Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

"ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΗΓΥΡΕΩΣ...": του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού


Και με το “Δι’ ευχών....”, αφού αγιαστεί ο κόσμος και λάβει μαζί με το αντίδωρο το κέρασμα, το Πανηγύρι κλείνει τη θύρα του στον φετινό το χρόνο και αυτό που ακολουθεί πια είναι η γνωστή η καθημερινότητα.

Ωστόσο, κάτι απομένει στην ψυχή ως καταστάλαγμα από την όλη αυτή διαδικασία της προετοιμασίας, αλλά και της αίγλης που εμφανίζει το πανηγύρι τούτο.

Και αυτό εμφανώς εντοπίζεται στην εσωτερική χαρά, που βεβαιώνεται μέσα από ένα πλήθος βιωματικών καταστάσεων και φωτεινών στιγμών, οι οποίες καταυγάζουν το είναι του κάθε πιστού.

Ας τις αναζητήσουμε, παραμερίζοντας τα παραπετάσματα του ενθουσιασμού, της κόπωσης και της αγωνίας, που διατρέχει όλες αυτές τις εόρτιες ώρες.

Στην αρχή, λοιπόν, της ακολουθίας όλα είναι φωτεινά, λαμπρά, δεμένα πάντα με μια ιδιότυπη υπεροχή, στοιχείο που συνέχει αυτές τις στιγμές, οι οποίες ξεχωρίζουν εξάπαντος μέσα στην ενοριακή Κοινότητα. Άλλωστε, κι η ίδια η λέξη Πανήγυρις σημαίνει, υποδηλοί και εμφανίζει κάτι ξεχωριστό

στο χώρο της κάθε Κοινότητας ανθρώπων.

Γι’ αυτό και υπάρχει η συνδρομή πάντων των εορταστών, η τιμητική παρουσία τους και φυσικά η ψυχολογία της ευφροσύνης, που προσφέρει η Γιορτή.

Νομίζεις πώς εκείνη τη μέρα ο θάνατος έχει ξεπεραστεί –τόση είναι δηλαδή η ευφροσύνη!

Κι ας ξέρεις ότι είσαι μελλοθάνατος, όπως όλοι όσοι συμπράττουν, συμμετέχουν, βιώνουν την γιορτή ως μια ξεχωριστή ημέρα, που σημειώνεται ακόμα και στο ημερολόγιο διαφορετικά από τις άλλες, καθώς είναι γραμμένη με εντονώτερα γράμματα και με σταυρό.

Αυτό όμως δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, όσο έχει το ν’ αφουγκραστής, με γαλήνη και συγκίνηση, με κατάνυξη και δέος εκείνες τις μυστικές φωνές, που φωλιάζουν στην ψυχή, φωνές ευλογημένες που έρχονται μαζί με τις Μνήμες των Προσώπων, που στελέχωσαν αυτούς τους χώρους περνώντας στην συνέχεια στο βάθος της σκηνής.

Φωνές αγαπημένες, Μορφές αγιωτικές, χλωμές, ωσάν την φλόγα του μελισσοκεριού σε ώρα ορθρινή, που παραστέκουν και ζούνε (πρβλ. Β' Κορ. 6, 9-10) σιμά μας, συντροφεύοντας τις θλίψεις μας και τις χαρές μας, κρατώντας πάντα το γνήσιο ισοκράτημα της Αγάπης και της κατανόησης, ιδιαίτερα σ’ αυτούς τους άγριους καιρούς, που εξατμίζεται και το έσχατο μόριο φιλανθρωπίας, φιλοτιμίας και προσφοράς.

Προνομιακά ο Θεός μας έταξε να κυκλοφορούμε καθημερινά σε χώρους, που μέρα την μέρα, χρόνο τον χρόνο μειώνονται σε ανθρώπινο δυναμικό, γιατί τα παλαιά, τα πατρογονικά τα σπίτια έπαψαν να είναι για τους νεώτερους οι εύκρατοι εκείνοι χώροι, όπου αναπτύσσεται το είναι, καθώς η εγκατοίκηση σ’ αυτά μοιάζει ν’ αποτελή και να είναι μια βιολογική συνέχεια, ώστε να μπορέση να ευδοκιμήση και ν’ αυγατίση η ενοριακή Κοινότητα.

Όμως αυτά, με την εισβολή της νεωτερικότητας και της επιθυμίας για υπεροχή, πέρασαν στην ιστορία.

Κάθε τόσο τα στασίδια αδειάζουν· φεύγουν οι παλιοί για την Αιωνιότητα, δίχως να ξέρουν που ν’ αφήσουν τό, αγράφω κληρονομικώ δικαίω, στασίδι, που το βρήκαν από τους προγόνους τους. Γι’ αυτό φεύγοντας απομένει κενός ο τόπος περιμένοντας... Περιμένοντας την επερχόμενη ερημία, όταν κι ο τελευταίος ενορίτης θα περάση το κατώφλι της εκκλησιάς με το στερνό αντίδωρο στο χέρι.

Όταν ο παπάς θα πη το στερνό του “Δι’ ευχών...” κι ύστερα θα σκοτεινιάση ο τόπος, θα σβήση και το στερνό λαδοκάντηλο, θα έρχονται οι χειμώνες με τα Άγια Δωδεκαήμερα, οι άνοιξες με τις Μεγαλοβδομάδες και το Πάσχα, τα καλοκαίρια με τους ευλογημένους τους Δεκαπενταύγουστους κι η ερημιά θα πλανιέται ανάμεσα στις σκοτεινές γωνιές του ναού, επιχειρώντας τη μόνιμη πλέον εγκατάσταση.

Που δε θα γίνη όμως ποτέ, γιατί μέσα σ’ αυτούς τους ιερούς τους χώρους πλανιώνται οι ψυχές των Κτητόρων, των ευκλεώς ιερατευσάντων, των ευλαβών ιεροψαλτών, επιτρόπων, αφιερωτών και ενοριτών.

Μια λιτανεία ψυχών που έχουν πια δεθή με το χώρο, που καταλύει τον χρόνο και συνορεύει σε τέλεια ασφάλεια με το Θεό. Όλοι αυτοί, λοιπόν, είναι η καθημερινή συντροφιά μας, καθώς αραιώνει ο κόσμος. Όλοι αυτοί είναι η ελπίδα μας, όταν θα κλείσουμε για στερνή φορά τη θύρα του ναού και δεν θα υπάρξη επόμενη.

Γι’ αυτό και προανέφερα πώς προνομιακά ο Θεός μας έταξε να διακονούμε αυτούς τους χώρους....

Τέλος της πανηγύρεως και η απόδοσή της στον επόμενο το χρόνο.

Ωστόσο, θα χρειαστή να σκεφτούμε, καθώς προσκυνούμε, πριν αναχωρήσουμε για το σπίτι μας, ότι με το τέλος της πανηγύρεως προετοιμάζεται, υφαίνεται στον αργαλειό του χρόνου και η δική μας στερνή φορά.

Την περιμένουμε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου