Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Τὰς ἀλγηδόνας τῶν Ἁγίων, ἃς ὑπὲρ σοῦ ἔπαθον, δυσωπήθητι Κύριε, καὶ πάσας ἡμῶν τὰς ὀδύνας, ἴασαι φιλάνθρωπε δεόμεθα


Γεφυρώνει τούτη ἡ μέρα τοῦ Δεκεμβρίου τή γῆ μέ τόν οὐρανό.

῾Ενώνει τή σύντομη μέρα πού ζοῦμε μέ τήν ἀνέσπερη μέρα πού περιμένουμε.

Συνδέει τό σήμερα μέ τό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ.

Στή σκέψη καί στήν καρδιά μας φέρνει τούς ἀδελφούς μας χριστιανούς πού τελείωσαν τή ζωή τους πάνω στή γῆ μέ θάνατο μαρτυρικό.

«Τῇ 29ῃ τοῦ μηνός Δεκεμβρίου

μνήμη πάντων τῶν χριστιανῶν καί ἀδελφῶν ἡμῶν

τῶν ἐν λιμῷ καί δίψει καί μαχαίρᾳ καί κρύει τελειωθέντων».


Εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι μέ τή φλογερή ψυχή τους ἀπέσπασαν ἀπό τά χέρια τοῦ Κυρίου τό ξεχωριστό χάρισμα «οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλ. 1,29).

῎Ενδοξη φάλαγγα ἐπώνυμων καί ἀνώνυμων μορφῶν πού μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου ἔφθασαν τροπαιοφόροι στά κράσπεδα τοῦ οὐρανοῦ
καί στεφανώθηκαν μέ τό αἰώνιο φῶς.

Συναγμένοι μεστοί καρποί ἀπό τῆς γῆς τό χωράφι, ἀπαρχή εὐλογημένη, δοτή στόν Φυτουργό τῆς κτίσεως ἀπό τή στρατευομένη ᾿Εκκλησία, ἱκεσίας θυμίαμα, γιά νά στηρίζει ὁ Κύριος τά ἀγωνιζόμενα παιδιά Του.


᾿Αγκαλιάζει ἡ καρδιά μου μέ εὐγνωμοσύνη τούτη τήν ἱερή πομπή.

᾿Αντικρύζω πλούσιους καί πένητες, μορφωμένους καί ἀγράμματους, ἄρχοντες καί δούλους, ἀξιωματούχους καί ταπεινούς, πού ὑψώθηκαν ἀπό τή φθαρτότητα τῶν ἐπιγείων στήν αἰωνιότητα τῶν ἐπουρανίων.

῾Η δροσιά τῆς νιότης συνάμα μέ τήν ὡριμότητα τῶν μεγάλων, ἡ βρεφική ἀθωότητα μέ τή σταθερότητα τῶν γερόντων στολίζουν μέ παραδείσιο κάλλος αὐτή τή χορεία.

᾿Από τόν «῞Ηλιο τῆς δικαιοσύνης» φωτοφόροι, ἀφήνουν πάνω σέ τούτη τή γῆ ἴχνη φωτός. ῾Ο δρόμος τους σφραγισμένος μέ μαρτυρία
καί μαρτύριο γίνεται πορεία θριάμβου.

῾Η μελέτη τῆς ζωῆς καί τῆς θυσίας τους ἀντίδωρο ζωῆς, γιά νά μήν πεθάνουν οἱ ψυχές μας ἀπό τήν ἀσφυξία μέσα στίς χωματένιες βιοτικές μέριμνες.
29 Δεκεμβρίου.

Μπρός στό νεογέννητο Βρέφος ἀνταμώνω
ὅλους τούς μαρτυρικούς ἀδελφούς κάθε ἐποχῆς.

Ζηλεύω μυστικά τά ἀνεκτίμητα δῶρα πού προσκομίζουν στόν μεγάλο Βασιλιά· τό διψασμένο, πεινασμένο κορμί τους, τά βασανισμένα καί πληγωμένα μέλη τους, χρυσάφι ἐκλεκτό, εὐωδιαστό λιβάνι, πολύτιμη σμύρνα.

Πῶς νά κρατήσω στά ἀδύναμα χέρια μιᾶς ὑλιστικῆς, εὐδαιμονιστικῆς ἐποχῆς τή βαρειά παρακαταθήκη τους·
«Πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται»
(Β´ Τι 3,12)!

Ζητῶ ταπεινά ἡ πρεσβεία αὐτῶν τῶν ἀδελφῶν μας, πού πέρασαν μέσα ἀπό τήν πείνα καί τή δίψα, νά μᾶς χορταίνει καί νά μᾶς δροσίζει, ὅταν ἀδήριτα πεινᾶ καί διψᾶ ἡ ψυχή μας γιά οὐρανό.

Τό δικό τους πολύπαθο χέρι ἄς κρατᾶ μέσα μας ἀναμμένη τή σπίθα γιά τήν ἁγιότητα στίς χαλεπές, παγωμένες μέρες μας.

᾿Από τῆς γῆς τά μήκη καί τά πλάτη φτασμένοι μπροστά στό θρόνο τοῦ ᾿Αρνίου ἄς δέονται, γιά νά βρίσκει συνεχιστές ἡ πομπή τους σέ κάθε τόπο, σέ κάθε ἐποχή... καί στή δική μας.

Ιχνηλάτης

πηγή:apolytrosis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου