Χριστού περιτμηθέντος, ετμήθη νόμος.
Και του νόμου τμηθέντος, εισήχθη χάρις.
+ Tην κατά σάρκα Περιτομήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποίαν κατεδέχθη να λάβη φιλανθρώπως κατά την προσταγήν του παλαιού νόμου1, ίνα αντί της χειροποιήτου και σαρκικής περιτομής, αντεισάξη εις ημάς την αχειροποίητον και πνευματικήν περιτομήν, ήτοι το Άγιον Βάπτισμα.
Ταύτην λέγω την του Κυρίου Περιτομήν, παρελάβομεν ημείς οι Χριστιανοί υπό των Aγίων Πατέρων, να πανηγυρίζωμεν κατ’ έτος:
καθώς και την πανηγυρίζομεν, λογιζόμενοι ταύτην,
μίαν από τας Δεσποτικάς εορτάς διά τον ημάς τιμήσαντα Κύριον,
διά μέσου αυτής.
Καθώς γαρ ο Κύριος κατεδέχθη διά λόγου μας την ένσαρκον αυτού Γέννησιν, και όλα τα άλλα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως έλαβεν, όσα ήτον παντελώς αδιάβλητα και ακατηγόρητα, τοιουτοτρόπως δεν επαισχύνθη ο Πανάγαθος να λάβη και την περιτομήν, διά δύω αίτια.
Πρώτον μεν, διατί ηθέλησε να εμφράξη τα στόματα των αιρετικών, οίτινες ετόλμησαν να ειπούν, ότι δεν ανέλαβεν ο Κύριος σάρκα αληθινήν,
αλλά κατά φαντασίαν.
Οποίοι ήτον ο θεομάχος Μάνης, και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι. Διότι πώς ήθελε περιτμηθή, ανίσως δεν έλαβε σάρκα αληθινήν;
Και δεύτερον δε, διά να επιστομίση τους Ιουδαίους, οίτινες εκατηγόρουν τον Κύριον, πως δεν φυλάττει το Σάββατον.
Και πως παραβαίνει τον νόμον, ψευδώς συκοφαντούντες αυτόν.
Αυτός γαρ εφύλαττε τον νόμον έως και εις αυτήν την περιτομήν2.
Διά τούτο λοιπόν ύστερα από οκτώ ημέρας της εκ Παρθένου γεννήσεώς του, ευδόκησεν ο Κύριος να φερθή από την Μητέρα του και από τον Ιωσήφ, εις τον διωρισμένον τόπον εκείνον, όπου ήτον συνήθεια να περιτέμνωνται τα βρέφη, και εκεί επεριτμήθη, και έλαβε το γλυκύτατον όνομα Ιησούς.
Το οποίον εκάλεσεν ο Aρχάγγελος Γαβριήλ, όταν ευηγγέλισε την Θεοτόκον, προ του να συλληφθή ο Κύριος εν τη κοιλία της Παρθένου,
ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Μετά δε την περιτομήν, ήτον μαζί με τους γονείς του ο Κύριος, και έζη ανθρωπίνως, προκόπτων και αυξάνων, τόσον κατά την ηλικίαν του σώματος, όσον και κατά την σοφίαν και χάριν, εις σωτηρίαν ημών.
«Ιησούς γαρ, φησί, προέκοπτε σοφία και ηλικία
και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις»
(Λουκ. β΄, 52).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημειούμεν ενταύθα, ότι αγκαλά και Εφραίμ ο Σύρος παρά τω Μελετίω Αθηνών (τόμω α΄ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας) λέγη, ότι ο Κύριος περιετμήθη από τον Ιωσήφ, τον νομιζόμενον αυτού πατέρα. Και ότι περιετμήθη εν τω σπηλαίω, ως λέγει ο Επιφάνιος παρά τω αυτώ Μελετίω. Οι θείοι όμως Ευαγγελισταί περί τούτων ουδέν έγραψαν. Αλλ’ ούτε ήτον χρεία και ανάγκη να γράψουν. Καθότι ουδέ όφελος είναι εις την σωτηρίαν ημών το να ηξεύρωμεν τα τοιαύτα. Τινές δε απορούσι, τι άρα γε έγινε μετά ταύτα το περιτμηθέν εκείνο μέρος της θεανδρικής σαρκός του Κυρίου, ήτοι η ακροβυστία;
Και ο μεν Αναστάσιος ο Σιναΐτης, και άλλοι Ανατολικοί, εδόξαζον, ότι το μέρος εκείνο εφύλαξεν η Παρθένος μετά την περιτομήν, ως ιερόν κειμήλιον, διαφθοράς απάσης ον ανώτερον, έως ου ο Κύριος αναστάς, προσέλαβε πάλιν αυτό. Και ο Θεοφύλακτος δε Βουλγαρίας εν τη ερμηνεία του Ευαγγελίου λέγει, ότι το τμήμα εκείνο προσέλαβεν ο Κύριος εν τη Αναστάσει.
Μερικοί δε Δυτικοί εδόξαζον ματαίως, ότι η ακροβυστία του Κυρίου εσώζετο εις την Καβίλλινον πόλιν της κάτω Βουργουνδίας εν μιά Εκκλησία. Αλλ’ ο ταύτης Επίσκοπος Γκάστος ονόματι, ανοίξας εν έτει 1707, Απριλλίου 19, το κιβώτιον εκείνο, εν ω ενομίζετο ότι περιέχεται η θεία ακροβυστία, δεν ευρήκεν άλλο εις αυτό, ειμή ολίγην άμμον λεπτήν, και ένα μικρόν χαλίκιον. Όθεν έπαυσε την δεισιδαιμονίαν, οπού εκυρίευε την πόλιν εκείνην, προ χρόνων ήδη τετρακοσίων (όρα την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα). Εκ τούτου λοιπόν συνάγομεν, ότι είναι ψευδές και απίστευτον και εκείνο το άλλο, οπού λέγουσιν οι αυτοί Δυτικοί, ήγουν ότι η του Κυρίου ακροβυστία σώζεται μέχρι του νυν εις την Ρώμην εν τω Ναώ του Αγίου Ιωάννου του Λατερανού, ως σημειοί ο Καλμέτης εν τω υπομνήματι εις τον Λουκάν, κεφαλ. β΄.
2. Ο δε σοφός Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός, προσθέττει και τρίτον αίτιον, διά το οποίον επεριτμήθη ο Κύριος. Ήγουν διατί, αν δεν επεριτέμνετο, ουκ αν όλως παρεδέχθη διδάσκων,
αλλ’ απεπέμφθη αν ως αλλόφυλος.
Ουδ’ αν επίστευσέ τις, ότι αυτός εστιν ο προσδοκώμενος Χριστός εκ σπέρματος Αβραάμ.
Οι γαρ εξ Αβραάμ άπαντες, σφραγίδα και σημείον την περιτομήν είχον, διαστέλλουσαν αυτούς από των άλλων εθνών (ερμηνεία εις το δ΄ κεφάλ. του κατά Λουκάν).
Έπαυσε δε ο Κύριος την περιτομήν, και πάνυ ευλόγως, κατά τον αυτόν Ευθύμιον.
Η γαρ περιτομή των Εβραίων, το Βάπτισμα των Χριστιανών ετύπου και προεσήμαινεν.
Ώσπερ γαρ εκείνη τους εξ Αβραάμ εσφράγιζε, και διέστελλεν από παντός έθνους, ούτω και τούτο (το Βάπτισμα δηλαδή) τους Χριστιανούς.
Και καθάπερ εκείνη περιττόν αποτέμνει του σώματος μέρος, ούτω και το Βάπτισμα την αμαρτίαν αποτέμνει περιττήν υπάρχουσαν.
Έδει δε παυθήναι τον τύπον, ελθόντος του πρωτοτύπου. Και σιγήσαι το μηνύον, επιστάντος του μηνυομένου.
Το γαρ εαυτού πεπλήρωκε, και περιττόν εστι του λοιπού (αυτόθι).
πηγή:
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005
Και του νόμου τμηθέντος, εισήχθη χάρις.
+ Tην κατά σάρκα Περιτομήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποίαν κατεδέχθη να λάβη φιλανθρώπως κατά την προσταγήν του παλαιού νόμου1, ίνα αντί της χειροποιήτου και σαρκικής περιτομής, αντεισάξη εις ημάς την αχειροποίητον και πνευματικήν περιτομήν, ήτοι το Άγιον Βάπτισμα.
Ταύτην λέγω την του Κυρίου Περιτομήν, παρελάβομεν ημείς οι Χριστιανοί υπό των Aγίων Πατέρων, να πανηγυρίζωμεν κατ’ έτος:
καθώς και την πανηγυρίζομεν, λογιζόμενοι ταύτην,
μίαν από τας Δεσποτικάς εορτάς διά τον ημάς τιμήσαντα Κύριον,
διά μέσου αυτής.
Καθώς γαρ ο Κύριος κατεδέχθη διά λόγου μας την ένσαρκον αυτού Γέννησιν, και όλα τα άλλα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως έλαβεν, όσα ήτον παντελώς αδιάβλητα και ακατηγόρητα, τοιουτοτρόπως δεν επαισχύνθη ο Πανάγαθος να λάβη και την περιτομήν, διά δύω αίτια.
Πρώτον μεν, διατί ηθέλησε να εμφράξη τα στόματα των αιρετικών, οίτινες ετόλμησαν να ειπούν, ότι δεν ανέλαβεν ο Κύριος σάρκα αληθινήν,
αλλά κατά φαντασίαν.
Οποίοι ήτον ο θεομάχος Μάνης, και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι. Διότι πώς ήθελε περιτμηθή, ανίσως δεν έλαβε σάρκα αληθινήν;
Και δεύτερον δε, διά να επιστομίση τους Ιουδαίους, οίτινες εκατηγόρουν τον Κύριον, πως δεν φυλάττει το Σάββατον.
Και πως παραβαίνει τον νόμον, ψευδώς συκοφαντούντες αυτόν.
Αυτός γαρ εφύλαττε τον νόμον έως και εις αυτήν την περιτομήν2.
Διά τούτο λοιπόν ύστερα από οκτώ ημέρας της εκ Παρθένου γεννήσεώς του, ευδόκησεν ο Κύριος να φερθή από την Μητέρα του και από τον Ιωσήφ, εις τον διωρισμένον τόπον εκείνον, όπου ήτον συνήθεια να περιτέμνωνται τα βρέφη, και εκεί επεριτμήθη, και έλαβε το γλυκύτατον όνομα Ιησούς.
Το οποίον εκάλεσεν ο Aρχάγγελος Γαβριήλ, όταν ευηγγέλισε την Θεοτόκον, προ του να συλληφθή ο Κύριος εν τη κοιλία της Παρθένου,
ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Μετά δε την περιτομήν, ήτον μαζί με τους γονείς του ο Κύριος, και έζη ανθρωπίνως, προκόπτων και αυξάνων, τόσον κατά την ηλικίαν του σώματος, όσον και κατά την σοφίαν και χάριν, εις σωτηρίαν ημών.
«Ιησούς γαρ, φησί, προέκοπτε σοφία και ηλικία
και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις»
(Λουκ. β΄, 52).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημειούμεν ενταύθα, ότι αγκαλά και Εφραίμ ο Σύρος παρά τω Μελετίω Αθηνών (τόμω α΄ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας) λέγη, ότι ο Κύριος περιετμήθη από τον Ιωσήφ, τον νομιζόμενον αυτού πατέρα. Και ότι περιετμήθη εν τω σπηλαίω, ως λέγει ο Επιφάνιος παρά τω αυτώ Μελετίω. Οι θείοι όμως Ευαγγελισταί περί τούτων ουδέν έγραψαν. Αλλ’ ούτε ήτον χρεία και ανάγκη να γράψουν. Καθότι ουδέ όφελος είναι εις την σωτηρίαν ημών το να ηξεύρωμεν τα τοιαύτα. Τινές δε απορούσι, τι άρα γε έγινε μετά ταύτα το περιτμηθέν εκείνο μέρος της θεανδρικής σαρκός του Κυρίου, ήτοι η ακροβυστία;
Και ο μεν Αναστάσιος ο Σιναΐτης, και άλλοι Ανατολικοί, εδόξαζον, ότι το μέρος εκείνο εφύλαξεν η Παρθένος μετά την περιτομήν, ως ιερόν κειμήλιον, διαφθοράς απάσης ον ανώτερον, έως ου ο Κύριος αναστάς, προσέλαβε πάλιν αυτό. Και ο Θεοφύλακτος δε Βουλγαρίας εν τη ερμηνεία του Ευαγγελίου λέγει, ότι το τμήμα εκείνο προσέλαβεν ο Κύριος εν τη Αναστάσει.
Μερικοί δε Δυτικοί εδόξαζον ματαίως, ότι η ακροβυστία του Κυρίου εσώζετο εις την Καβίλλινον πόλιν της κάτω Βουργουνδίας εν μιά Εκκλησία. Αλλ’ ο ταύτης Επίσκοπος Γκάστος ονόματι, ανοίξας εν έτει 1707, Απριλλίου 19, το κιβώτιον εκείνο, εν ω ενομίζετο ότι περιέχεται η θεία ακροβυστία, δεν ευρήκεν άλλο εις αυτό, ειμή ολίγην άμμον λεπτήν, και ένα μικρόν χαλίκιον. Όθεν έπαυσε την δεισιδαιμονίαν, οπού εκυρίευε την πόλιν εκείνην, προ χρόνων ήδη τετρακοσίων (όρα την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα). Εκ τούτου λοιπόν συνάγομεν, ότι είναι ψευδές και απίστευτον και εκείνο το άλλο, οπού λέγουσιν οι αυτοί Δυτικοί, ήγουν ότι η του Κυρίου ακροβυστία σώζεται μέχρι του νυν εις την Ρώμην εν τω Ναώ του Αγίου Ιωάννου του Λατερανού, ως σημειοί ο Καλμέτης εν τω υπομνήματι εις τον Λουκάν, κεφαλ. β΄.
2. Ο δε σοφός Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός, προσθέττει και τρίτον αίτιον, διά το οποίον επεριτμήθη ο Κύριος. Ήγουν διατί, αν δεν επεριτέμνετο, ουκ αν όλως παρεδέχθη διδάσκων,
αλλ’ απεπέμφθη αν ως αλλόφυλος.
Ουδ’ αν επίστευσέ τις, ότι αυτός εστιν ο προσδοκώμενος Χριστός εκ σπέρματος Αβραάμ.
Οι γαρ εξ Αβραάμ άπαντες, σφραγίδα και σημείον την περιτομήν είχον, διαστέλλουσαν αυτούς από των άλλων εθνών (ερμηνεία εις το δ΄ κεφάλ. του κατά Λουκάν).
Έπαυσε δε ο Κύριος την περιτομήν, και πάνυ ευλόγως, κατά τον αυτόν Ευθύμιον.
Η γαρ περιτομή των Εβραίων, το Βάπτισμα των Χριστιανών ετύπου και προεσήμαινεν.
Ώσπερ γαρ εκείνη τους εξ Αβραάμ εσφράγιζε, και διέστελλεν από παντός έθνους, ούτω και τούτο (το Βάπτισμα δηλαδή) τους Χριστιανούς.
Και καθάπερ εκείνη περιττόν αποτέμνει του σώματος μέρος, ούτω και το Βάπτισμα την αμαρτίαν αποτέμνει περιττήν υπάρχουσαν.
Έδει δε παυθήναι τον τύπον, ελθόντος του πρωτοτύπου. Και σιγήσαι το μηνύον, επιστάντος του μηνυομένου.
Το γαρ εαυτού πεπλήρωκε, και περιττόν εστι του λοιπού (αυτόθι).
πηγή:
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου