Τρείς παρερμηνείες έκανε η πονηρία μας στο κείμενο των Ευαγγελίων για τον πλούσιο νέο, που του είπε ο Κύριος να τα πουλήσει όλα και να τον ακολουθήσει, κι εκείνος έφυγε περίλυπος, και σ’ όσα είπε ο Χριστός κατόπιν για τους πλουσίους. (Λουκ. ιη΄ 18-27)
Η πρώτη παρερμηνεία είναι στη διαπίστωση: “έτι έν σοι λείπει”.
Της δώσαμε προαιρετικό χαρακτήρα, εν τούτοις η τελειότης είναι εντολή και, όπως όλες οι εντολές, υποχρεωτική.
Η δεύτερη παρερμηνεία βρίσκεται στο σκοπό για τον οποίο ζήτησε ο Κύριος από τον πλούσιο να σκορπίσει την περιουσία του.
Νομίσαμε ότι ήθελε να βοηθήσει τους φτωχούς ενώ, στην πραγματικότητα, ήθελε να ελευθερώσει τον ίδιο τον πλούσιο.
Η τρίτη και χειρότερη παρερμηνεία έγινε στο νόημα που έχει το “τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστιν”.
Είπαμε ότι ναί μεν είναι αδύνατο να μπεί πλούσιος στη Βασιλεία του Θεού, αλλά ο Θεός τελικά το κάνει δυνατό!
Το πραγματικό όμως νόημα είναι: “Είπον δε οι ακούσαντες και τις δύναται σωθήναι; (αφού όλοι είμαστε φιλοκτήμονες, είτε έχουμε είτε δεν έχουμε, και επομένως όλοι είμαστε κατά το πνεύμα και την προαίρεση πλούσιοι).
Και απάντησε ο Κύριος ότι αυτό που είναι αδύνατο στον άνθρωπο η Χάρις του Θεού το κάνει δυνατό.
Κάνει δηλαδή τον άνθρωπο, που αγαπάει το Θεό και έρχεται προς Αυτόν, να γίνει εραστής της ταπείνωσης και της ακτημοσύνης, να βγάλει πρώτα από την καρδιά του την επιθυμία του πλούτου, της δόξας των ανθρώπων και της ηδονής, και να γίνει τελικά και εξωτερικά φτωχός και έτσι, όντας πτωχός τω πνεύματι να γίνει από τούτη ακόμα τη ζωή, μακάριος πολίτης της Βασιλείας του Θεού.
Και επειδή ακολουθούσαμε στραβό δρόμο, που δεν οδηγούσε στη μακαριότητα αλλά στη δυστυχία, μας κήρυξε να μετανοήσουμε και ν’ αλλάξουμε δρόμο.
Μήν ξεγελιέστε από τα φαινόμενα, μας είπε.
Δεν είναι ο πλούτος που δίνει στον άνθρωπο τη μακαριότητα αλλά η φτώχια που τη θέλει και την διαλέγει κανείς για το Θεό.
Στην καρδιά που είναι γεμάτη με ξυλοκέρατα τούτου του κόσμου δεν υπάρχει χώρος για το Θεό, την πηγή κάθε μακαριότητας.
Όσο πιο φτωχοί γίνετε από τα αγαθά του κόσμου τούτου από αγάπη προς το Θεό, τόσο πιο πλούσιοι θα γίνεται απ’ τα αγαθά του Ουρανού, που δεν φθείρονται ποτέ, και που μόνο αυτά κάνουν τον άνθρωπο μακάριο.
Και δεν θα πλουτίσετε από ευδαιμονία μόνο στον άλλο κόσμο και στην άλλη ζωή, αλλά από τώρα, από αυτή τη ζωή θα γίνετε ευδαίμονες και πανευτυχείς, “και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών”.
“Όσον τις μετριώτερον έχει τον βίον, τοσούτον υπάρχει ευδαιμονέστερος”, είπε ο Άγιος Αντώνιος, που υπάκουσε στον Κύριο και σκόρπισε από νέος όλο του το βιός και έγινε πάμπτωχος τω πνεύματι.
Δηλαδή: “Όσον ο άνθρωπος καταφρονεί τούτον τον κόσμον, και καταγίνεται εις τον φόβον του Θεού μετά σπουδής, τοσούτον και η θεία πρόνοια πλησιάζει εις αυτόν, και κρυπτώς αισθάνεται την βοήθειαν αυτής, και δίδονται αυτώ καθαροί λογισμοί, ίνα καταλάβη αυτήν^ και εάν τις εκουσίως στερηθή των αγαθών του κόσμου, καθ’ όσον στερείται τούτων, κατά τοσούτον το έλεος του Θεού ακολουθεί αυτώ, και βαστάζει αυτόν η θεία φιλανθρωπία”. (Λογ. κε΄)
Και αλλού λέγει πάλι ο ίδιος: “Ο φεύγων του παρόντος βίου την ανάπαυσιν, τούτου ο νούς κατεσκόπευσε τον μέλλοντα αιώνα. Ο δε συνδεδεμένος τη φιλοκτημοσύνη, δούλος των παθών πέφυκε”. (Λογ. ΚΓ΄) Και έχει τόσο μεγάλη δύναμη η ακτημοσύνη γιατί αυτή είναι “η λύουσα τα νοήματα ημών εκ των δεσμών” (Λογ. ΛΕ΄), αυτή είναι που δίνει την εξωτερική αλλά και την εσωτερική ελευθερία και, κόβοντας τα δεσμά του, τον αφήνει να πέσει στην ανοικτή αγκαλιά του Θεού και Πατέρα του.
Αναφερόμενος στον πρώτο μακαρισμό ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει:
“Πώς δ’ ου μακαρίζοιντο δικαίως αν οι μη πεποιθότες όλως επί χρήμασιν, αλλ’ επ’ αυτώ; Οι μη ποθούντες αρέσκειν άλλω πλήν αυτού;
Οι εν ταπεινώσει μετά τούτων ζώντες ενώπιον αυτού;
Πτωχεύσωμεν ούν και ημείς το πνεύμα ταπεινωθέντες και την σάρκα κακοπαθήσαντες και τον βίον ακτημονήσαντες, έν’ ημών γένηται η του Θεού Βασιλεία και των μακαρίων επιτύχωμεν ελπίδων, την των Ουρανών Βασιλείαν κληρονομήσαντες”. (Φιλοκ. Δ΄ 106)
“Τι τα λές αυτά σ’ εμάς που δεν είμαστε μοναχοί;” Είπαν κάποιοι στον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, και απάντησε:
“Σφόδρα απατάς σαυτόν και σφάλλεις, ει άλλα μεν οίει τον βιωτικόν, έτερα δε απαιτείσθαι τον μοναχόν^ η γαρ διαφορά τούτοις εν τω γαμήσαι και μη, των δε άλλων ένεκεν απάντων κοινάς υπέχουσι τας ευθύνας... Μη γαρ ο κοσμικός οφείλει τι έχειν πλέον του μονάζοντος;
Ει δε οι μακαρισμοί τοις μονάζουσίν εισι μόνοις ειρημένοι, και τον κοσμικόν ου δυνατόν αυτούς κατορθώσαι, αυτός δε (ο Θεός) τον Γάμον επέστρεψεν, άρα αυτός πάντας απώλεσεν... ουχ ο γάμος εμπόδιον αλλ’ η προαίρεσιν... Δυνατόν, και σφόδρα δυνατόν και γυναίκας έχοντας την αρετήν μετιέναι, εάν θέλωμεν”.
(P.G. 47, 372-376 και P.G. 63, 67-68)
πηγή:περιοδικό "Επίγνωση"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου