Με τήν ευκαιρία τής σημερινής Θρονικής εόρτιας ημέρας
για τήν Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία και τόν Αποστολικό της Θρόνο
θα μεταφέρουμε στήν αγάπη σας φίλες και φίλοι,
τήν ομιλία που είχε κάνει τόν Νοέμβριο του έτους 2008 στήν Δράμα
ο σεβαστός και λίαν αγαπητός μας παππούλης Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος
για τόν Οικουμενικό μας Πατριάρχη κ.Βαρθολομαίο
-παρόντος του Παναγιωτάτου-.
Παναγιώτατε Πάτερ, αὐθέντα καὶ δέσποτα,
Βράττομαι τὴν γλῶτταν καὶ τοῖς γούνασι λύομαι.
Καὶ τοῦτο διότι καλοῦμαι
καὶ δὴ ἀδέξιον χειρόπλοκον ἐπὶ τῇ συμπληρώσει δεκαεπταετίας
ἀπὸ τῆς ἀναῤῥήσεως τῆς ὑμετέρας προσκυνητῆς
Παναγιότητος ἐπὶ τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον
τῆς τοῦ Κωνσταντίνου Νέας
Θὰ ἠδυνάμην ἵνα εἴπω πολλὰ τὰ εὔφημα διότι ἡ ἡλικία μου δύναται ἵνα
ἐπαινῇ, ἵνα ἐκθειάζῃ ἀναστήματα ὡς ἡὙμετέρα θειοτάτη Παναγιότης.
Οὐδεὶς
θὰ ἐσκέπτετο ὅτι ἐκφωνῶ λόγον πτωχοπροδρομικὸν
πρὸς τὸν αὐτοκράτορα ἵνα ἐξαργυρώσω τοὺς ἐπαίνους δι’ ὑπερπύρων ἢ ἀξιωμάτων.
Πιστεύω ὅμως, Σεβασμιώτατοι, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὅτι ἄλλος ἔπρεπε ἵνα
τὸν Παναγιώτατον ἐξυμνήσῃ ἐπαξίως.
Ἐπαληθεύεται κατὰ τὴν παροῦσαν
ἑσπέραν τὸ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «τὴν κεφαλὴν ἀφέντες ἐπὶ
τοὺς πόδας ἐσπεύσατε».
Ὅμως καίτοι ποῦς εἰμὶ καὶ δὴ ὑποσκάζων, ὀφείλω
ἵνα μὴ ἀπογοητεύσω τὴν σεβαστήν ὁμήγυριν.
Σχοινοβατῶ λοιπὸν ὥστε
«μήτε
ἵνα καὶ αὖθις τοῦ Ἁγίου
Θὰ ἐξασκήσω τὴν ὑπομονήν σας ὁμιλῶν οὐχὶ δι’ ὅσα ἐπετελέσθησαν καθ’
ὅλην τὴν δεκαεπταετίαν –καὶ ἐπετελέσθησαν πολλὰ καὶ θαυμαστά–, ἀλλὰ
δι’ ὅσα ἡ ἐμὴ οὐτιδανότης διέγνω καὶ ἐπέγνω κατὰ τὰς ἑκατὸν προσκυνη-
ματικὰς ἐπισκέψεις εἰς τὴν Βασιλεύουσαν τῶν πόλεων.
Πάντως γινώσκω καλῶς ὅτι ὠκεανὸς εἰς κοτύλην οὐ χωρεῖ.
Ἑπομένως εἰς
ἐλάχιστα θὰ ἀναφερθῶ.
Ἀφίνω ὅμως τὸν καθαρεύοντα λόγον, ὅστις τόσον ἀρέσει εἰς τὸν Πανα-
γιώτατον καὶ ὁμιλῶ μὲ τὴν γλῶσσα τῆς καρδιᾶς.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἄργησα νὰ πάω στὴν Πόλι.Μόλις τὸ 1985 πρωτοπῆγα.
Αὐτὸ ὠφείλετο εὶς τὸ ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἐπέτρεπα στὸν ἑαυτό μου νὰ μοῦ πῇ
μὲ βλέμμα βλοσυρὸ ὁ Τοῦρκος τελωνιακὸς
«βγάλε τὰ ρᾶσα γιὰ νὰ περάσῃς
Αὐτὸ δὲν μοῦ τὸ ἐπέτρεπε οὔτε τὸ μοναχικό μου σχῆμα,
ἀλλ’ οὔτε
Ὅμως ἀπὸ νεαρὸς ἠσχολούμην μὲ τὴν Πόλι.
Πρὶν τὴν ἐπισκεφθῶ ἐγνώριζα σχεδὸν τὰ πάντα γι’ αὐτήν
.Ὅταν ὅμως ἀνέγνωσα τὰ ὅσα γράφει ὁ Παπαδιαμάντης στὸν «Καλόγερο» στὰ 1900,
ὅτι δηλαδὴ «Εἶναι καιρὸς πλέον ἡ Μ.τ.Χ.
νὰ ἄρῃ τὸ αὐτοκέφαλον ἀπὸ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας»,
ἐσχημάτισα τὴν γνώμη ὅτι τὸ αὐτοκέφαλον δὲν πρέπει νὰ σημαίνῃ καὶ ἀκέφαλον.
Κάπου πρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἡ κεφαλή.
Κάπου πρέπει νὰ κρύβεται ἡ μάνα μου καὶ
Δὲν μπορεῖ νὰ εἶμαι ὀρφανός. Δὲν ἄργησα νὰ τοὺς βρῶ.
Μάνα
ὅπως
Ἔτσι ἄνοιξαν
Πολλοὶ μὲ ἐρωτοῦν: «Πῶς γνώρισες τὸν Πατριάρχη;»
Ἀπαντῶ: «Δὲν τὸν γνώρισα ἐγώ, ἐκεῖνος μὲ γνώρισε».
Πήγαινα στὴν Πόλι καὶ παρατηροῦσα ἀπὸ μακρυά.
Σὰν τὸ γατὶ ποὺ φοβισμένο παρακολουθῆ τὰ πάντα, ἀλλὰ κάτω ἀπ’
Ποῦ νὰ πλησιάσω Πατριάρχη!
Μὲ κατελάμβανε δέος.
Εἶναι ἡ ἐκ
ποὺ ἡ μνήμη Γρηγορίου τοῦ Ε΄ διατηρεῖται ζωντανή.
Μὲ ἀκολουθοῦσε ἡ Κλειστὴ Πύλη ἀκόμη καὶ στὰ ὄνειρά μου,
τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη, τὸ «τί μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος» τοῦ Βαλαωρίτη.
Ὁπότε σὲ κάποια πατριαρχικὴ χοροστασία, στὸ ἀντίδωρο μοῦ λέγει:
«Ἐλᾶτε ἐπάνω νὰ πιοῦμε καφέ...».
Καλὸ αὐτό, ἀλλὰ πῶς πᾶνε ἐπάνω;
Ἦταν
Ἀνήκω στὶς γεννιὲς ἐκείνων ποὺ ὅταν λάβαιναν ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχου
τὴν ἀνεγίνωσκαν ὀρθοί, ἅπτοντες καὶ κηρομανουάλιον.
Δὲν εἶμαι φίλος τοῡ Πατριάρχου.
Αὐτὸ γιὰ μένα εἶναι ἀδιανόητο.
Δὲν
Ἁπλῶς συγκαταβαίνων ὁ Παναγιώτατος μὲ τιμᾷ,
ὅπως καὶ ὅλους, μὲ τὴν ἀγάπη του.
Ἀλλὰ τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν κεντῶ, τοῦ λόγου βιασαμένου,
ὅπως θὰ
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ἐπεσκέφθην τὴν Πόλιν κατὰ πρῶτον τὸ 1985.
«Ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον».
Ἐκκλησίες ἑτοιμόῤῥοπες.
Αὐλὲς χορταριασμένες, παγκάρια ἀραχνιασμένα.
Στασίδια σαπισμένα ἀπὸ τὴν ὑγρασία.
Στέγες νὰ σταλάζουν.
Ἐγκατάλειψις.
Ἡ ἐλπίδα λένε ὅτι πεθαίνει τελευταία.
Ἐκεῖ εἶχεν ἤδη
Ἡ ὁμογένεια εἶχε δραπετεύσει. Εἶχε ῥίξει μαύρη πέτρα πίσω της.
Τὸ
Ὅμως ὄχι.
Ἤδη ἀπὸ Φιλαδελφείας καὶ ἀπὸ Χαλκηδόνος ὁ
εἶχε συλλάβει τὸ σχέδιο, Θεοῦ βοηθείᾳ,
πῶς θὰ ἀνίστα τὴν
Ὅλοι οἱ ναοὶ ἀνεκαινίσθησαν. Καὶ δὲν εἶναι λίγοι.
Περίπου ἑκατὸ ναοὶ ἐνοριακοὶ ἢ κοιμητηριακοί, χώρια τὰ ἐνενήντα ἁγιάσματα,
σὲ ἀρχιεπισκοπὴΚωνσταντινουπόλεως καὶ τὶς τρεῖς ὅμορες μητροπόλεις.
Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ
καὶ ἐθαύμασα τὰ ἔργα ποὺ ἔγιναν.
Καὶ δὲν
γιὰ Ἅγιο Κωνσταντῖνο καὶἙλένηΜπέϊογλου, διὰ ΠαναγίαἘλπίδα
καὶ Ἁγ. ΚυριακὴὙψωμαθείων.
Ἐκκλησίες ποὺ θὰ τὶς ζήλευαν πολλὲς πρωτεύουσες νομῶν καὶ
Οὐκ ἔδωσεν ὁ Πατριάρχης ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, οὐ τοῖς
βλεφάροις νυσταγμὸν οὐδὲ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις αὐτοῦ
ἕως οὗ εἶδε τοὺς
καὶ τὰ σκηνώματα τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ (Ψαλμὸς ΡΛΑ´), ἀνακαινισθέντα.
Δὲν θὰ ὑπερβάλλω ἐὰν ἀποκαλέσω τὸν Πατριάρχην μας
νέον κτίτορα τῶν ναῶν τῆς Πόλεως.
Ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλα, ἀκόμη καὶ γιὰ ἕνα
Εἶναι καὶ οἱ ἐναπομείναντες.
Οἱ λίγοι ὁμογενεῖς.
Προσπαθεῖ νὰ τοὺς κρατήσῃ ἐκεῖ.
Ὀδάξ.Μὲ τὰ δόντια. Καὶ κυρίως τοὺς νέους.
Καὶ δὲν εἶναι κόσμος
Ὑπάρχουν ἀντιδράσεις. Συναλλαγὲς μὲ τοὺς κρατοῦντας.
Ὅσα γράφουν οἱ ἐφημερίδες καὶ ὅσα δέν γράφουν.
Μιὰ ἱστορία ποὺ ξεκινάει
τοῦ Πατριάρχου Παϊσίου τοῦ δευτέρου
καὶ
Καὶ
ἐπαναλαμβάνουν «ἀκόμα ἐκεῖ εἶσθε»;
Μὲ ἐκείνους ποὺ διαμαρτύρονται γιατὶ ἀνακαινίζει τὶς Ἐκκλησίες,
γιατὶ παρατείνει τὴν προθεσμία θανάτου τῆς ὁμογενείας.
Ἔχει νὰ πολεμήσῃ μὲ τοὺς κρατοῦντας ποὺ μὲ πεῖσμα ἀρνοῦνται τὴν
οἰκουμενικότητα τοῦ Πατριάρχου.
Ἀρνοῦνται ἀκόμη ὅτι τὸ Πατριαρχεῖον
Εἶναι τὰ 24 κατειλημμένα ἱδρύματα ἀπὸ
Εἶναι ἡ ἐκκρεμοῦσα εἰσέτι ὑπό θεσις τῶν Ἐθνικῶν Ὀρφανοτροφείων
καὶ τὰ τόσα ἄλλα.
Ἀλλ’ εἶναι καὶ ἡ ἐπηρμένη ὀφρὺς τινῶν ἐκ τῶν Ἑλλαδικῶν.
Καλὰ οἱ ἐκεῖ,
Εἶναι ἡ γνωστὴ θεωρία:
Ἐκεῖνοι, δηλαδὴ τὸ Πατριαρχεῖο,
Ἐμεῖς οἱ ἐδῶ εἴμαστε τὸ δυναμικὸ παρόν.
Μία ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ Ἀθηνοκεντρικοῦ κράτους, ποὺ ἔχει ἐπηρεάσει καὶ
πολλοὺς Ἐκκλησιαστικούς κύκλους.
«Κινδύνοις ἐκ γένους».
Εὐχόμεθα ἡ παροῦσα εἰρήνη, «ἡ φίλη εἰρήνη, τὸ γλυκὺ καὶ πρᾶγμα καὶ ὄνο-
μα» κατὰ τὸν Ἅγιον Γρηγόριον, ἡ ἐπιτευχθεῖσα ἐπ’ ἐσχάτων, νὰ μὴ εἶναι muratorium,
ἀνακωχή, ἀλλ’ εἰρήνη διαρκής, ἄλλως θὰ εἶναι εἰρήνη ἀνταλκίδειος.
Ὅλοι παρακολουθοῦμε καὶ θαυμάζουμε τὴν παῤῥησία τοῦ Πατριάρχου
πρὸς τοὺς κρατοῦντας.
Πιστεύει ὅτι ὁ λαλῶν παῤῥησίᾳ εἰρηνοποιεῖ καὶ ὅτι
ὁ δίκαιος ὡς λέων πέποιθε.
Λέγει:
«καὶ τόσα χρόνια ποὺ δὲν μιλούσαμε, τί
Καὶ ὅταν ἀκούω τινας τῶν ἐδῶ κακεγκάκων ταράσσομαι, ἀλλὰ
δὲν μπορῶ, ἢ μᾶλλον δὲν μοῦ ἐπιτρέπεται, νὰ μιλήσω.
Ὁ νοῶν νοήτω.
Πολλοὶ νομίζουν ὅτι ἡ Πατριαρχεία εἶναι πασσαλίκι.
Δὲν εἶναι· εἶναι φακιρικὸ κρεββάτι γεμᾶτο καρφιά.
Ἡ μέριμνα πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τὸ καθημερινὸ καὶ μὴ λυόμενον
πρόβλημα τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ.
Λειψανδρία, ἀδυναμία ἐπιλογῆς, ἐργασιῶν φόρτος, ξενύχτια ἕως τὶς πρῶτες
πρωϊνὲς ὧρες, ἐπιδρομὲς νεοελλήνων,
αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα εἶναι ἡ Πατριαρχεία.
Ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Πατριάρχης κάθονταν ἀλὰ Τούρκα στὸ μιντέρι
καὶ διέτασε χτυπῶντας τὰ χέρια, παρῆλθεν ἀνεπιστρεπτί.
Ἡ Πατριαρχεία
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουμε ἀλλαξοπατριαρχεῖες.
Χώρια ἡ καχυποψία τῶν κρατούντων πού, ἀπ’ τὰ χρόνια τῆς ἀτυχοῦς
ἐκλογῆς Μελετίου τοῦ Μεταξάκη, θεωροῦν τὸ Πατριαρχεῖο ἐπέκτασι τοῦ
Ἑλληνικοῦ ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν, ἢ καὶ κάτι τὸ χειρότερο.
Τώρα ὁ Πατριάρχης παρακολουθεῖται ἀνὰ πᾶν βῆμα.
Θὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2007 ὁ Πατριάρχης μεταβαίνει γιὰ μιά του πνευμα-
τικὴ ὑποχρέωσι στὸ Νεοχώρι τῆς Χηλῆς πρὸς τὴν Μαύρη θάλασσα.
Εἴμεθα
Εἴχαμε σταματήσει σ’ ἕνα χωματόδρομο.
Ἦτο περὶ λύχνων
Μᾶς πλησιάζει ἕνα στρατιωτικὸ τζίπ. Ζανταρμά. Στρατοχωροφυλακή.
Ἡ μαύρη χεὶρ τοῦ βαθέως κράτους.
Ἀνάκρισις.
Ποιοί εἶσθε, τί θέλετε ἐδῶ
καὶ ἄλλα τέτοια.
ὉΠαναγιώτατος διαμαρτύρεται, εἶμαι στὴν πατρίδα μου,
δὲν περνῶ σύνορα, οὔτε τελωνεῖο.
Πρὸς τί ἡ ἀνάκρισις;
Καὶ ὅμως ἡ ἀνάκρισις ἔγινε καὶ κρατήθηκαν ὀνόματα καὶ ἐκλήθη
εἰς ἀπολογίαν ὁ ἀστυνομικὸς
Εἶναι ἡ διακριτικὴ μεταχείρισις.
Γιὰ νὰ ταπεινώνουν οἱ τάλαινες, τὸν θεσμὸ καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐκπροσωπῇ.
Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ αἰσιοδοξία γιὰ καλύτερες ἡμέρες
δὲν τὸν ἐγκαταλείπει.
Κι’ ἂν θέλετε νὰ καταλάβετε ποιός εἶναι ὁ Πατριάρχης θὰ πρέπει νὰ
βρεθῆτε μαζί του στὰ «ἄτερ πρωτοκόλλου».
Ἐκεῖ ὅπου ὁ λόγος εἶναι ἅλατι
ἠρτυμένος, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἴδιος ἐγείρεται καὶ κερνᾷ τοὺς κεκλημένους, ἐκεῖ ὅπου
συντρώγῃ μὲ ἀνθρώπους τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης του.
Ἐκεῖ ὅπου ἡ μόνη
λύπη εἶναι γιατὶ πέρασε ἡ ὥρα τόσο γρήγορα.
Ὁ Πατριάρχης μας εἶναι νησιώτης, Ἴμβριος.
Γι’ αὐτὸ φέρει ἐν ἑαυτῷ ὡς
Ἐμμένει τῇ ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθείσῃ πίστει.
«Αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξε» διετράνωσε στεν-
τορίᾳ τῇ φωνῇ κατὰ τὴν ἐπίσκεψι τοῦ πάπα στὸ Φανάρι.
Ἂς κράζουν οἱ κόρακες.
Ἐκ γὰρ στόματος κοράκων κρά.
Γνωρίζω ὡς αὐτόπτης τὶς γονυκλισίες του.
Ὑποπτεύομαι μὲ βεβαιότητα
Κάποτε βρεθήκαμε στὴν Ἴμβρο. Ἦταν ἀπόβροχο.
Τὰ μονοπάτια ἦσαν γεμᾶτα λάσπες.
Ἡ ἡμέρα ἔκλινε.
Ὁ ἥλιος ἔδυε.
Θέλησε νὰ ἐπισκεφθῇ τὰ
Ἐκεῖ ποὺ μικρὸ παιδὶ ξελειτουργοῦσε τὸν παπᾶ.
Μπροστὰ ὁ Πατριάρχης, ὡς δορκὰς ἁλλομένη.
Πίσω ἐμεῖς ἀσθμαίνοντες.
Λάσπες, ξερόκλαδα, πέτρες, συρματοπλέγματα. Τίποτε δὲν τὸν ἐμπόδισε.
Τὰ
Καὶ στὸ κάθε ἕνα ἔψαλλε τὸ ἀπολυτίκιο, διηγεῖτο παληὲς
παιδικές, εὐτυχισμένες ἀναμνήσεις.
Ὅταν τελειώσαμε εἶχε πιὰ πέσει ἡ βαθειὰ
Καὶ ἀπορούσαμε.
Πῶς θυμόταν μονοπάτια πρὸ πολλοῦ ξεχασμένα,
πῶς εὕρισκε τὸν δρόμο ἀνάμεσα σὲ ἐληὲς καὶ πουρνάρια;
Ἀλλὰ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σὲ κάθε ἐκκλησάκι τῆς Καππαδοκίας,
μέσα στὰ ἀσκητήρια τοῦ
τοῦ Προκοπίου καὶ τῆς Μαλακοπῆς,
ψάλλει τὰ ἀπολυτίκια τῶν ναῶν
ἢ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη ἂν ὁ ναὸς εἶναι ἀπροσδιόριστος.
Καὶ μιὰ ποὺ βρισκόμαστε στὴν Καππαδοκία ἂς θυμηθῶ καὶ κάτι ἄλλο.
Στὴν ὑπαίθριο λειτουργία στὸ Προκόπιον ὁ Παναγιώτατος μᾶς μάλωσε.
Ἐμένα καὶ ἕνα διᾶκο.
Στὸ τραπέζι μετά ὁ διᾶκος, ποὺ καθόταν δίπλα μου,
Δὲν ἔτρωγε. Γιατί δὲν τρῶς; τὸν ἐρωτῶ.
Γιατὶ μᾶς μαλώνει
Καὶ τοῦ ἀπαντῶ.
Ἂν δὲν μαλώσῃ ἐμᾶς, ποιόν θὰ μαλώσῃ;
Τὸν
Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ ἀπόσβεσις τῶν κραδασμῶν (τὸ ἀμορ-
τισὲρ ἑλληνιστί!) τοῦ Πατριάρχου.
Καὶ μακάρι νὰ μᾶς μαλώνῃ καὶ γιὰ νὰ μα-
ζευώμαστε καὶ γιὰ νὰ ξεσπάῃ ἀπὸ τὶς τόσες πιέσεις.
Θὰ ἀναφερθῶ καὶ σὲ δύο ἄλλες ἀρετές. Τὴν νηστεία καὶ τὶς ἀγαθοεργίες.
Κάποτε, στὴν Μανίλα τῶν Φιλιππίνων, ὁ ὑπουργὸς παιδείας κάλεσε τὸν
Πατριάρχη καὶ τὴν συνοδία τουσὲ γεῦμα.
Ἦταν Παρασκευή.
Ποιός θὰ τὸ παρατηροῦσε;
Ὅμως ὁ Πατριάρχης παρήγγειλε.
Ἐμεῖς νηστεύουμε σήμερα.
Καὶ
Γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες ποὺ φθάνουν μέχρι καὶ τὴν Ἑλλάδα
δὲν θὰ μακρυγορήσω.
Προσκρούω στὸ μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου.
Ἀλλ’ ἐμεῖς τὸ γνωρίζουμε.
Γνωρίζουμε ὅτι καὶ ἡ δεξιά του δὲν προλαβαίνει νὰ γνωρίζῃ
τὰ πόσα φεύγουν ἀπὸ τὰ χέρια του.
Δὲν διεκδικῶ Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ἁπλῶς ἔχω καταγράψει σὲ δύο βιβλία
Ἔχουν φωτίσῃ πολλὲς ψυχές.
Ἑκατοντάδες οἱ ἐπιστολὲς καὶ τὰ τηλεφωνήματα.
Κατάλαβαν ποιός εἶναι ὁ Πατριάρχης.
Λίγα παραθέτω στὴν ἀγάπη σας ἀπὸ ἕνα τελευταῖο γράμμα
( 6 Σεπτεμβρίου):
«Σᾶς εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ἀνοίξατε τὰ μάτια γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο, τὴν ἁγία μας Πόλι καὶ τὰ ἁγιάσματά της.
Εἶχα ἄγνοια καὶ εἰκόνα
Δὲν ἤξερα τὴν πραγματικότητα γιὰ τὸν Πατριάρχη μας,
γιὰ τοὺς ἱερεῖς μας, ποὺ ὑπηρετοῦν ἐκεῖ, γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, ποὺ
ὑπηρετοῦν τὶς ἐκκλησίες, γιὰ τὸν ἐναπομείναντα λαό, ποὺ δὲν ξέρουν ἂν θὰ
ξημερώσῃ ἡ ἑπόμενη ἡμέρα γι’ αὐτούς.
Δὲν εἶχα διαβάσῃ, οὔτε ἀκούσῃ τέτοια
λόγια ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ.
Ἄλλαξαν πολλὰ μέσα μου.
Τὸ χρωστῶ σὲ σᾶς.
Σᾶς εὐχαριστῶ, σᾶς εὐχαριστοῦμε θερμά».
Προχθές, στὸ ΠατριαρχικὸΜετόχιον τῆς Ἀνθούσης μὲ πλησίασε ἕνας κύριος.
Μοῦ συστήθηκε.
Πολύτεκνος μὲ δέκα τρία παιδιά. Μοῦ λέγει:
«Εἶμαι
«Γιατί;» ἐρωτῶ.
«Διότι χάρις στὰ βιβλία σας ἔμαθα τί ἐστι Κωνσταντινούπολις, τί ἐστι Πατριάρχης.
Ἐπισκέφθηκα τὴν Πόλι καὶ σκλαβώθηκα.
Σᾶς εὐγνωμονῶ».
Πρὶν δύο-τρία χρόνια ὁΠαναγιώτατος παρέθεσε ἕνα δεῖπνο - iftar, στὴν νη-
στεία τοῦ ῥαμαζανιοῦ στὰ παιδιὰ τῶν φαναριῶν στὸ Μακροχώρι.
Καὶ ἡ ἐμὴ
Ἡἀτμόσφαιρα ζεστή, τὰ φαγητὰ ἐκλεκτά.
Ἕνα αὐτοκίνη το διανομῆς (delivery ἑλληνιστί) γεμᾶτο.
Κάποτε ἀργὰ τελειώσαμε.
Μπαίνει
Ἕνα χέρι κάποιου παιδιοῦ τοῦ προσφέρει μιὰ
Μόλις τὴν εἶχε κόψει ἀπ’ τὸ κράσπεδο τοῦ πεζοδρομίου
ὅπου κατὰ λάθος εἶχε φυτρώσει.
Ἕνα δῶρο εὐγνωμοσύνης.
Ἀνώτερο ἀπὸ κάθε
Πιστεύω ὅτι ἦταν τὸ καλύτερο δῶρο τῆς ζωῆς του.
Παναγιώτατε δέσποτα,
Κάποτε ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος Ἀθηνῶν, ὁ προκάτοχός σας
ἀοίδιμος Πατριάρχης Δημήτριος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸ πυκνὸ Ἐκκλη-
σίασμα εἶπε:
«Σᾶς ἀγαπῶμεν περιπαθῶς».
Ὀφείλουμε μίαν ἀπάντησι.
Ἔστω ἀργά, ἔστω τώρα, ἔστω ἀπ’ αὐτὸ τὸ βῆμα:
Καὶ μεῖς, Παναγιώτατε, οἱ σωφρονοῦντες Ῥωμηοὶ τῆς Ἑλλάδος,
σᾶς ἀγαπᾶμε περιπαθῶς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου