...Ήμουν από ένα σπίτι στο οποίο βαραινε η εκκλησιαστική ζωή’ μετά το βραδυνό φαγητό, αρκετή ώρα έψαλλε ο πατέρας μου και οι αδελφές μου’ ήσαν και οι τρείς γλυκόφωνοι, σωστοί και “παπαδιαμαντικοί” με χαμηλούς τόνους’ οι προσταγές της Εκκλησίας ρύθμιζαν σε πολλά σημεία τή ζωή μας.
Έτσι βρέθηκα κι εγώ από μικρός υπηρέτης στο Ιερό του ναού και αργότερα χειροθετημένος αναγνώστης. Τό τυπικό της Εκκλησίας ήταν ο ρυθμιστικός κανόνας ενός μέρους της ζωής μας, υπό τον έλεγχο πάντα του πατέρα, που ήταν παπαδοπαίδι...
Από την επομένη της εορτής του Αγίου Φιλίππου αρχίζει το Σαραντάημερο’ αρχίζει η περίοδος της προπαρασκευής για τα Χριστούγενα με νηστεία και καθημερινό εκκλησιασμό.
Τό τεσσαρακονθήμερο επαναλαμβάνεται και σε άλλες εκδηλώσεις του θρησκευτικού μας βίου, όπως μεταξύ Χριστουγέννων και Υπαπαντής και τοκετού και πρώτου εκκλησιασμού της λεχώνας.
Όταν άρχιζε η περίοδος του Σαραντάμερου, κάθε πρωΐ, στις τέσσερις τή νύχτα χτυπούσε η καμπάνα της Εκκλησίας για τον εκκλησιασμό.
Επί σαράντα ημέρες, και αν ακόμη ήθελα να κοιμηθώ περισσότερο, ο πατέρας μου με ξυπνούσε να τρέξω γρήγορα στην Εκκλησία, γιατί ο Ιερέας, ο Παπακάρμας θα με περίμενε, για να τον υπηρετήσω.
Δέν υπήρχε δυνατότητα ν’ αποφύγω, γιατί ο πατέρας μου δεν μού το επέτρεπε οποιεσδήποτε και αν ήσαν οι καιρικές συνθήκες, κρύο ή βροχή’ πραγματική πολιτεία στρατοπέδου...Φυσικά, μετά τις πρώτες δύο-τρείς ημέρες συνήθιζα τόσο που πολλές φορές ξυπνούσα πρίν το “εγερτήριο” του πατέρα μου’ το είχα από βραδίς έγνοια, που ζυμωνόταν με την ύπαρξή μου. Πολλές φορές έφτανα πρίν ακόμη κατέβει από το αντικρυνό στην εκκλησία σπίτι του ο Ιερέας και τον περίμενα.
Κι άρχιζε σιγά-σιγά η Λειτουργία.
Η Εκκλησία έπλεε στο μισοσκόταδο με τα καντήλια που τρεμούλιαζαν, τα λίγα αναμμένα κεριά και την ευωδία του μοσχολίβανου, ενώ ο ψάλτης, ο Κώστας ο Κονταξής, που είχε σύζυγο την ανεψιά του παλαιότερου Μητροπολίτη Δαυΐδ, άρχιζε τις ψαλμωδίες του, που τα λόγια τους σε συνέπαιρναν.
Μού έχει μείνει η ηχώ του “Ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικται πάσιν η Εδέμ” και το άλλο με τα δοξαστικά του λόγια και τή θριαμβική του ψαλμωδία “Χριστός γεννάται δοξάσατε...”. Στό σύθαμπο της εκκλησιάς γλιστρούσαν μιά-μιά οι γριές στ’ αραδιασμένα στασίδια, στην ίδια πάντα θέση, λές και κάποιοι γέροντες, σκελετωμένοι καλόγεροι, έμπαιναν σάν αερικά, για να μήν ταράξουν τή θρησκευτική εκκλησιαστική γαλήνη.....
Δέν έλειπαν ποτέ μαθητές και μαθήτριες, που πολλοί κρατούσαν στα χέρια τα βιβλία τους, γιατί, σάν σχόλαγε η εκκλησιά, παίρναμε το δρόμο για το Σχολείο. Συνήθιζαν να φέρνουν σιτάρι για τις ψυχές των πεθαμένων, που σε μερικές περιπτώσεις
αποτελούσε το “πρωϊνό” τους.
Δέν έλειπε, βέβαια, πάντα και κάποιος καθηγητής. Στό παγκάρι της εκκλησιάς πάντα παρών ο κ. Σχολάρχης, ο Φιλόλογος καθηγητής Λαούρδας, που μέτραγε και ξαναμέτραγε τις δεκαρούλες του δίσκου και στή συνέχεια κατέθετε την όποια είσπραξη σε ειδικό λογαριασμό στην Τράπεζα για τις ανάγκες και τούς μισθούς του ψάλτη και του νεωκόρου.
Αυτές οι μνήμες γυρίζουν πολλές φορές στο μυαλό μου, καθώς τώρα εσίγησε η νυκτερινή καμπάνα του Σαραντάημερου και ξεθώρισε εκείνη η παλαιά παράδοση και μαζί η νύχτια εκκλησιαστική μυσταγωγία, που απαλλαγμένη από τή σημερινή “εκκοσμίκευση” πληρούσε με ευωδιά και χρώμα την ανθρώπινη ύπαρξη.
Θά τελειώσω το ψυχογράφημά μου αυτό με τή στροφή από ένα ποίημα, που αναφέρεται στο Σαραντάημερο και πολλές φορές αυτή την περίοδο ανεβαίνει στα χείλη μου:
Ώ Νύχτα, νύχτα των ψυχών με τή μυσταγωγία!
Τού Σαραντάημερου νυχτιά πώς έχεις βουβαθεί;
Νά ήταν τότε άραγε αλλοιώτικ’ η θρησκεία
ή νά’ μουν τότε άδολο κι αγνό μόνο παιδί..;
πηγή:Εκκλησιαστική Παρέμβαση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου