παραγυιὸς τά ῾βγαλε τ᾿ ἄλλα στὴ βοσκή.

Λιγοστὰ εἴτανε τὰ ζωντανά του, φτωχὸς εἴτανε ὁ Γιάννης, μὰ εἴτανε Βλογημένος. Κ᾿ εἶχε μία χαρὰ μεγάλη, σὲ κάθε ὥρα, μέρα καὶ νύχτα, γιατὶ εἴτανε καλὸς ἄνθρωπος κ᾿ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα, κι ὅποιος λάχαινε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν καλύβα τους, σὰν νά ῾τανε ἀδελφός τους, τὸν περιποιόντανε.

Γιὰ τοῦτο κι ὁ ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ σπίτι τους, καὶ κάθησε μέσα, σὰ νά ῾τανε δικό του σπίτι, καὶ βλογηθήκανε τὰ θεμέλιά του. Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς Οἰκουμένης, οἱ ἀρχόντοι, οἱ δεσποτάδες κ᾿ οἱ ἐπίσημοι ἀνθρῶποι μὰ ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν, παρὰ πῆγε καὶ κόνεψε στὸ καλύβι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.

........

Τὸ λοιπόν, σὰν σκαρίσανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸν ἅγιο:

«Γέροντα, ἔχω χαρὰ μεγάλη. Θέλω νὰ μᾶς διαβάσεις τὰ γράμματα τ᾿ Ἅη-Βασίλη.

Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἀγράμματος, μὰ ἀγαπῶ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας.

Ἔχω καὶ μία φυλλάδα ἀπὸ ἕναν γούμενο ἁγιονορίτη, κι ὅποτε τύχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τὸν βάζω καὶ μοῦ διαβάζει ἀπὸ μέσα τὴν φυλλάδα, γιατὶ δὲν ἔχουμε κοντά μας ἐκκλησία».

Ἔπιασε καὶ θαμπόφεγγε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς. Ὁ ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε καὶ στάθηκε κατὰ τὴν ἀνατολὴ κ᾿ ἔκανε τὸ σταυρό του, ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε μία φυλλάδα ἀπὸ τὸ ταγάρι του, κ᾿ εἶπε:

«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων».

Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του, κ᾿ ἡ γυναίκα βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε καὶ κείνη καὶ στάθηκε κοντά του, μὲ σταυρωμένα χέρια.

Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», δίχως νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τὸ ἀπολυτίκιο ποὺ λέγει «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου».

Ἡ φωνή του εἴτανε γλυκειὰ καὶ ταπεινή, κι ὁ Γιάννης κ᾿ ἡ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ἂς μὴν καταλαβαίνανε τὰ γράμματα.

Κ᾿ εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλης ὅλον τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Κανόνα τῆς Ἑορτῆς: «Δεῦτε λαοὶ ἄσωμεν ἄσμα Χριστῷ τῷ Θεῷ, χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του τὸν Κανόνα, ποὺ λέγει «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ᾿ ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κ᾿ ἔκανε ἀπόλυση καὶ τοὺς βλόγησε.

Καὶ σὰν καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε κι ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπητα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ.

Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπητα, κ᾿ εἶπε:

«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κ᾿ ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κ᾿ εἶπε «τοῦ Χριστοῦ» κ᾿ ὕστερα εἶπε «τῆς Παναγίας», κ᾿ ὕστερα εἶπε «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου».

Τοῦ λέγει ὁ Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τὸν ἅη- Βασίλη!».

Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ναί, καλά! κ᾿ ὕστερα λέγει: «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου».

Κ᾿ ὕστερα λέγει πάλι: «Τοῦ νοικοκύρη, «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ παιδιοῦ», «τοῦ παραγυιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».

Τότε λέγει στὸν ἅγιο ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος:

«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιωσύνη σου; Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ἔκοψα, Βλογημένε!» μά, ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ μακάριος.

Κ᾿ ὕστερα, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Βασίλειος κ᾿ εἶπε τὴν εὐχή του

«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου».

Κ᾿ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος:

«Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; οἱ ἀρχόντοι κ᾿ οἱ βασιληάδες τί ἁμαρτίες νά ῾χουνε;

Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε».

Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλοιώτικα:

«Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς.

Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις ἀποκαλύπτεται».

Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος...



πηγή:
"Διηγήματα τῶν Χριστουγέννων",
Ἐκδόσεις Ἁρμός

Ιερά αγρυπνία θα τελεσθεί απόψε στο παρεκκλήσιο της Αγίας Φιλοθέης της ομωνύμου Ιεραποστολικής Αδελφότητος της πόλεως του Αγρινίου


Όσοι πιστοί προσέλθετε!

Τοπικές Εκκλησιαστικές Ειδήσεις



Καθημερινά,

και απο τις
6.45 έως τις 8.30 το πρωί

στο παρεκκλήσιο της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας

στο δημοτικό πάρκο της πόλεως του Αγρινίου,

ψάλλεται η ακολουθία τού Όρθρου και στήν συνέχεια τελείται Θεία Λειτουργία.

........



Σήμερα και αύριο,

επι τη εορτή του έν αγίοις πατρός ημών
Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καπαδοκίας του Μεγάλου

πανηγυρίζουν

ο ομώνυμος περικαλής Ιερός Ναός :

στο Ελαιόφυτο του Δήμου Νεαπόλεως

και ο ιδρυματικός Ναός

του
Γηροκομείου της "Χριστιανικής Ενώσεως Αγρινίου",
( εδώ σήμερα το απόγευμα , του Μεγάλου Εσπερινού
θα χοροστατήσει ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ.Κοσμάς )


........


Ιερά Αγρυπνία,

επί τη εορτή της Περιτομής του Κυρίου και του Αγίου Βασιλείου

θα τελεσθεί σήμερα το βράδυ

στο επ΄ονόματι της Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας

παρεκκλήσιο

της ομωνύμου Ιεραποστολικής Αδελφότητος της πόλεως του Αγρινίου
επι της οδού Γρίβα 51.

........


Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ.Κοσμάς

αύριο το πρωί

θα ιερουργήσει στον Ιερό Ναό Ζωοδόχου Πηγής Αγρινίου.

Μετά το πέρας της Αρχιερατικής Θείας Λειτουργίας

θα προστή της Δοξολογίας

επί τη ενάρξει του νέου(πολιτικού) έτους.

........

Κάθε Σάββατο
και απο ώρα 7 έως 8.45 το πρωί

ψάλλεται Όρθρος και στήν συνέχεια τελείται Θεία Λειτουργία
απο τόν πατέρα Γεράσιμο Λιγνό

στόν Ιερό Ναό Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης Παναιτωλίου.
........


Την επομένη

Τρίτη 5 Ιανουαρίου

"λίαν πρωί",

σε όλους τους Ιερούς Ναούς και τις Ιερές Μονές
της Ιεράς μας Μητροπόλεως
μετά την ακολουθία του Όρθρου

θα ψαλλούν

οι Μεγάλες και Βασιλικές Ώρες των Θεοφανείων,
θα ακολουθήσει η τέλεση

του Μεγάλου εσπερινού της εορτής

μετά

της Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου
μετά το πέρας των οποίων

θα τελεσθεί η ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού.

........


Στον Ιερό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος της ιεράς πόλεως του Μεσολογγίου
θα ιερουργήσει

ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ.Κοσμάς,
την επομένη Τετάρτη 6 Ιανουαρίου

ανήμερα της εορτής των Θεοφανείων.

επιμέλεια:

"Ευδρομούντων Αλείπτης"

Και του χρόνου αδελφοί μου...







Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Ἀγαλλιάσθω οὐρανός, γῆ εὐφραινέσθω· ὅτι ἐτέχθη ἐπὶ γῆς, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, παρέχων τῷ κόσμῳ τὴν ἀπολύτρωσιν

Εὐφράνθητι Ἱερουσαλήμ,
καὶ πανηγυρίσατε πάντες, οἱ ἀγαπῶντες Σιών.
Σήμερον ὁ χρόνιος ἐλύθη δεσμός,
τῆς καταδίκης τοῦ, Ἀδάμ,
ὁ Παράδεισος ἡμῖν ἠνεῴχθη, ὁ ὄφις κατηργήθη·
ἣν γὰρ ἠπάτησε πρώην, νῦν ἐθεάσατο,
τοῦ Δημιουργοῦ γενομένην Μητέρα.
Ὢ βάθος πλούτου, καὶ σοφίας, καὶ γνώσεως Θεοῦ,
ἡ προξενήσασα τὸν θάνατον πάσῃ σαρκί,
τῆς ἁμαρτίας τὸ ὄργανον,
σωτηρίας ἀπαρχὴ ἐγένετο τῷ κόσμῳ παντί, διὰ τῆς Θεοτόκου·
βρέφος γὰρ τίκτεται ἐξ αὐτῆς, ὁ παντέλειος Θεός,
καὶ διὰ τοῦ τόκου, Παρθενίαν σφραγίζει,
σειρὰς ἁμαρτημάτων, λύων διὰ σπαργάνων·
καὶ διὰ νηπιότητος, τῆς Εὔας θεραπεύει, τὰς ἐν λύπαις ὠδῖνας. Χορευέτω τοίνυν πᾶσα ἡ κτίσις καὶ σκιρτάτω·
ἀνακαλέσαι γὰρ αὐτήν,
παραγέγονε Χριστός,
καὶ σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἡ θήκη τῶν λειψάνων σου, μύρον εὐῶδες βρύουσα, ἰᾶται πάθη ποικίλα, τὰ τῶν βροτῶν Ἀνυσία, Παρθενομαρτυς ἔνδοξε


Eις δεξιάν νύττουσι πλευράν καιρίως, Πλευράς Aδάμ κύημα την Aνυσίαν.
Πλευρήν Aνυσίης τριακοστή έγχος ένυξεν.

Αύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού έν έτει 298 καταγομένη από την πόλιν της Θεσσαλονίκης, θυγάτηρ γονέων
ευσεβών και πολλά πλουσίων.

Oι οποίοι αφ’ ου απέθανον, έζη η Aγία κατ’ ιδίαν ησυχάζουσα, και ευαρεστούσα εις τον Θεόν διά πράξεως και εργασίας των θείων εντολών.

Tαύτην την Aγίαν μίαν φοράν πηγαίνουσαν εις την Eκκλησίαν, κατά το σύνηθες, απάντησεν ένας στρατιώτης ειδωλολάτρης και Έλλην.

Όθεν πιάσας αυτήν, ετράβιζεν εις τους βωμούς των ειδώλων, και την επαρακίνει διά να προσφέρη θυσίαν εις τους δαίμονας.

Eπειδή δε η Aγία ωμολόγησε Θεόν τον Xριστόν, και έπτυσεν εις το πρόσωπον του μιαρού εκείνου στρατιώτου: τούτου χάριν εθυμώθη ο αλιτήριος, και διαπερνά την πλευράν της Aγίας με το σπαθί του.

Kαι έτζι έλαβεν η μακαρία τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον



πηγή:
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005

Διακονία καὶ ὑγιεία. Ἱστορικὲς ἀναδρομὲς - Σημερινὲς ἀντιλήψεις καὶ παρανοήσεις:του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Δοσιθέου



Γνωρίζω πολὺ καλῶς ὅτι ὠκεανὸς εἰς κοτύλην οὐ χωρεῖ. Ὁπότε ἀκροθιγῶς καὶ δίκην ἀκρίδος ἀπὸ κλαδίσκου εἰς κλαδίσκον, ἅπτομαι τοῦ θέματος.

Ἡ ὀρθόδοξος πίστις ἑδράζεται ὡς πρᾶξις εἰς δύο πόδας.

Πρῶτος ποῦς τὰ ἕξ τινα τοῦ Κυρίου (Ματθαίου ΚΕ΄, 35 καὶ ἑξῆς) καὶ τὰ περὶ ἀληθοῦς θρησκείας Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. «Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ αὕτη ἐστιν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου» (Ἰακώβου Α΄, 27).


Δεύτερος ποῦς ἡ μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν ἰσότης, «οὐ γὰρ ἵνα ἄλλοις ἄνεσις, ὑμῖν δὲ θλίψις, ἀλλ' ἐξ ἰσότητος ἐν τῷ νῦν καιρῷ τὸ ὑμῶν περίσσευμα εἰς τὸ ἐκείνων ὑστέρημα, ἵνα καὶ τὸ ἐκείνων περίσσευμα γένηται εἰς τὸ ὑμῶν ὑστέρημα, ὅπως γένηται ἰσότης» (Β΄ Κορινθίους Η΄, 13,14).


Ἀλλ' αὐτὸς ὁ ποῦς συνετρίβη ἐν τῷ τότε καιρῷ μετὰ βίας ἐπ' ὀλίγον διατηρηθείς.

Ἡ προσπάθεια τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ἵν' ἔχωσι τά «πάντα κοινὰ» ἠτόνησε μέτ' οὐ πολύ. Κράτησε ἀπ' τὰ σῦκα ὡς τὰ σταφύλια· «ὃς μὲν πεινᾷ, ὃς δὲ μεθύει»
(Α΄ Κορ. ΙΑ΄, 21).

Τὸ βρέφος ἦν θνησιγενές.

Ἀκόμη καὶ εἰς κοινοβιακὰς μονάς, αἵτινες ἐνεκαυχῶντο ὅτι συνέχιζαν τὴν κοινὴν ζωὴν τῆς πρώτης ἐκκλησίας, λίαν ἐνωρὶς εἰσήχθησαν ἐνδοκοινοβιακαὶ διακρίσεις.

Διῃρέθησαν εἰς μικροσχήμους καὶ μεγαλοσχήμους.

Διὰ τοὺς ἡγουμένους «βρωθήσεται αὐτῷ ἑκάστης ἡμέρας τὸ ἀφρᾶτον... καὶ οἶνος κρείττων ποθήσεται καὶ ὀψώνιον ἐκ τοῦ δοχείου δοθήσεται»
(Τυπικόν μονῆς Παντοκράτορος ΙΒ΄ αἰῶνος ἐν Δ/σκη Τυπικὰ Α΄, 674),

ὁπότε δικαιολογοῦνται πως αἱ ὑπερβολαὶ Θεοδώρου τοῦ Πτωχοπροδρόμου:

«Ἐκεῖνοι τὴν σεμίδαλιν, ἡμεῖς τὸν πιτυροῦντα, ἐκεῖνοι τὸ ἀφρᾶτον τὸ ζεστόν, ἀεὶ μὲ τὸ σησάμιν, ἡμεῖς δὲ τὸν χονδρόχυλον, τὸν στακτοκυλισμένον».

Ἐγένετο ἐπίσης διάκρισις καὶ διά τινας προὔχοντας τούς «ἁβροτέρᾳ συντεθραμμένους διαγωγῇ» (αὐτόθι σ. 671).

Πρόσθες καὶ τὰς διακρίσεις μεταξὺ πτωχῶν καὶ πλουσίων μονῶν,
ὁπότε τὰ περὶ ἰσότητος κατέστησαν θλιβερὰ ἀνάμνησις.


Μένει λοιπὸν τὸ πρῶτον.

Τὸ ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανὰ καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν καὶ τὰ ἕξ τινα τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐξ αὐτῶν, ὅμως, πολλὰ συνερικνώθησαν ἕως ἀφανισμοῦ· ὅ,τι πρότερον ἦτο καθῆκον πάντων, καθὼς δὲν ὑπῆρχαν πλούσιοι καὶ πτωχοὶ στὶς πρῶτες χριστιανικὲς κοινότητες. Πτωχοὶ βοηθοῦσαν πτωχούς. Ὅταν ἀργότερα ὁ πλοῦτος κατέστη ἴδιον τῶν ὀλίγων,
τότε ἄρχισε νὰ ὑπερισχύῃ ἡ
ἐλεημοσύνη.

Κάτι νὰ δίδωμε στοὺς ἀναξιοπαθοῦντες. Ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὸ ἦσαν φειδωλοί.

Οἱ καρδιὲς ἐσκλήρεναν ὁσημέραι.
Γράφει ἢ μᾶλλον ἀναγκάζεται νὰ γράφῃ, ὁ Μέγας Βασίλειος: «Οἶδα πολλοὺς νηστεύοντας, προσευχομένους, στενάζοντας, πᾶσαν τὴν ἀδάπανον εὐλάβειαν ἐνδεικνυμένους, ὀβολὸν δὲ ἕνα μὴ προϊεμένους τοῖς θλιβομένοις.

Τί ὄφελος τούτοις λοιπόν;

Οὐ γὰρ παραδέχεται αὐτοὺς ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Πολλάκις δὲ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος προτρέπει - δὲν γνωρίζω ὅμως πόσον ἐπιτυχῶς - τοὺς πιστοὺς εἰς ἐλεημοσύνην «διὰ τοὺς ταῖς θύραις τῶν ἐκκλησιῶν παρακαθημένους πένητας».

Οὗτοι ἦσαν κατὰ τὸν ἱερὸν Πατέρα «αἱ λογικαὶ χελιδόνες, αἱ τῶν ψυχῶν εὐαγγελιζόμεναι λογικὸν ἔαρ, οἱ αἰδέσιμοι πρὸς τὸν Δεσπότην μεσῖται, οἱ ἀήττητοι ῥήτορες ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἀνταποδόσεως»
(Εἰς τὰς ι΄ Παρθένους, ὁμιλία, ἐκ τῶν Spuria).


Ἡ πληθὺς πατερικῶν ὁμιλιῶν περὶ ἐλεημοσύνης, καταδεικνύουν τὴν ἀπροθυμίαν τῶν ἐχόντων νὰ ἀποχωρισθοῦν ἔστω καὶ ἐλάχιστα ἐκ τῶν ἀποθησαυρισθέντων.
Ὅμως πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἦσαν πρόθυμοι εἰς δαπάνας
γιὰ πολυτελεῖς εἰς ναοὺς διακοσμήσεις.


Αὐτὸ ἐξοργίζει τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο:


«Μὴ νομίζωμεν ἀρκεῖν ἡμῖν εἰς σωτηρίαν, εἰ χήρας καὶ ὀρφανὰ ἀποδύσαντες, ποτήριον χρυσοῦν καὶ λιθοκόλλητον προσενέγκοιμεν τῇ τραπέζῃ. Εἰ γὰρ βούλει τιμῆσαι τὴν θυσίαν, τὴν ψυχὴν προσένεγκε, δι' ἣν καὶ ἐτύθη· ταύτην χρυσῆν ποίησον· ἂν δὲ αὕτη μένῃ μολύβδου καὶ ὀστράκου χεῖρων, τὸ δὲ σκεῦος χρυσοῦν, τί τὸ κέρδος;

Oὐ γὰρ χρυσοχοεῖον, οὐδὲ ἀργυροκοπεῖον ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία,
ἀλλὰ πανήγυρις ἀγγέλων · διὸ ψυχῶν ἡμῖν δεῖ.

Οὐκ ἦν ἡ τράπεζα ἐξ ἀργύρου τότε ἐκείνη, οὐδὲ τὸ ποτήριον χρυσοῦν, ἐξ οὗ ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς ὁ Χριστὸς τὸ αἷμα τὸ ἑαυτοῦ... Βούλει τιμῆσαι τοῦ Χριστοῦ τὸ σῶμα; Μὴ περιΐδης αὐτὸν γυμνόν. Οὐδὲ γὰρ σκευῶν χρείαν ἔχει χρυσῶν ὁ Θεός, ἀλλὰ ψυχῶν χρυσῶν... Ποτήριον χρυσοῦν ποιεῖς καὶ ποτήριον ψυχροῦ οὐ δίδως;»
(ὁμιλία Ν΄ εἰς Ματθαῖον).


Ἐφ' ὅσον ἐψύχετο τοῦ χρόνου προϊόντος ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν καὶ οἱ ἔχοντες καὶ κατέχοντες ἐπολυπλασιάζοντο καὶ ἡ ψαλίδα ἀνοίγετο ὅλο καὶ περισσότερο, κράτος καὶ Ἐκκλησία μετὰ τὴν παῦσιν τῶν διωγμῶν κατενόησαν ὅτι ἡ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία ἀνακουφίσεως δὲν ἦτο ἐπαρκής.

Μπορεῖ κάποια μοναστήρια νὰ μοίραζαν στούς πυλῶνες των ψωμὶ -κυρίως περισσεύματα - ἢ ἄκρα χοίρων (τοὺς χοίρους τοὺς πωλοῦσαν, ὅρα Ἀββᾶ Ἀφθόνιον ΛΘ΄) γιὰ τοὺς γέροντες τῆς Πανοπόλεως, μπορεῖ πολλοὶ νύκτωρ νὰ ἔσπερναν τὰ χωράφια τῶν πτωχῶν (ὅ-ρα ΚΔ΄ ἐν τῷ Λειμωναρίῳ), μπορεῖ πολλοὶ νὰ ὑπῆρχαν «τὴν φιλαδελ-φίαν ἐπιδεικνύμενοι, τὴν φιλοξενίαν καὶ ἀγάπην καὶ ἐλεημοσύνας δι-απραττόμενοι καὶ τοῖς κάμνουσι βοηθοῦντες» (Λαυσαϊκὸ ΜΣΤ΄, Διήγησις Ἰωάννου), ἴσως ἀρκετοὶ μετὰ τὸν θερισμὸν διεμοίραζαν τὸν σῖτον μὲ τούς πτωχούς (Λαυσαϊκὸν ΟΣΤ΄, Περὶ Σεραπίωνος), ἀλλὰ ὅλα τοῦτα δὲν ἀρκοῦσαν.


Διὰ τοὺς καλοὺς μοναχοὺς ἴσχυε τό «μοναχὸς ἀνελεήμων δένδρον ἄκαρπον» (κατὰ Ἰσαὰκ τὸν Σῦρον) καὶ τό «ὅσον δύνῃ ἐργάζου ἐργόχειρον ἵνα ἐξ αὐτοῦ ποιήσῃς ἔλεος. Γέγραπται γάρ· Ἐλεημοσύνη καὶ πίστις καθαίρουσιν ἁμαρτίας»
(κατὰ τὸν ἀββᾶν Ποιμένα).

Ἀλλὰ δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε λεπτομερῶς μὲ τὶς ἐλεημοσύνες των, ποὺ ἦσαν πολλὲς πλὴν ὅμως ἐκάλυπταν ἐλάχιστον μέρος τῶν ἀναγκῶν.

Ἐξ ἄλλου ὡς λέγει ὁ Εὐστάθιος ὁ Θεσ/νίκης πολλοὶ ἐξ ἡμῶν τῶν μελανειμονούντων ἐσμέν τοῦ «συνάγειν οὐκέτι δὲ καὶ τοῦ σκορπίζειν».

Θέμα μας εἶναι ἡ ὀργανωμένη φιλανθρωπία διὰ πένητες, ἀσθενεῖς, ὀρφανά, λεπροὺς καὶ τὰ παρόμοια.

Κατηγορήθη βεβαίως ἡ πολιτεία τῆς Ῥωμανίας ὅτι ἔδιδε μὲν χορηγίας πρὸς ἀνακούφισιν, ἀλλὰ δὲν μεριμνοῦσε δι' ἀποκατάστασιν.

Διένεμε στὴν Πόλι καθημερινῶς ἄρτους στοὺς πτωχούς, ἀλλ' ἕως ἐδῶ.

Οἱ κατηγορίες αὐτὲς εἶναι ἄδικες. Οἱ πόλεμοι συνεχεῖς. Οἱ θεομηνίες πυκνές (θυμηθῆτε τὸν λόγο Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἰς τὸν πατέρα σιωπῶντα διὰ τὴν πληγὴν τῆς χαλάζης).

Οἱ πρόσφυγες ἀπειροπληθεῖς.

Ἡ ἀνασφάλεια καὶ ἡ ἐκ ταύτης ἀστυφιλία ἀσφυκτική.


Προσπαθοῦσε, ἐπύκτευε καὶ προσέφερε μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία ὅσα μποροῦσε.


Ἐμεῖς ἐδῶ ἀναφερόμεθα σὲ σπουδαία κέντρα εὐποιΐας.


Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος ἐχειροτόνησε ἑαυτὸν εἰς ξενοδόχον τῶν δεομένων.

Λαβὼν παρὰ τῶν ἀρχόντων ἀργύρια «διαφράξας τοὺς ἐμβόλους, καὶ στήσας κλίνας ὡς τριακοσίας, ἐνοσοκόμει τοὺς ἀσθενεστέρους, ἐπήρκει δὲ τοῖς λοιμώττουσι»
(Εἰς Λαυσαϊκόν, περὶ τοῦ Ἐφραίμ).


Εἰς Ἀλεξάνδρειαν μαρτυρεῖται πτωχεῖον λελωβημένων «εἰς μὲν τὰ ἀνώγεια ἔχων γυναῖκας, εἰς δὲ τὰ κατώγεια ἄνδρας» (Λαυσαϊκὸν Κεφ. ΣΤ΄). Ἰσίδωρος ἀνὴρ θαυμάσιος ἔν τε ἤθει καὶ γνώσει, προΐστατο νοσοκομείου. Ἀργότερον Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων πέρα τῶν νοσοκομείων, ἠγόρασε ἑπτὰ οἰκίας διὰ τὰς ἐπιτόκους. Διὰ τοὺς πρόσφυγας ἐκ Παλαιστίνης ἐφρόντισε νὰ δίδωνται ἀνὰ ἓν κεράτιον διὰ τοὺς ἄνδρας καὶ ἀνὰ δύο διὰ τὰς γυναῖκας, οὔσας ἀσθενέστερα σκεύη.


Ἐξαιροῦμεν τὸ ἔργον τοῦ Μ. Βασιλείου εἰς Καισάρειαν, διότι εἶναι γνωστὸν τοῖς πᾶσι. «Ἐκεῖ νόσος φιλοσοφεῖται, συμφορὰ μακαρίζεται καὶ τὸ συμπαθὲς δοκιμάζεται» (Γρ. Θεολ. Ἐπιτάφιος εἰς Μ. Βασ.).

Νοσοκομεῖα ὑπῆρχον εἰς Ἄγκυραν τῆς Γαλατίας. Γνωστὴ ἡ ἱστορία περὶ Σεβηριανοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν «διανέμοντες ἐκκλησίαις καὶ μοναστηρίοις καὶ ξενοδοχείοις» τὸν πλοῦτον αὐτῶν (Λαυσαϊκόν, ΡΙΔ΄).


Εἰς Συρίαν ὁ ἅγιος Λιμναῖος (Φεβρουαρίου ΚΒ΄) «τοὺς τὸ βλέπειν ἀφῃρημένους καὶ προσαιτεῖν ἠναγκασμένους συναγαγὼν καὶ κελλία οἰκοδομήσας, ἀνάλογα τῆς τούτων πληθύος, ἐν τούτοις διάγειν ἐκέλευσε, τὴν ἀναγκαίαν τροφὴν αὐτοῖς παρὰ τῶν πρὸς αὐτὸν ἀφικνουμένους ποριζόμενος».


Ἀκόμη καὶ στὸν μακρυνὸ Πόντο ὑπῆρχεν, ὡς λέγει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, πτωχοτροφεῖον διὰ φιλοξενίαν λελωβημένων καὶ ἀδυνάτων «ἐπιχορηγοῦσι δὲ τὸ κατὰ δύναμιν οἱ τῶν ἐκκλησιῶν προστάται» (Πανάριον 75,1).


Οὐκ ἀμνημονήσομεν τῆς Παλαιστίνης. Τῇ παρακλήσει τοῦ ἁγίου Σάββα, ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανὸς ἔκτισεν «ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἁγίας πόλεως» νοσοκομεῖον διὰ τοὺς προσκυνητάς, ἐκ διακοσίων κραββατίων «προσθεὶς καθαρὰν καὶ ἀδιάπτωτον πρόσοδον» (Κυρίλ. Σκυθ. Βίος Ἁγ. Σάββα). Φημισμένον ἦτο τὸ πτωχοτροφεῖον ἐν Ῥαιδεστῷ, ἔργον Μιχαὴλ τοῦ Ἀτταλειάτου (1078).

Ἐκεῖ ὅμως ὁποῦ ἤνθησεν ἡ ὀργανω-μένη φιλανθρωπία, ἦτο ἡ Κων/πολις.

Ὑπῆρχαν βρεφοτροφεῖα, πτωχογηροκομεῖα εἴκοσι ἑπτά.

Τὰ Ἀνθεμίου, τὰ Ἀρματίου, τὰ Γηραγάθης, τὰ Δεξιοκράτους, τὰ Ἑλένης, τὰ Εὐγενίου, τὰ Εὐφρατᾶ, τοῦ Ἡλιοῦ, τὰ Ἰσιδώρου, τὰ Καριανοῦ, τὰ ἐν τῷ ἁγίῳ Κλήμεντι, ἡ Κύφη, τὰ Μαγγάνων, τὰ Μελοβίου, τὰ Μυρελαίου, τὰ Ναρσοῦ, τὰ ἁγίου Παύλου, τὰ Πετρίου, τὰ Πέτρου, τὰ Πρασινᾶ, τὰ Ῥωμανοῦ, τὰ Τάγματος, τὰ Σεβήρου, τῆς Σκάλας, τὰ Φλωρεντίου, τὰ Ψαμαθᾶ, τὰ Κων/νου.

Ὑπῆρχαν νοσοκομεῖα ὡς τὸ περίφημον τῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, λεπροκομεῖα, 28 ξενῶνες, ὀρφανοτροφεῖα ὧν γνωστότερον τὸ τοῦ Ἁγίου Ἀπ. Παύλου τὸ κείμενον «ἐν τοῖς πρὸς Ἀκρόπολιν μέρεσιν».


Καὶ κοιτᾶξτε διαφορὰν νοοτροπίας δύο συγχρόνων Πατριαρχῶν:

Ὁ Θεόφιλος Ἀλεξανδρείας εἶχεν «λιθομανίαν» φαραώνιον εἰς οἰκοδομήματα, «ὧν οὐδαμῶς ἔχρηζεν ἡ Ἐκκλησία»
(Παλλαδίου βίος Ἰ. Χρυσοστόμου Κεφ. ΣΤ΄).


Ἐνῶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «κτίζει πλείονα νοσοκομεῖα, προκαταστήσας δύο τῶν εὐλαβῶν πρεσβυτέρων, ἔτι μὴν καὶ ἰατροὺς καὶ μαγείρους καὶ χρηστοὺς τῶν ἀγάμων ἐργάτας τούτοις εἰς ὑπηρεσίαν· ὥστε τοὺς ἐπιχωριάζοντας ξένους καὶ τῶν νόσων ληφθέντας τυγχάνειν ἐπιμελείας καὶ δι' αὐτὸ τὸ καλὸν καὶ διὰ τὴν τοῦ Σωτῆρος δόξαν»
(αὐτόθι Κεφ. Ε΄).

Ἀλλὰ καὶ εἰς χρόνους πανεσπερίας ἡ ὀργανωμένη φιλανθρωπία δὲν ἀνεστάλη.

Ἁπλῶς περιωρίσθη.

Γνωστὴ ἡ ἵδρυσις νοσοκομείου ὑπὸ τῆς Ἁγίας Φιλοθέης τῆς Ἀθηναίας (†1589).

Ἀπὸ τοῦ 1640 ὑπῆρχε νοσοκομεῖον στὴν Χίο, ἀλλὰ καὶ λεπροκομεῖο μὲ 30 οἰκίσκους. Στὴν Σμύρνη μαρτυρεῖται ἡ ὕπαρξις νοσοκομείου διῃρημένον εἰς τρία τμήματα.

Ἐπίσης στὸ Πόρτολεόνε, τὸν Πειραιᾶ δηλαδή, ὑπῆρχεν ὑποτυπῶδες νοσοκομεῖον εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος. Ὁμοίως καὶ στὸ Ἀϊβαλῆ, τὶς Κυδωνίες.

Στὴν Κων/πολι ὑπῆρχε φρενοβλαβεῖον στὴν Παναγία Σούδας, τὴν πλησίον τῆς Καλλιγαρίας Πύλης
(Ἐγρῆ Καποῦ).


Πρὸ τοῦ 1517 ἱδρύθη νοσοκομεῖον εἰς Γαλατᾶν. Ἐν συνεχείᾳ τὸ Ὀσπιτάλιον τῶν Γεμιτζήδων στὴν ἴδια περιοχή.

Σώζεται εἰσέτι ἡ ἐπι-γραφὴ ἀνακαινίσεως: «Ἔγκυψον ξένε νὰ ἰδῇς ἔργα φιλανθρωπίας γι-νόμενα εἰς ἀσθενεῖς, μετὰ πολλῆς προνοίας.

Εἰς τὸ νεόδμητον αὐτὸ
σπητάλιον τοῦ Γένους μὲ ζῆλον ἀνακαινισθὲν διὰ ἠσθενημένους. Διὰ δαπάνης παγγενοῦς ἐπὶ πατριαρχείας Κυρίλλου, Ἰακώβου τε, πιστῆς δραγουμανίας, ἐπιστασίᾳ θερμουργῷ τιμίων ἐπιτρόπων καὶ Μάρκου ἀρχιτέκτονος, ἐπιεικοῦς τὸν τρόπον.
1814, Ἰανουαρίου Α΄».
Ἠκολούθησεν ἄλλο εἰς Σταυροδρόμιον καὶ ἄλλο εἰς τοὺς ἑπτὰ κουλάδες τὸ Ἑπταπύργιον, πρὸ τοῦ 1753.

Τέλος ἱδρύθη τὸ Νοσοκομεῖον πλησίον τῆς Πηγῆς τοῦ Μπαλουκλῆ. Ἔναντι τῆς Πύλης τοῦ Βελιγραδίου, τῆς Παλαιᾶς τοῦ Ξυλοκέρκου, ἀντικρύζει κανεὶς σήμερα μιὰ μεγάλη ἐπιγραφή: Balıklı Rum Has-tanesi Vakfi ἤγουν Ἵδρυμα τοῦ Ῥωμαίϊκου Νοσοκομείου Μπαλουκλῆ.
Σὲ μία περιοχὴ 164 στρεμμάτων στέκει ἀκόμη τὸ περίπυστο αὐτὸ Νοσοκομεῖο, μὲ ὅλες τὶς κλινικές, μὲ γηροκομεῖο, μὲ φρενοκομεῖο, μὲ κήπους καὶ μποστάνια, καύχημα τῆς ῥωμηοσύνης.

Σημειώνω ὅτι μὲ ἀπόφασι παλαιὰ πατριαρχική, τὰ ἔσοδα ἐκ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ἦσαν ἀφιερωμένα στὸ Νοσοκομεῖο. Σημειώνω προσέτι ὅτι τὰ καταστήματα ποὺ περιβάλλουν τὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος Ταξὶμ μεταξὺ τῆς İstiklal çaddesi καὶ Sivaselviler çaddesi ἔχουν δωρηθεῖ σ' αὐτὸ τὸ Νοσοκομεῖο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Ἐρχόμεθα τώρα στὴν ἐποχή μας καὶ στὰ δικά μας.

Ἤδη ἀπὸ τὸ 1822 καταβάλλεται συστηματικὴ προσπάθεια περιθωριοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Δίδει προνόμια στούς ἐπισκόπους γιὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ μὴ διαμαρτύρονται γιὰ τὶς κοινωνικὲς ἀδικίες.

Μάλιστα ἀπὸ τοῦ 1833 ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία εὑρέθη σιδηροδεσμία ἑνὸς ἀνελέητου κρατισμοῦ καὶ ἐσύρετο ὄπισθεν τῆς Πολιτείας, ὡς ἐσύρετο ὁ νεκρὸς Ἕκτωρ ὄπισθεν τοῦ ἅρματος τοῦ Ἀχιλλέως.


Ἡ Ἐκκλησία ἐδικαιοῦτο νὰ ὑπάρχῃ μόνον ὡς δεκανίκι τῆς ἐξουσίας.

Καὶ οἱ ποιμένες κατέπινον τὸ καταπότιον ἄνευ ὕδατος.

Ὁπότε ἡ φιλανθρωπία ἔμεινεν ὡς ἐλεημοσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ὡς οἶκτος.
Ὁπότε ἀνεπτύχθησαν δύο θεωρίαι. Ἡ θεωρία τοῦ κατεστημένου καὶ ἡ θεωρία τῶν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας διαμαρτυρομένων.
Κατὰ τὴν πρώτη, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὑπουργεῖον Κοινωνικῆς Προνοίας.

Ὁ παπᾶς εἶναι γιὰ τὴν ἐκκλησιά του καὶ μόνον.

Καὶ μὲ τὸ ποιμαντικὸν μέρος τί γίνεται;

Kαὶ ἂς ποῦμε ὅτι τὸ κράτος καλύπτει (ποὺ δὲν καλύπτει) ὅλες τὶς κοινωνικὲς ἀνάγκες. Μὲ τὴν ἀπελπισία τί γίνεται; Μὲ τὰ πνευματικὰ ἀδιέξοδα; Μπορεῖ ἡ ἀπρόσωπη πολιτεία νὰ παρηγορήσῃ, νὰ ὁμιλήσῃ γιὰ Βασιλεία οὐρανῶν, γιὰ ὑπομονή; Καὶ τὸ ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος ποιός θὰ τὸ δώσῃ; Ὁ ἐναλλασσόμενος καὶ ἐν πολλοῖς ἄσχετος κρατικὸς ὑπάλληλος;


Ἐνθυμεῖσθε οἱ παλαιότεροι τὶς νοσοκόμες τῶν μεγάλων ἀθηναϊκῶν νοσοκομείων. Ἀνῆκαν σὲ χριστιανικὲς ὀργανώσεις. Δὲν ἦταν ὄνειδος. Ἔδιδαν ὅλη τους τὴν ὕπαρξι γιὰ τὸν ἀσθενῆ. Τώρα, ὅσες ἀποκλειστικὲς κι' ἂν βάλῃς, ἂν βεβαίως ἔχῃ ἡ τσέπη σου, ἡ μοναξιὰ θὰ κοι-μᾶται δίπλα σου, στὸ μαξιλάρι σου.
Ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν ἀδελφῶν νοσοκόμων ἦλθε τὸ τέλος.

Ἡ Ποιμαίνουσα Ἐκκλησία θὰ μποροῦσε νὰ διακτινισθῇ σὲ ὅλα τὰ κοινωνι-κὰ στρώματα καὶ νὰ θεραπεύσῃ ἀνάγκες. Χρήματα ὑπάρχουν πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ὑποπτευόμεθα. Θέλησις δὲν ὑπάρχει.

Ἀντὶ γιὰ ἐναποθέσεις καὶ καταθέσεις εἰς ὁμόλογα
ὑπάρχουν τρόποι διὰ πλουσίαν εὐποιΐαν.

Τὴν λύσι μᾶς τὴν δίδει Μιχαὴλ Η΄ ὁ Παλαιολόγος. Γράφει στὸ τυπικὸ τῆς Μονῆς ποὺ ἀνήγειρε: «Βούλεται ἡ Βασιλεία μου, ἵνα πᾶν, ὃ μετὰ συμπλήρωσιν ἑνὸς ἑκάστου ἔτους ἀπολιμπάνεται τῇδε τῇ ἱερᾷ Μονῇ χρηματικόν, ἐκδίδωται εἰς αἰχμαλώτων ἀνάῤῥησιν, εἰς ὀρφανῶν ἀντίληψιν, εἰς παρθένων ἀπορίᾳ συνεχομένων, ἐννόμου γάμου κοινωνίαν καὶ σύζευξιν.

Ἐὰν ταῦτα ποιήσητε ἑκατονταπλασίονα λήψεσθε καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσετε».

Τὰ περισσεύματα ναῶν, μονῶν καὶ ἐπισκοπῶν χάνονται εἰς τὸν Καιάδα.

Ὁ ᾍδης θὰ χορτάσῃ κόκκαλα,
ἀλλὰ τὰ θυλάκια πολλῶν ἐξ ἡμῶν δὲν θὰ χορτάσουν παράδες.

Ἡ ἄλλη πλευρά. Κοινωνικὸς χριστιανισμός. Ὄχι βαττολογίες, ὄχι ἀκολουθίες, μόνον λέντιον καὶ ἔξοδος ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες. Θελκτικὸν τὸ ἄκουσμα. Ἀλτρουϊσμός. Ὁ ἄλλος, ὄχι ἐγώ. Κακῶς εἶπεν ὁ Κύριος «ὡς ἑαυτόν». Ἔπρεπε νὰ διδάξῃ «ὑπὲρ ἑαυτόν». Ἢ μήπως τὸ ἄλλαξαν οἱ ἀπόστολοι ἢ οἱ μετὰ ἀπὸ αὐτούς;

Ἀλλ' ἡ Ἐκκλησία ἄνευ ἀδιαλείπτου προσευχῆς, ἄνευ μετοχῆς εἰς μυστήρια, ἄνευ ἱερῶν ἀκολουθιῶν παύει νὰ εἶναι θεανθρώπινος ὀργανισμός.

Γίνεται σύλλογος ἀγαθοεργιῶν, καὶ μάλιστα εὐκόλως διαλυόμενος.

Χάθηκε ἡ μέση καὶ βασιλικὴ ὁδός;

Χάθηκε τὸ ἴσιωμα τῆς καμήλας;

Χάθηκε ἡ σύντηξις τῶν δύο αὐτῶν ἀπόψεων;

Πολλοὶ βεβαίως τῶν συγχρόνων μοναχῶν ὁμιλοῦν ἰδίως ὅταν πρόκειται δι’ ἔργα εὐποιΐας, γιὰ νοερὰ προσευχή, γιὰ γνόφον ἀγνωσίας,
γιὰ θέωσι καὶ ἄλλα τέτοια ἠχηρά.

Δυστυχῶς εἴμεθα κάθετοι. Ἐμεῖς, δηλαδὴ ἐγώ, καὶ ὁ Θεός.

Ὁ ἐμπεσὼν εἰς τοὺς λῃστὰς εἶναι γιὰ τοὺς κοσμικοὺς ποὺ εἶναι ὑποδεέστεροι ἡμῶν.

Ἡ τοῦ Θεοῦ θεραπεία εἶναι εὔκολος διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνενδεής.

Τὶ γίνεται ὅμως διὰ τὸν ἐπιδεῆ καὶ τὸν ἐνδεῆ;

Ἀγνοοῦμε ὅτι ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὁδὸς διέρχεται διὰ τοῦ πλησίον;

Πέρα, λοιπόν, τῶν ποικίλων καὶ πονηρεπιπονήρων παρανοήσεων
ἃς ἔλθουμε κάποτε καὶ εἰς τὸν χῶρον τῶν κατανοήσεων.


Οἱ γύρω μας ἔχουν πληγάς.

Τὸ ἀντιπαρέρχεσθαι οὐκ ἔστιν ἴδιον χριστιανῶν καὶ δὴ μελανειμονούντων καὶ ἀπερικλυστοχείρων.

Οἱ λῃσταῖς περιπεσόντες ἀναμένουσιν ἐπίχυσιν οἴνου καὶ ἐλαίου.

Ἐὰν ἀδιαφορήσουμε ἡ κρίσις ἔσται ἀνίλεος τοῖς μὴ ποιήσασιν ἔλεος
(Ἰακώβου Β΄, 13).


Τρέμω δὲ μήπως ἀναγνώσω σὲ κάποιον τοῖχο κάτι ποὺ θὰ ἔχει γραφῇ γιὰ μένα προσωπικῶς:

Μανῆ, θεκέλ, φαρές.

πηγή:
Ποιμαντική Διακονία στό Χῶρο τῆς Ὑγείας
Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου

Τοπικές Εκκλησιαστικές Ειδήσεις



Καθημερινά,

και απο τις
6.45 έως τις 8.30 το πρωί

στο παρεκκλήσιο της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας

στο δημοτικό πάρκο της πόλεως του Αγρινίου,

ψάλλεται η ακολουθία τού Όρθρου και στήν συνέχεια τελείται Θεία Λειτουργία.

........



Την προσεχή Παρασκευή

επι τη εορτή του έν αγίοις πατρός ημών
Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καπαδοκίας του Μεγάλου

πανηγυρίζουν

ο ομώνυμος περικαλής Ιερός Ναός :

στο Ελαιόφυτο του Δήμου Νεαπόλεως

και ο ιδρυματικός Ναός

του
Γηροκομείου της "Χριστιανικής Ενώσεως Αγρινίου",
( εδώ το απόγευμα της Πέμπτης 31 Δεκεμβρίου, του Μεγάλου Εσπερινού
θα χοροστατήσει ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ.Κοσμάς )


........


Ιερά Αγρυπνία,

επί τη εορτή της Περιτομής του Κυρίου και του Αγίου Βασιλείου

θα τελεσθεί την Πέμπτη το βράδυ

στο επ΄ονόματι της Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας

παρεκκλήσιο

της ομωνύμου Ιεραποστολικής Αδελφότητος της πόλεως του Αγρινίου
επι της οδού Γρίβα 51.

........


Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ.Κοσμάς

το πρωί της Παρασκευής 1ής Ιανουαρίου

θα ιερουργήσει στον Ιερό Ναό Ζωοδόχου Πηγής Αγρινίου.

Μετά το πέρας της Αρχιερατικής Θείας Λειτουργίας

θα προστή της Δοξολογίας

επί τη ενάρξει του νέου(πολιτικού) έτους.

........

Κάθε Σάββατο
και απο ώρα 7 έως 8.45 το πρωί

ψάλλεται Όρθρος και στήν συνέχεια τελείται Θεία Λειτουργία
απο τόν πατέρα Γεράσιμο Λιγνό

στόν Ιερό Ναό Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης Παναιτωλίου.
........


Την επομένη

Τρίτη 5 Ιανουαρίου

"λίαν πρωί",

σε όλους τους Ιερούς Ναούς και τις Ιερές Μονές
της Ιεράς μας Μητροπόλεως
μετά την ακολουθία του Όρθρου

θα ψαλλούν

οι Μεγάλες και Βασιλικές Ώρες των Θεοφανείων,
θα ακολουθήσει η τέλεση

του Μεγάλου εσπερινού της εορτής

μετά

της Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου
μετά το πέρας των οποίων

θα τελεσθεί η ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού.

........


Στον Ιερό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος της ιεράς πόλεως του Μεσολογγίου
θα ιερουργήσει

ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ.Κοσμάς,
την επομένη Τετάρτη 6 Ιανουαρίου

ανήμερα της εορτής των Θεοφανείων.

επιμέλεια:

"Ευδρομούντων Αλείπτης"

Δεῦτε χριστοφόροι λαοὶ κατίδωμεν, θαῦμα πᾶσαν ἔννοιαν, ἐκπλῆττον καὶ συνέχον καὶ εὐσεβῶς προσκυνοῦντες, πίστει ἀνυμνήσωμεν

Φώτη Κόντογλου:Οἱ τρεῖς μάγοι


Κατὰ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἑνωθήκανε τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια.

Ὁ οὐρανὸς ἔδωσε τὸν Ἀστέρα καὶ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ δοξολογούσανε ψέλνοντας, καὶ ἡ γῆ ἔδωσε τὴν Παναγία, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς τσομπάνηδες καὶ τοὺς μάγους.

Αὐτοὶ οἱ μάγοι εἶναι μυστήριο πὼς βρεθήκανε σὲ κεῖνο τὸ ἔρημο μέρος, ξεκινημένοι ἀπὸ τὴ μακρινὴ Χαλδαία. «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.»

Αὐτὰ λέγει τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο.

Καὶ πὼς σὰν ἄκουσε ὁ Ἡρώδης πὼς γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ βασιλέας τῶν Ἰουδαίων, νόμισε πὼς εἶναι ἐπίγειος βασιλιὰς κι ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως τοῦ πάρει τὴν βασιλεία, σύναξε ὅλους τους ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ τοὺς ρωτοῦσε ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός.

Καὶ ἐκεῖνοι τοῦ εἴπανε: Στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, γιατὶ ἔτσι εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν προφήτη Ἡσαΐα, ποὺ εἶπε: «Καὶ ἐσύ, Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, δὲν εἶσαι καθόλου μικρὴ ἀνάμεσα στοὺς ἡγεμόνες τοῦ Ἰούδα. Γιατὶ ἀπὸ σένα θὰ βγεῖ ἕνας ἄρχοντας, ποὺ θὰ κυβερνήσει τὸν λαό μου τὸν Ἰσραήλ».

Καὶ παρακάτω γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Τότε ὁ Ἡρώδης φώναξε κρυφὰ τοὺς μάγους καὶ πληροφορήθηκε ἀπὸ πότε φανερώθηκε τὸ ἄστρο, καὶ τοὺς ἔστειλε στὴ Βηθλεέμ, λέγοντάς τους: ῾Πηγαίνετε καὶ ἐξετάσετε καλὰ γιὰ τὸ παιδί, καὶ σὰν τὸ βρεῖτε, εἰδοποιῆστε με γιὰ νὰ ἔρθω κι ἐγὼ νὰ τὸ προσκυνήσω᾿. Καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἀκούσανε καὶ τραβήξανε. Καὶ νά, τὸ ἄστρο ποὺ εἴδανε στὴν Ἀνατολὴ τοὺς ὁδηγοῦσε, πηγαίνοντας μπροστά τους,ὡς ποὺ πῆγε καὶ στάθηκε ἀπάνω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἤτανε τὸ παιδί.

Καὶ σὰν εἴδανε τὸ ἄστρο, πήρανε πολὺ μεγάλη χαρά, καὶ πηγαίνοντας στὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε, εἴδανε τὸ παιδὶ μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του τὴ Μαρία, καὶ πέσανε καὶ τὸ προσκυνήσανε, κι ἀνοίξανε τὰ θησαυροφυλάκια τους καὶ τοῦ προσφέρανε γιὰ δῶρα, χρυσάφι καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα. Κι ἐπειδὴ εἴδανε κάποιο σημεῖο στὸ ὄνειρό τους νὰ μὴν ξαναγυρίσουνε στὸν Ἡρώδη, ἀπὸ ἄλλον δρόμο μισέψανε στὴ χώρα τους».

Ποιοί, λοιπόν, ἤτανε τοῦτοι οἱ Μάγοι κι ἀπὸ ποῦ κινήσανε, καὶ γιατί καταλάβανε τί λογῆς ἄστρο ἤτανε ἐκεῖνο, καὶ πῶς γνωρίζανε πῶς γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἀφοῦ δὲν τὸ ἤξερε μήτε ὁ βασιλιὰς τῆς Ἰουδαίας; Αὐτὴ ἡ παράξενη ἱστορία ἀρχίζει ἀπὸ χρόνια πολὺ παλιά, χίλια τρακόσια χρόνια, ἀπάνω-κάτω, πρὶν ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Τέτοιες ἱστορίες ποὺ βαστᾶνε χίλια χρόνια ὡς νὰ φανεῖ τὸ τέλος τους, μονάχα στὴν Ἀνατολὴ γίνουνται.

Σὲ ἐκεῖνον τὸν παμπάλαιο καιρό, ζοῦσε στὴ Φαθουρὰ τῆς Μεσοποταμίας ἕνας Βαλαάμ, γιὸς κάποιου Βεώρ, μάγος φημισμένος. Οἱ Ἑβραῖοι, φεύγοντας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, μὲ τὸν Μωυσῆ ἀρχηγό τους, εἴχανε φτάξει, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ βάσανα, στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, καὶ πολεμούσανε μὲ τὶς διάφορες φυλὲς ποὺ τοὺς φράζανε τὸ δρόμο.

Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς φυλὲς ἤτανε καὶ οἱ Μωαβίτες, ποὺ κατοικούσανε στὰ ἀνατολικὰ τῆς Νεκρῆς Θάλασσας, ἄνθρωποι πολεμικοὶ ἀφοῦ λέγανε πὼς βαστούσανε ἀπὸ τοὺς γείτονες Ὀμμίν. Αὐτοί, λοιπόν, εἴχανε τότες βασιλέα τὸν Βαλάκ. Βλέποντας ὁ Βαλὰκ πὼς οἱ Ἰσραηλίτες νικήσανε τοὺς Ἀμορραίους καὶ τὸν Ὤρ, τὸν βασιλέα τοῦ Βασάν, φοβήθηκε πὼς δὲν θὰ τὰ βγάλει πέρα μὲ τοὺς Ἑβραίους, κι ἔστειλε κάποιους ἄρχοντες στὸν Βαλαάμ, νὰ τοῦ ποῦνε πὼς οἱ Ἰσραηλίτες φτάξανε στὰ σύνορά του καὶ πὼς εἶναι πολὺς στρατός, καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουνε νὰ πάγει νὰ τοὺς καταραστεῖ, ὥστε νὰ νικηθοῦνε. Ἐπειδὴ πίστευε ὁ Βαλὰκ πὼς ὅποιον θὰ βλογοῦσε ὁ Βαλαάμ, θὰ νικοῦσε, κι ὅποιον καταριότανε θὰ νικιότανε.

Οἱ ἀποστελλάμενοι φτάξανε τὸ βράδυ στὸ χωριὸ τοῦ Βαλαὰμ καὶ τοῦ εἴπανε γιατί τοὺς ἔστειλε ὁ Βασιλιάς τους. Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε νὰ καταλύσουνε τὴ νύχτα στὸ χωριό, καὶ πὼς τὴν ἄλλη μέρα θὰ τοὺς πεῖ ὅτι τοῦ λαλήσει ὁ Θεός. Καὶ τὸ πρωί, σὰν σηκωθήκανε, τοὺς εἶπε ὁ Βαλαὰμ πὼς ὁ Θεὸς τὸν πρόσταξε νὰ μὴν πάγει νὰ καταραστεῖ τοὺς Ἰσραηλίτες, γιατὶ εἶναι βλογημένοι.

Κι οἱ Μωαβίτες φύγανε, καὶ γυρίσανε στὸν τόπο τους καὶ εἴπανε στὸν βασιλιὰ ὅτι τοὺς εἶχε πεῖ ὁ Βαλαάμ. Τότες ὁ Βαλὰκ τοὺς ξανάστειλε στὸν μάγο, παρακαλώντας τὸν νὰ πάγει, καὶ τάζοντάς του μεγάλες τιμὲς καὶ πολλὰ πλούτη. Μὰ ὁ Βαλαὰμ ἀποκρίθηκε πὼς δὲν θὰ πάγει, κι ἂν τοῦ δώσει ὁ βασιλιὰς ἀκόμα καὶ τὸ παλάτι του γεμάτο χρυσάφι, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ παρακούσει στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Πλὴν φανερώθηκε ὁ Θεὸς τὴ νύχτα στὸν Βαλαάμ, καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάγει στὸν Βαλάκ, μὰ νὰ κάνει ὅτι θὰ τοῦ πεῖ αὐτός. Τὸ πρωί, λοιπόν, καβαλίκεψε τὴ γαϊδάρα του, καὶ τράβηξε, μαζὶ μὲ τοὺς Μωαβίτες καὶ μὲ τοὺς δυὸ γιούς του. Ἀλλά, ἐκεῖ ποὺ περπατούσανε, ἡ γαϊδάρα ξεστράτισε ἀπὸ τὸν δρόμο, κι ὁ Βαλαὰμ τὴν ἔδερνε μὲ τὸ ραβδὶ ποὺ βαστοῦσε, ὡς ποὺ φτάξανε σὲ ἕνα μέρος ποὺ περνοῦσε ὁ δρόμος ἀνάμεσα στ᾿ ἀμπέλια, μεταξὺ σὲ δύο ξεροτρόχαλους (ξερολιθιές), κι ἐκεῖ ἡ γαϊδάρα κόλλησε ἀπάνω στὸν τοῖχο καὶ ζούληξε τὸ ποδάρι τοῦ Βαλαάμ, κι ἐκεῖνος ἔπιασε καὶ τὴ χτυποῦσε μὲ τὸ ραβδί.

Μὰ ἡ γαϊδάρα δὲν σάλευε ἀπὸ τὸν τόπο της, ἀλλὰ κώλωνε καὶ πίσω, κι ὁ γέρος τὴν ἔδερνε θυμωμένος. Τότες, ἄνοιξε ἡ γαϊδάρα τὸ στόμα της καὶ μίλησε μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ εἶπε στὸν Βαλαάμ: «Τί ἔκανα καὶ μὲ δέρνεις;» Κι εἶπε ὁ Βαλαάμ: «Μὲ περιπαίζεις ἄτιμο ζωντόβολο! Ἂν εἶχα μαχαίρι, θὰ σὲ ἔσφαζα».

Κι εἶπε ἡ γαϊδάρα:

«Μὲ καβαλικεύεις ἀπὸ τὰ νιάτα σου, καὶ δὲν σὲ στεναχώρησα ὡς τὰ σήμερα. Λοιπὸν δὲν φταίγω ἐγώ, ποὺ δὲν πηγαίνω μπροστά». Καὶ τότες ξεσκέπασε ὁ Θεὸς τὰ μάτια τοῦ Βαλαάμ, κι εἶδε ἕναν Ἄγγελο μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι, ποὺ μπόδιζε τὴ γαϊδάρα νὰ περπατήξει.

Κι ὁ Βαλαὰμ ἔσκυψε καὶ τὸν προσκύνησε. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Ἄγγελος: «Μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σὲ μποδίσω. Τώρα πήγαινε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Μὰ ἐγὼ θὰ σοὺ πῶ τί λόγο θὰ λαλήσεις».

Φτάνοντας λοιπὸν στὴ χώρα τοῦ Μωάβ, τὸν ὑποδέχτηκε μὲ τιμὴ ὁ Βαλάκ, κι ἀνεβήκανε μαζὶ σὲ ἕνα βουνὸ Φαγιώρ. Κι εἶπε ὁ Βαλαάμ: «Ὅτι μοῦ πεῖ ὁ Κύριος, αὐτὸ θὰ κάνω». Καὶ σὰν εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸ στράτευμα τῶν Ἑβραίων, ἄκουσε φωνὴ Κυρίου ποὺ τοῦ ἔλεγε:

«Εὐλογημένος εἶναι ὁ λαός μου ὁ Ἰσραήλ. Ἀπὸ τὸ σπέρμα του θὰ βγεῖ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ θὰ βασιλέψει ἀπάνω σὲ πολλὰ ἔθνη. Ὅποιος τὸν βλογήσει, θὰ εἶναι βλογημένος κι ὅποιος τὸν καταραστεῖ, θὰ εἶναι καταραμένος».

Καὶ βλόγησε, λοιπόν, ὁ Βαλαὰμ τοὺς Ἰσραηλίτες. Κι ὁ Βαλὰκ θύμωσε, μὰ ὁ Βαλαὰμ τοῦ εἶπε πὼς δὲν μπορεῖ νὰ μὴν κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ». Ὅπως βλέπει κανένας, ὁ Βαλαὰμ εἶναι ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, ποὺ προφήτεψε πὼς ὁ Χριστὸς θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἑβραίων, κατὰ τὰ λόγια του Θεοῦ ποὺ τοῦ εἶπε πὼς ἀπὸ αὐτὸ τὸ γένος θὰ γεννηθεῖ ἕνας ἄρχοντας ποὺ θὰ βασιλέψει πάνω στὰ ἔθνη.

Ἡ προφητεία του μοιάζει μὲ τὴν προφητεία ποὺ εἶπε γιὰ τὸν Χριστὸ ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, γιατὶ παρομοίασε, καὶ κεῖνος, τὸν Χριστὸ μὲ λιοντάρι, λέγοντας:

«Ἀναπεσὼν ἐκοιμήθη ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος. Τίς ἐγείρει αὐτόν;» Κ᾿ ἡ προφητεία τοῦ Βαλαὰμ λέγει:«Κατακλιθεὶς ἀνεπαύσατο ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος. Τίς ἀναστήσει αὐτόν;» (Ἀριθ. κγ´ 9).

Αὐτός, λοιπόν, εἶναι ὁ μάντις Βαλαάμ, ὁ προπάτορας τῶν μάγων ποὺ πήγανε ἀπὸ τὴ Χαλδαία νὰ προσκυνήσουνε τὸν Χριστὸ στὸ σπήλαιο ποὺ γεννήθηκε.

Ὁ Βαλαὰμ εἶπε στοὺς μαθητάδες του πὼς θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα ὁ μέγας Βασιλιάς, καὶ τοὺς προανάγγειλε νὰ κοιτάξουνε τὸν οὐρανὸ ὡς νὰ δοῦνε ἕνα καινούργιο ἄστρο, κι ἅμα τὸ δοῦνε, νὰ τρέξουνε νὰ τὸ ἀκολουθήσουνε, καὶ κεῖνο θὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν τόπο ποὺ θὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός.

Αὐτὸν τὸν λόγο τὸν φυλάξανε οἱ μαθητάδες τοῦ Βαλαὰμ καὶ τὸν μεταδώσανε στοὺς μαθητάδες τους, καὶ περιμένανε χίλια τρακόσια χρόνια, ὡς ποὺ νὰ δοῦνε ἐκεῖνον τὸν ἐξαίσιον Ἀστέρα.

Καὶ δὲν ἐβγῆκε ψεύτικη ἡ προφητεία τοῦ γέρο Βαλαάμ, ἀλλὰ ἀληθινή, καὶ σὰν εἴδανε τὸ παράξενο ἄστρο, σκιρτήσανε ἀπὸ χαρά, καὶ τρέξανε νὰ προσκυνήσουνε τὸν Κύριο, ποὺ δὲν βαρεθήκανε νὰ τὸν περιμένουν χίλια τρακόσια χρόνια, νύχτα μὲ νύχτα.

Ὤ! Πόση ὑπομονὴ ἔχει ἡ πίστη! Ἀνάμεσα στὰ εὐωδιασμένα ἄνθη τῆς ὑμνωδίας, μὲ τὰ ὁποῖα στολίζει ἡ Ἐκκλησία μας τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καὶ τοῦτο τὸ ὡραῖο τροπάρι ποὺ εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Βαλαάμ:

«Τοῦ Μάντεως πάλαι Βαλαάμ, τῶν λόγων μυητᾶς σοφούς, ἀστεροσκόπους χαρᾶς ἔπλησας, ἀστὴρ ἐκ τοῦ Ἰακώβ, ἀνατείλας Δέσποτα, Ἐθνῶν ἀπαρχὴν εἰσαγομένους· ἐδέξω δὲ προφανῶς, δῶρά σοι δεκτὰ προσκομίζοντας».


πηγή:

Φώτη Κόντογλου"Χριστού Γέννησις"

εκδόσεις Αρμός.


Χριστός γεννάται..:Γράφει ο μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης


Ο Χριστός γίνεται άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός.

Ο άνθρωπος δίχως τον Χριστό γίνεται απάνθρωπος.

Ο χριστιανισμός γέννησε τον ανθρωπισμό.

Ο ανθρωπισμός παραμυθεί την ανθρωπότητα.

Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο γυμνός, όπως ο κάθε άνθρωπος,
που όμως δεν το συλλογιέται καλά.

Αυτό, φρονούμε, είναι το μήνυμα των Χριστουγέννων.

Ο νεοελληνικός βίος θέλει να απομακρυνθεί από τον Χριστό.

Θεωρεί ότι περιορίζεται, ότι ασφυκτιά η ζωή του με τον Χριστό. Έτσι, ελεύθερος υποδουλώνεται σε διάφορα είδωλα.

Η Ορθοδοξία δεν μιλά πια στην καρδιά του Νεοέλληνα.

Τη γέννηση του Θεανθρώπου εορτάζει στη Β. Ευρώπη ή στην Άπω Ανατολή. Η Ευρώπη κι αυτή αποχριστιανισμένη. Ο ανθρωπισμός έγινε απανθρωπισμός.

Η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, η ασκητικότητα, η οικολογία, η μετά θάνατον ζωή συζητιούνται με πολλά ειρωνικά χαμόγελα.

Λησμόνησε ο σύγχρονος άνθρωπος και της Νότιας Ευρώπης ότι είναι θνητός, ότι όλοι είμαστε μελλοθάνατοι.

Νομίζουμε ότι είμαστε μόνιμοι οικήτορες του παρόντος κόσμου και όχι διαβάτες και μουσαφίρηδες. Η αίσθηση της επίγειας αθανασίας οδηγεί τον άνθρωπο στο ασταμάτητο κυνηγητό της ηδονής, από τη σάρκα, το χρήμα και τη δόξα. Συχνά το αποτέλεσμα είναι οδυνηρό, μα ο άνθρωπος δεν το βάζει κάτω.

Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να μας ανασηκώσει
και να μας πει πως είμαστε παρεπίδημοι.

Τυφλωμένος και αχόρταγος ο άνθρωπος από τις απολαύσεις, έτσι εορτάζει και τις χριστιανικές εορτές και τα Χριστούγεννα.

Αμφισβητώντας, αγνοώντας ή απορρίπτοντας το επέκεινα, ο άνθρωπος αφοσιώνεται όλος στο ενθάδε, στη μοναδικότητα του παρόντος,
στην απόλαυση της ζωής.

Η καθαρά αυτή υλιστική θεώρηση της ζωής δεν μπορεί να είναι μια αποτυχία του χριστιανισμού, που ποτέ κανέναν δεν μπορεί να εξουσιάσει, αλλά μια ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου στα γήινα, πρόσκαιρα και φθαρτά.

Η συρρίκνωση του ορθόδοξου βιώματος έκανε και τους Νεοέλληνες να εορτάζουν τις εορτές ανεόρταστα.

Η αγορά, η κατανάλωση, η διαφήμιση, η μόδα, η διατροφή, η ενδυμασία, η απόλαυση όλων των υλικών αγαθών άφησε άχαρη την ψυχή.

Χριστούγεννα σε μια παραμορφωμένη Ελλάδα με πικρές στατιστικές.

Σαρκώνεται ο Χριστός για τη θέωση του ανθρώπου.

Για την αναστήλωση του ιερού και μοναδικού του προσώπου.

Ο Νεοέλληνας σφυρίζει αδιάφορα και αρκείται σε καλό φαΐ και κρασί, τηλεόραση, καναπέ ή πολυθρόνα και γλυκά.

Το νήπιο Ιησούς απορεί για την κατάντια του μεγάλου θαύματος, του ανθρώπου.

Που πιστεύει σε ό,τι βλέπει και πιάνει.

Παραμελεί την ψυχή του.

Αδιαφορεί για τα ερωτηματικά της συνειδήσεώς του.

Απάνθρωπος βίος, αγενής συμπεριφορά, ατομισμός και αδιαφορία.

Για ποιους σαρκώθηκε ο Χριστός;

Για όλους.

Οι περισσότεροι τον περιφρονούν επιδεικτικά.

Δηλαδή απέτυχε;

Νομίζω εμείς αποτύχαμε και ακόμη δεν ταπεινωθήκαμε.

Δεν καταλάβαμε ότι δεν έχει ανάγκη από δικηγόρους ο Χριστός.

Από νωρίς κυνηγήθηκε ο Χριστός και έφυγε για την Αίγυπτο.

Η εξουσία φοβήθηκε την παρουσία του και κύλησε στο αίμα τα νήπια και γέμισε από θρήνους μητέρων η Σιών.

Νομίζουμε πως κάτι είμαστε και κάτι κάνουμε.

Δεν καταλάβαμε πως ως τιποτένιοι, απορριμμένοι και ταπεινοί κάτι κάποτε μπορούμε να κατορθώσουμε.

Ας διακόψουμε τα πολλά λόγια και ας αφήσουμε να μιλήσει το παράδειγμα.

Έχουμε μεγάλη ανάγκη σήμερα από συμπεριφορές και όχι από ομιλίες.

Το νήπιο Χριστός στη φάτνη της Βηθλεέμ είναι σιωπηλό
κι όμως διδάσκει περίτρανα την ταπείνωση.

Οι νεοέλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι έχουν μεγάλη την ανάγκη της γνήσιας μετάνοιας και της αληθινής ταπείνωσης.

Οι καιροί είναι δύσκολοι, μα μην τους κάνουμε δυσκολότερους. Ο νεοελληνικός προκλητικός, υπερκαταναλωτικός βίος καταντά απαράκλητος και άχαρος.

Των Ελλήνων οι κοινότητες κατά τον Δ. Σαββόπουλο αξίζει να ξαναθυμηθούν την ομορφιά της συντροφιάς, τη χάρη της παρέας, την ωραιότητα του καλαμπουριού.

Και κατά τον Κ. Τσιρόπουλο την ευγένεια του πνεύματος
που δίδαξαν με το βίο τους οι άγιοί μας.

Παρ’ όλα αυτά, αγαπητοί,

“Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε, Χριστός επί γης υψώθητε, άσατε τω Κυρίω άσμα καινόν και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε λαοί ότι δεδόξασται”.

πηγή:Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Διαβάζουμε Πολιτεία...

να σας τα πούμε...

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Ἡ Βηθλεὲμ μὴ στύγναζε, ἀλλ' εὐθύμει, τῶν ἱερῶν Νηπίων τῇ ἀναιρέσει· θύματα γὰρ τέλεια τῷ Δεσπότῃ, Χριστῷ προσανηνέχθησαν


Τοῦ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας,
τῶν Ἰουδαίων τὸ κράτος κατήργηται.
Σκιρτάτω τὰ Νήπια, ὑπὲρ Χριστοῦ σφαττόμενα,
Ἰουδαία ὀδυρέσθω·
φωνὴ γάρ ἠκούσθη ἐν Ῥαμᾷ, Ῥαχὴλ κλαίουσα, τὰ τέκνα αὐτῆς.
Βρέφη γὰρ Ἡρῴδης ἀνελὼν ὁ παράνομος,
ἀπεπλήρου τὴν Γραφήν,
τὴν Ἰουδαίαν ἐμπιπλῶν ἀθώου αἵματος·
καὶ ἡ γῆ μὲν ἠρυθραίνετο τοῖς τῶν Νηπίων αἵμασιν·
ἡ ἐξ Ἐθνῶν δὲ ἐκκλησία,
μυστικῶς ἁγνίζεται, καὶ στολὴν ἐνδύεται.
Ἦλθεν ἡ ἀλήθεια,
ὁ Θεὸς ἐπέφανε, τοῖς ἐν σκιᾷ καθημένοις,
ἐκ Παρθένου γεννηθείς,
εἰς τὸ σῶσαι ἡμᾶς.

Ώσπερ οι τους ηδίστους καρπούς...



Διά ξίφους άωρα μητέρων βρέφη, Ανείλεν εχθρός του βρεφοπλάστου Bρέφους.
Nήπια αμφ’ ενάτην τάμον εικάδα παππάζοντα.

Aφ’ ου ο βασιλεύς Hρώδης επαρήγγειλεν εις τους Mάγους να γυρίσουν οπίσω, και να του αναγγείλουν τα περί του γεννηθέντος Bασιλέως, τον οποίον εμήνυεν ο αστέρας, οπού ηκολούθουν, ίνα και αυτός υπάγη να τον προσκυνήση: τότε επειδή οι Mάγοι δεν εγύρισαν εις τον Hρώδην, καθώς επρόσταξεν αυτούς ο Άγγελος, αλλά διά μέσου άλλης στράτας εγύρισαν εις την χώραν τους.

Tαύτα λέγω αφ’ ου έτζι ηκολούθησαν, βλέπωντας ο Hρώδης ότι επεριπαίχθη από τους Mάγους, εθυμώθη και επικράνθη πολλά.

Όθεν έχωντας εις την ενθύμησίν του εκείνο, οπού είπον οι Mάγοι, ότι δηλαδή ο αστήρ εφάνη ολιγώτερον από δύω χρόνους:

τούτου χάριν έστειλε τους στρατιώτας του και εφόνευσαν όλα τα παιδία τα ευρισκόμενα εις την Bηθλεέμ, όσα δηλαδή ήτον κάτω από τους δύω χρόνους.

Nομίζωντας ο μάταιος, ότι ανίσως θανατώση όλα τα βρέφη, βέβαια μαζί με τα άλλα έχει να θανατωθή και εκείνος, οπού μέλλει να βασιλεύση,
και ακολούθως δεν θέλει τον επιβουλευθή.

Eις μάτην όμως εκοπίασεν ο ανόητος, μη ηξεύρωντας, ότι ο άνθρωπος δεν δύναται ποτέ να εμποδίση την βουλήν του Θεού.

Όθεν, εις μεν τα νήπια, επροξένησε Bασιλείαν Oυρανών.

Eις δε τον εαυτόν του, επροξένησεν ο άθλιος την αιώνιον κόλασιν.


πηγή:
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005

Του έν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου Νύσσης: λόγος εἰς τὴν Χριστοῦ γέννησιν καί στά νήπια πού φονεύθηκαν ἀπό τόν Ἡρώδη στή Βηθλεέμ

Στην ιερά μνήμη
της μικρής Βασιλικής
που πρίν απο δύο ημέρες εκοιμήθει έν Κυρίω...

Ο Κύριος μας να παρηγορεί τους δικούς της και να αναπαύει την ψυχούλα της.



Τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου μᾶς προτρέπει νά γυρίσομε στή Βηθλεέμ καί νά παρατηρήσομε τά μυστήρια τοῦ σπηλαίου.

Ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτό;

Ἕνα παιδί τυλιγμένο στά σπάργανα ν᾿ ἀναπαύεται μέσα σέ φάτνη, καί ἡ Παρθένος ἀκόμα καί μετά τή γέννηση, ἡ ἄφθορη μητέρα περιποιεῖται τό μικρό.

Ἄς ποῦμε ἐμεῖς οἱ ποιμένες τό λόγο τοῦ προφήτη·
«ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καί εἴδαμε στήν πόλη τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων,
στήν πόλη τοῦ Θεοῦ μας»
(Ψαλμ. 42).

Δέν ἔγιναν ἄραγε αὐτά τυχαῖα κι ὅπως ἦρθαν καί συνέπεσαν νά ἐξιστοροῦνται γιά τό Χριστό ἤ ἡ ἱστορία ἔχει κάποιο λόγο;

Τί νόημα ἔχει γιά τόν Κύριο τό κατάλυμα στό σπήλαιο καί τό πλάγιασμά του στή φάτνη, ἡ ἀνάμιξή του μέσα στή ζωή τόν καιρό τῆς ἀπογραφῆς τῶν φόρων;

Ἤ εἶναι φανερό ὅτι ὅπως μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τή νομική κατάρα μέ τό νά γίνει αὐτός ὁ ἴδιος κατάρα γιά χάρη μας (Γαλ. 3, 13) καί μεταφέρει στόν ἑαυτό του τά δικά μας τραύματα, γιά νά γίνομε καλά ἐμεῖς μέ τά δικά του τραύματα (Ἠσ. 53, 9), ἔτσι γίνεται καί μέ τή φορολογία, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τῆς κακίας, πού ἔδεναν τό ἀνθρώπινο γένος καθώς τό φορολογοῦσε ὁ θάνατος;

Ἀλλά βλέποντας τό σπήλαιο ὅπου γεννιέται ὁ Κύριος, βάλε στό νοῦ σου τό σκοτεινό καί ὑπόγειο βίο τῶν ἀνθρώπων, ὅπου φθάνει καί ἐκεῖνος πού φανερώνεται σ᾿ αὐτούς πού κάθονται στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2).

Καί τυλίγεται σφιχτά μέσα στά σπάργνα,
αὐτός πού ἔχει φορέσει τίς σειρές τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων.

Ἡ φάτνη εἶναι ὁ στάβλος τῶν ἀλόγων ζώων,
ὅπου γεννιέται ὁ Λόγος, γιά νά καταλάβει τό βόδι τόν ἀφέντη του
καί ὁ ὄνος τό παχνί τοῦ Κυρίου του (Ἠσ. 1, 3).

Βόδι εἶναι αὐτός πού εἶναι στό ζυγό τοῦ νόμου, ἐνῶ ὄνος τό μεταφορικό ζῶο, τό φορτωμένο μέ τήν ἁμαρτία τῆς εἰδωλολατρίας.

Καί ἡ κατάλληλη βέβαια γιά τά ζῶα τροφή καί ζωή εἶναι τό χόρτο· «αὐτός πού κάνει νά φυτρώνει χόρτο γιά τά ζῶα» (Ψαλμ. 103, 14),λέει ὁ προφήτης,ἐνῶ τό λογικό ζῶο τρέφεται μέ ψωμί.

Γι᾿ αὐτό λοιπόν ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό (Ἰω. 6, 48 ἑ) τοποθετεῖται μέσα στή φάτνη, πού εἶναι ἡ κατοικία τῶν ἀλόγων, γιά νά μεταλάβουν καί τά ἄλογα τροφή λογική καί νά γίνουν λογικά.

Γίνεται λοιπόν μέσα στή φάτνη ἀνάμεσα στό βόδι καί τόν ὄνο ὁ Κύριος μεσίτης καί τῶν δύο, γιά νά γκρεμίσει τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ καί νά ἑνώσει στό πρόσωπό του τούς δύο σέ ἕνα νέο ἄνθρωπο (Ἐφ. 2, 14), καταργώντας τοῦ ἑνός τό βαρύ ζυγό τοῦ Νόμου καί τόν ἄλλο ἐλευθερώνοντάς τον ἀπό τό φορτίο τῆς εἰδωλολατρίας.

Ἀλλά ἄς ὑψώσομε τό βλέμμα στά οὐράνια θαύματα.

Γιατί νά, δέ μᾶς εὐαγγελίζονται τή χαρά αὐτήν μόνο προφῆτες καί ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ οὐρανοί μέ τά δικά τους θαύματα διαλαλοῦν τή δόξα τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὁ Χριστός ἔχει ἀνατείλει γιά χάρη μας ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα (Ἑβρ. 7, 14), ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι δέν καταφωτίζονται ἀπό αὐτόν πού ἀνέτειλε.

Οἱ μάγοι εἶναι ἄσχετοι ἀπό τίς διαθῆκες τῆς ἐπαγγελίας καί ξένοι ἀπό τήν εὐλογία τῶν πατέρων, προηγοῦνται ὅμως στή γνώση ἀπό τόν ἰσραηλιτικό λαό· καί τό οὐράνιο ἄστρο ἀναγνώρισαν καί τό βασιλιά μέσα στό σπήλαιο δέν ἀγνόησαν.

Οἱ μάγοι φέρνουν δῶρα, ἐνῶ αὐτοί τόν ἐπιβουλεύονται.

Οἱ πρῶτοι τόν προσκυνοῦν, οἱ ἄλλοι τόν καταδιώκουν.

Ἐκεῖνοι χαίρονται ὅταν βρῆκαν αὐτόν πού ζητοῦσαν.

Αὐτοί ταράζονται ἀπό τή γέννηση ἐκείνου πού εἶχε προαγγελθεῖ.

Γιατί λέει, «ὅταν εἶδαν οἱ μάγοι τό ἄστρο πάνω ἀπό τό μέρος ὅπου ἦταν τό παιδί δοκίμασαν μεγάλη χαρά. Ἐνῶ ὁ Ἡρώδης ὅταν ἄκουσε τό λόγο ταράχτηκε καί μαζί του ὅλα τά Ἰεροσόλυμα» (Ματθ. 2, 10).

Οἱ μάγοι προσφέρουν σ᾿αὐτόν λίβανο ὅπως σέ Θεό, τιμοῦν μέ χρυσό τό βασιλικό ἀξίωμα, καί τήν οἰκονομία κατά τό πάθος τή δηλώνουν μέ τή σμύρνα κατά κάποια προφητική χάρη.

Ἐνῶ οἱ ἄλλοι καταδικάζουν στήν ἐξόντωση ὅλη τήν παιδική ἡλικία, πράγμα πού μοῦ φαίνεται ὅτι τούς κατηγορεῖ ὄχι μόνο γιά τή σκληρότητα ἀλλά καί γιά τήν ἀνοησία τους.

Ποιό λόγο δηλαδή εἶχε ὁ φόνος τῶν παιδιῶν;

Καί γιά ποιό σκοπό τόλμησαν τό ἀνόσιο αὐτό ἔγκλημα;

Ἐπειδή, λέει, ἕνα νέο θαυμαστό φαινόμενο τοῦ οὐρανοῦ μήνυσε στούς μάγους τήν ἀνάδειξη τοῦ Βασιλέα.

Τί λοιπόν; Πιστεύεις ὅτι τό σημεῖο πού τόν μήνυσε εἶναι ἀληθινόἤ θεωρεῖς ἀνυπόστατο, ὅ,τι λέγεται;

Ἄν εἶναι τέτοιος ὥστε νά κάνει ὑποχείριους τούς οὐρανούς, αὐτό δέν εἶναι ὁπωσδήποτε πάνω ἀπό τή δύναμή σου;

Ἄν ὅμως δίνει στήν ἐξουσία σου τή ζωή καί τό θάνατό του, τόν φοβᾶσαι μάταια. Γιατί αὐτόν πού φέρεται ἔτσι, ὥστε νά εἶναι ὑποχείριος στήν ἐξουσία σου,γιά ποιό λόγο εἶναι ἐπίφοβος;

Γιατί ἐξαπολύεται ἡ φρικτή ἐκείνη διαταγή, ἡ ἀποτρόπαια ἀπόφαση κατά τῶν παιδιῶν, νά ἐξοντωθοῦν τά ἄμοιρα βρέφη;

Ποιά ἀδικία ἔκαναν;

Ποιά ἀφορμή θανάτου ἤ τιμωρίας ἔδωσαν κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους;

Τό ἔγκλημά τους ἦταν ἕνα, ὅτι γεννήθηκαν καί εἶδαν τό φῶς.

Γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά γεμίσει ἡ πόλη ἀπό δημίους καί νά μαζευτεῖ πλῆθος μητέρων καί νηπίων, κόσμος νά τούς συμπαραστέκεται καί οἱ γονεῖς καί ὅλοι, ὅπως εἶναι φυσικό νά μαζεύονται γιά τή συμφορά τῶν συγγενῶν τους.

Ποιός μπορεῖ νά περιγράψει μέ τό λόγο τίς συμφορές;

Ποιός μέ τή διήγησή του θά φέρει μπροστά στά μάτια μας τή δυστυχία;

Τόν ἀνάμικτο ἐκεῖνο θρῆνο, τό γοερό μοιρολόι παιδιῶν, μητέρων, συγγενῶν, πατέρων, πού κραύγαζαν ἀξιολύπητα μπροστά στήν ἀπειλή τῶν δημίων;

Πῶς νά ζωγραφίσει κανένας τό δήμιο κοντά στό νήπιο μέ γυμνό τό ξίφος, μέ βλέμμα ὅλο κακία καί φόνο καί παρόμοια καί νά μιλᾶ, νά σέρνει πρός τόν ἑαυτό του τό βρέφος μέ τό ἕνα χέρι καί μέ τό ἄλλο νά ὑψώνει τό ξίφος, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἡ μητέρα νά τραβάει τό παιδί πρός τό δικό της μέρος καί ν᾿ ἁπλώνει τό δικό της τράχηλο στήν κόψη τοῦ σπαθιοῦ, γιά νά μή δεῖ μέ τά μάτια της τό δόλιο της παιδί νά τό σκοτώνουν τά χέρια τοῦ δημίου;

Πῶς πάλι θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ κάποιος τά ὅσα δοκίμασαν οἱ πατέρες;

Τίς ἀνακλήσεις τῶν παιδιῶν τους, τίς κραυγές, τά σφιχταγκαλιάσματα, καί πολλά παρόμοια πού τά ἔκαναν ὅλα μαζί;

Ποιός μπορεῖ νά διεκτραγωδήσει τήν πολλαπλή καί πολύτροπη συμφορά, τίς διπλές ὠδίνες τῶν μητέρων πού μόλις γέννησαν, τά διαπεραστικά μαχαίρια τῆς φύσης;

Πῶς τό δόλιο βρέφος κολλοῦσε στό μαστό τῆς μητέρας καί στά σπλάχνα του δεχόταν τό θανάσιμο χτύπημα;

Πῶς ἡ δύστυχη μάννα καί τό μαστό της ἔδινε στό παιδί καί τοῦ παιδιοῦ της τό αἷμα δεχόταν στούς κόρφους της;

Πολλές φορές μάλιστα μέ τήν κίνηση τοῦ χεριοῦ του ὁ δῆμιος, μ᾿ ἕνα χτύπημα τοῦ ξίφους πέρασε μαζί πέρα γιά πέρα παιδί καί μητέρα καί τό αἷμα ἔκανε κοινό αὐλάκι ἀνακατεμένο ἀπό τό μητρικό τραῦμα καί τή θανάσιμη λαβωματιά τοῦ παιδιοῦ.

Κι ἐπειδή περιεῖχε κι αὐτό ἡ ἀνίερη διαταγή τοῦ Ἡρώδη, νά μή ἐφαρμοστεῖ ἡ θανατική ἀπόφαση μόνο στά ἀρτιγέννητα, ἀλλά κι ἄν κάποιο ἦταν δύο ἐτῶν νά φονευτεῖ κι αὐτό μαζί (Ματθ. 2, 16) (γιατί ἔγραφε ἀπό δύο χρονῶν καί κάτω), ἄλλη συμφορά πάλι θέλει νά πεῖ ὁ λόγος μ᾿ αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, γιατί πολλές φορές τό διάστημα τῶν δύο ἐτῶν ἔκανε δύο φορές μητέρα τήν ἴδια γυναίκα.

Θλιβερό πάλι θέαμα κι ἐδῶ, δύο δήμιοι ν᾿ ἀσχολοῦνται μέ τήν ἴδια μάννα, ὁ ἕνας νά τραβάει τό παιδί πού τρέχει γύρω στή μητέρα κι ὁ ἄλλος νά ξεκολλάει ἀπό τήν μάννα τό βρέφος τῆς ἀγκαλιᾶς.

Τί εἶναι φυσικό ὅτι θά ὑπόφερε ἡ δύστυχη μάνα;

Σκιζόταν ἡ καρδιά της στά δύο παιδιά της κι ἔκαιγε καί τῶν δύο ὁ πόνος ἐξίσου τά μητρικά σπλάχνα καί δέν ἤξερε ποιόν ἀπό τούς δύο δημίους ν᾿ ἀκολουθήσει, πού ὁ ἕνας ἀπό δῶ κι ὁ ἄλλος ἀπό κεῖ ἔσερναν τά παιδιά νά τά σφάξουν;

Νά τρέξει στό νεογέννητο; τό κλάμα του εἶναι ἀκόμη χωρίς εἱρμό καί χωρίς ἔκφραση.

Ἀκούει ὅμως τό ἄλλο πού μιλάει πιά καί φωνάζει τή μητέρα του κλαίγοντας καί μέ διακοπτόμενη φωνή. Τί νά κάνει; Πῶς ν᾿ ἀνταποκριθεῖ; Σέ ποιοῦ τό κάλεσμα ν᾿ ἀπαντήσει; Μέ ποιοῦ τήν κραυγή νά ἑνώσει τή δική της; Ποιόν θάνατο νά θρηνήσει, ἀφοῦ ἴσα τήν σκίζουν τά μαχαίρια τῆς φύσης;

Ἀλλά ἄς ἀπομακρύνομε τήν ἀκοή μας ἀπό τούς θρήνους γιά τά παιδιά κι ἄς στρέψομε τό νοῦ μας σέ πιό χαρούμενες σκέψεις πού ταιριάζουν καλύτερα στήν ἑορτή, ἄν καί ἡ Ραχήλ μέ δυνατές φωνές, ὅπως λέει ὁ προφήτης ( Ἰερ. 31, 15.. Ματθ. 2, 17), θρηνεῖ τή σφαγή τῶν παιδιῶν της.

Στήν ἑορτάσιμη ἡμέρα, λέει ὁ σοφός Σολομών, πρέπει νά ξεχνοῦμε τίς συμφορές.

Καί ποιά ἄλλη ἑορτή πιό χαρμόσυνη ἀπό αὐτήν ἔχομε, κατά τήν ὁποία ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σκορπίζοντας τά πονηρά σκοτάδια τοῦ διαβόλου φωτίζει τήν κτίση μέ τήν ἴδια μας τή φύση, μέσα στήν ὁποία ὅ,τι ἔχει πέσει σηκώνεται, ὅ,τι βρίσκεται σέ πόλεμο ὁδηγεῖται στήν εἰρήνευση, τό ἀποκηρυγμένο ἐπαναφέρεται, ὅ,τι ἔχει ἐκπέσει ἀπό τή ζωή ἐπανέρχεται στή ζωή, ὅ,τι εἶχε ὑποδουλωθεῖ κι αἰχμαλωτιστεῖ ἀποκαθίσταται στό βασιλικό ἀξίωμα, κι ὅ,τι ἦταν δέμενο μέ τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐπιστρέφει ἐλευθερωμένο στή χώρα τῶν ζωντανῶν;

Τώρα, σύμφωνα μέ τήν προφητεία, συντρίβονται οἱ χάλκινες πύλες τοῦ θανάτου (Ψαλμ. 106, 14)· θραύονται οἱ σιδερένιοι μοχλοί, πού πρῶτα κρατοῦσαν στήν εἱρκτή καί στή φύλαξη τοῦ θανάτου τό ἀνθρώπινο γένος.

Τώρα, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ, ἀνοίγει ἡ πύλη τῆς δικαιοσύνης (Ψαλμ. 117, 19).

Τώρα ἀκούγονται σ᾿ ὅλη τήν οἰκουμένη ὁμόφωνα τά τραγούδια ὅσων ἑορτάζουν.

Ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ὁ θάνατος καί ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ἡ σωτηρία.

Ὁ πρῶτος ἔπεσε στήν ἁμαρτία, ὁ δεύτερος σήκωσε αὐτόν πού εἶχε πέσει.

Ἡ γυναίκα ὑπερασπίστηκε τή γυναίκα.

Ἡ πρώτη ἄνοιξε τήν εἴσοδο στήν ἁμαρτία, αὐτή ἐδῶ ὑπηρέτησε τήν εἴσοδο τῆς δικαιοσύνης.

Ἐκείνη δέχτηκε τή συμβουλή τοῦ φιδιοῦ, αὐτή μᾶς ἔδωσε τόν ἀναιρέτη τοῦ φιδιοῦ καί γέννησε τό δημιουργό τοῦ φωτός.

Ἐκείνη μᾶς ἔφερε μέ τό δέντρο τήν ἁμαρτία, αὐτή μέ τό ξύλο ἔφερε στή θέση τῆς ἁμαρτίας τό ἀγαθό. Ξύλο ἐννοῶ τό σταυρό.

Ὁ καρπός τοῦ ξύλου αὐτοῦ δέ λείπει ποτέ καί γίνεται ζωή ἀμάραντη γι᾿ αὐτούς πού τόν γεύονται. Καί κανένας νά μή νομίζει ὅτι μόνο στό μυστήριο τοῦ Πάσχα ἁρμόζει ἡ εὐχαριστία αὐτή. Ἄς σκεφτεῖ ὅτι τό Πάσχα εἶναι τό τέλος τῆς οἰκονομίας. Καί πῶς θά γινόταν τό πέρας, ἄς δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀρχή; Ποιό εἶναι ἀρχικότερο ἀπό τό ἄλλο; Ἀσφαλῶς ἡ γέννηση ἀπό τήν οἰκονομία τοῦ πάθους.

Καί τοῦ Πάσχα λοιπόν οἱ ἔπαινοι εἶναι μέρος τῶν ἐγκωμίων τῆς γέννησης.

Κι ἄν ἀριθμήσει κανένας τά εὐεργετήματα ὅσων ἱστοροῦν τά εὐαγγέλια καί διηγηθεῖ τίς θαυματουργικές θεραπεῖες, τή διατροφή χωρίς τά ἀπαιτούμενα τρόφιμα, τήν ἐπιστροφή τῶν νεκρῶν ἀπό τά μνήματα, τήν αὐτοσχέδια παρασκευή τοῦ κρασιοῦ, τήν ἐκδίωξη τῶν δαιμονίων, τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας ἔπειτα ἀπό λογῆς ἀρρώστιες, τίς ἀνορθώσεις τῶν κουτσῶν, τήν ὅραση πού ἦρθε ἀπό τόν πηλό, τά θεῖα διδάγματα, τίς νομοθεσίες, τή μύηση πρός τά ὑψηλότερα μέ τίς παραβολές, ὅλα αὐτά εἶναι δωρεά τῆς σημερινῆς ἡμέρας· γιατί αὐτή ἔγινε ἀρχή στά ἀγαθά πού ἀκολούθησαν.

«Ἄς χαροῦμε» λοιπόν «κι ἄς εὐφρανθοῦμε κατά τή διάρκεια αὐτῆς»

(Ψαλμ. 43, 17).

Ἄς μή φοβηθοῦμε τίς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων καί ἄς μήν νικηθοῦμε ἀπό τήν προσπάθειά τους νά μᾶς ἐξευτελίσουν, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ προφήτης. Αὐτοί χλευάζουν τό λόγο τῆς οἰκονομίας, ὅτι δέν ἁρμόζει νά λάβει ὁ Κύριος σῶμα ἀνθρώπου καί μέ τή γέννηση ν᾿ ἀναμιχθεῖ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἀγνοώντας, ὅπως φαίνεται, τό μυστήριο, πῶς δηλαδή οἰκονόμησε τή σωτηρία μας ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ.

Πουληθήκαμε ἑκούσια μέ τίς ἁμαρτίες μας καί ὑποδουλωθήκαμε στόν ἐχθρό τῆς ζωῆς μας σάν δοῦλοι ἀγορασμένοι.

Τί παραπάνω ἤθελες νά σοῦ προσφέρει ὁ Κύριος ;

Ὄχι τό νά ἐξαιρεθεῖς ἀπό τή συμφορά; Τί λεπτολογεῖς τόν τρόπο; Γιατί θέτεις νόμους στό νομοθέτη, χωρίς ν᾿ ἀντιλαμβάνεσαι τίς εὐεργεσίες του; Εἶναι σάν νά ἀποκρούει κανένας τό γιατρό καί μέμφεται τήν εὐεργετική ἐπέμβασή του, ἐπειδή πραγματοποίησε τή θεραπεία μ᾿ αὐτόν κι ὄχι μέ ἄλλο τρόπο.

Ἄν ἐπιζητεῖς ἀπό περιέργεια νά μάθεις τό μέγεθος τῆς οἰκονομίας, σοῦ φτάνει τόσο μόνο, ὅτι τό θεῖο δέν εἶναι ἕνα μόνο ὁρισμένο ἀγαθό, ἀλλά ὅποιο ἀγαθό μποροῦμε νά φανταστοῦμε, ἐκεῖνο εἶναι· δύναμη, δικαιοσύνη, ἀγαθότητα, σοφία, ὅσα ὀνόματα καί νοήματα ἔχουν σημασία κατάλληλη γιά τό θεῖο.

Πρόσεξε λοιπόν μήπως δέ συνεργάστηκαν ὅσα εἴπαμε στήν εὐεργεσία πού μᾶς ἔγινε, ἡ ἀγαθότητα, ἡ σοφία, ἡ δύναμη, ἡ δικαιοσύνη. Ὡς ἀγαθός, ἀγάπησε τόν ἀποστάτη· ὡς σοφός, βρῆκε τρόπο νά ἐπανέλθουν οἱ ὑποδουλωμένοι· ὡς δίκαιος, δέν πιέζει αὐτόν πού ὑποδούλωσε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπόκτησε μέ τό δίκαιο τῆς ἀγορᾶς, ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό του ἀντάλλαγμα γιά τούς ὑποδουλωμένους, ὥστε, ἀναλαμβάνοντας σάν κάποιος ἐγγυτής τήν ὀφειλή, νά ἐλευθερώσει τόν κρατούμενο.

Ὡς δυνατός πού ἦταν, δέν κρατήθηκε ἀπό τόν Ἅδη οὔτε τό σῶμα του γνώρισε τή φθορά. Οὔτε βέβαια ἦταν δυνατό νά νικηθεῖ ἀπό τή φθορά ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς.

Ἀλλά ἦταν ντροπή νά ἀνεχθεῖ ἀνθρώπινη γέννηση καί νά δεχτεῖ τήν ἐμπειρία τῶν παθημάτων τῆς σάρκας; Μιλᾶς γιά τήν ὑπερβολή τῆς εὐεργεσίας.

Πραγματικά, ἐπειδή δέν ἦταν δυνατό νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόσο μεγάλα δεινά τό ἀνθρώπινο γένος, δέχτηκε ὁ βασιλεύς ὅλης τῆς ἀπαθοῦς φύσης ν᾿ ἀνταλλάξει τήν ἴδια του δόξα μέ τή δική μας ζωή.

Ἔτσι ἡ καθαρότητα μπαίνει μέσα στό δικό μας ρύπο, ἐνῶ ὁ ρύπος δέν ἀγγίζει τήν καθαρότητα, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι «τό φῶς ἔλαμψε μέσα στό σκοτάδι καί τό σκοτάδι δέν τό κατανίκησε» (Ἰω. 1, 5).

Ὁ ζόφος ἀφανίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ φωτός, ὁ ἥλιος δέν μαυρίζει ἀπό τό ζόφο.

Τή θνητότητα τήν καταπίνει ἡ ζωή, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Β´ Κορ. 5, 4), δέν ἐξαντλεῖται ἡ ζωή μέ τό θάνατο. Ὅ,τι ἔχει καταφθαρεῖ σώζεται μαζί μέ τό ἄφθαρτο. Ἡ φθορά δέν ἐπηρεάζει τήν ἀφθαρσία.

Γι᾿ αὐτό γίνεται κοινός ὁ ὕμνος ὅλης τῆς κτίσης, καθώς ἀναπέμπουν ὅλοι σύμφωνη δοξολογία στό Δεσπότη τῆς κτίσης.

Κάθε στόμα ἐπουράνιων καί ἐπίγειων καί ὑπόγειων φωνάζει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι γιά νά δοξάζεται ὁ Θεός Πατέρας

καί πρέπει νά εὐλογεῖται στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.