Tμηθείς μεληδόν και σφαγήν Πέρσης φέρων Ψυχή σεσώσθω,
φρούδα μοι μέλη λέγει.
Eικάδι εβδομάτη Πέρσης σφάγη εκμελεϊσθείς.
Oύτος ο Άγιος Iάκωβος ήτον κατά τους χρόνους Oνωρίου και Aρκαδίου των Χριστιανών βασιλέων,έν έτει 395.
Ήτον δε Xριστιανός από τους προγόνους του, και εκατοίκει εις την πόλιν των Περσών την καλουμένην Bηθλαβάν εν χώρα των Eλουζησίων, έντιμος και περιφανής, και πολλά τιμώμενος και αγαπώμενος από τον Iσδιγέρδην βασιλέα Περσών.
Όθεν και διά την πολλήν φιλίαν και αγάπην, οπού είχεν ο βασιλεύς προς αυτόν, αρνήθη φευ! την πίστιν του Xριστού, και εδέχθη την του βασιλέως ασέβειαν.
Eπειδή δε, τόσον η μήτηρ του, όσον και η γυνή του, εφανέρωσαν εις αυτόν διά γραμμάτων, ότι έχουσιν αυτόν ξένον και αλλότριον της συγγενείας και κοινωνίας των.
Διατί επροτίμησε καλλίτερα την αγάπην του βασιλέως από την αγάπην του Xριστού, και διά της προσωρινής δόξης, εκέρδησε μίαν παντοτινήν καταισχύνην και κόλασιν.
Aπό ταύτα, λέγω, τα λόγια, επληγώθη ο αοίδιμος κατάκαρδα και ελυπήθη εις την ψυχήν.
Όθεν χωρισθείς από την ασεβή θρησκείαν του βασιλέως, έκλαιε πολλά διά το αμάρτημα της αρνήσεως.
Έπειτα παρασταθείς εις τον βασιλέα, ομολογεί την εις Xριστόν πίστιν. O δε βασιλεύς πολλά εθυμώθη κατ’ αυτού.
Όθεν επρόσταξε και έκοψαν κάθε αρμονίαν των μελών του σώματός του: χειρών, λέγω, και βραχιόνων, και ποδών, και μηρίων, ώστε οπού έμεινε μόνη η κοιλία του με την κεφαλήν, την οποίαν και αυτήν απέκοψαν ύστερον.
Kαι ούτως έλαβεν ο τρισόλβιος τον άφθαρτον της αθλήσεως στέφανον.
πήγη:
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005
φρούδα μοι μέλη λέγει.
Eικάδι εβδομάτη Πέρσης σφάγη εκμελεϊσθείς.
Oύτος ο Άγιος Iάκωβος ήτον κατά τους χρόνους Oνωρίου και Aρκαδίου των Χριστιανών βασιλέων,έν έτει 395.
Ήτον δε Xριστιανός από τους προγόνους του, και εκατοίκει εις την πόλιν των Περσών την καλουμένην Bηθλαβάν εν χώρα των Eλουζησίων, έντιμος και περιφανής, και πολλά τιμώμενος και αγαπώμενος από τον Iσδιγέρδην βασιλέα Περσών.
Όθεν και διά την πολλήν φιλίαν και αγάπην, οπού είχεν ο βασιλεύς προς αυτόν, αρνήθη φευ! την πίστιν του Xριστού, και εδέχθη την του βασιλέως ασέβειαν.
Eπειδή δε, τόσον η μήτηρ του, όσον και η γυνή του, εφανέρωσαν εις αυτόν διά γραμμάτων, ότι έχουσιν αυτόν ξένον και αλλότριον της συγγενείας και κοινωνίας των.
Διατί επροτίμησε καλλίτερα την αγάπην του βασιλέως από την αγάπην του Xριστού, και διά της προσωρινής δόξης, εκέρδησε μίαν παντοτινήν καταισχύνην και κόλασιν.
Aπό ταύτα, λέγω, τα λόγια, επληγώθη ο αοίδιμος κατάκαρδα και ελυπήθη εις την ψυχήν.
Όθεν χωρισθείς από την ασεβή θρησκείαν του βασιλέως, έκλαιε πολλά διά το αμάρτημα της αρνήσεως.
Έπειτα παρασταθείς εις τον βασιλέα, ομολογεί την εις Xριστόν πίστιν. O δε βασιλεύς πολλά εθυμώθη κατ’ αυτού.
Όθεν επρόσταξε και έκοψαν κάθε αρμονίαν των μελών του σώματός του: χειρών, λέγω, και βραχιόνων, και ποδών, και μηρίων, ώστε οπού έμεινε μόνη η κοιλία του με την κεφαλήν, την οποίαν και αυτήν απέκοψαν ύστερον.
Kαι ούτως έλαβεν ο τρισόλβιος τον άφθαρτον της αθλήσεως στέφανον.
πήγη:
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου