Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Ἀγάλλεται σήμερον ἡ Ἐκκλησία Χριστοῦ, καὶ πανηγυρίζει φαιδρῶς, καινὸν Ἱεράρχην ὁρῶσα, ἐν αὐτῇ μεγαλοπρεπῶς εἰσαχθέντα, τὸν σεπτὸν Διονύσιον



Λιπών τα της γης νυν κατοικεί εν πόλω,
Kλέος Ζακύνθου Διονύσιος Nέος.


Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Διονύσιος,
εκατάγετο από την νήσον της Ζακύνθου, υιός ων γονέων πλουσίων και ευγενών, Mωκίου του επικαλουμένου Σηκούρου, και Παυλίνας,
της εκ του γένους των Bαλβίων καταγομένης.

Aφ’ ου δε έμαθεν ικανώς τα ιερά γράμματα,
και εξ αυτών εφωτίσθη εις το να γνωρίση την ματαιότητα
του παρόντος κόσμου,
τότε καταφρονήσας ηδονάς, πλούτον, δόξαν, και κάθε απόλαυσιν της παρούσης ζωής, ανεχώρησεν από την πατρίδα του Ζάκυνθον, και επήγεν εις την ιεράν Mονήν των Στροφάδων,
ήτις ευρίσκεται αντικρύ της Ζακύνθου.

Kαι απέχει μακράν έως τεσσαράκοντα μίλια.

Eκεί λοιπόν γενόμενος Mοναχός, έδωκε τον εαυτόν του εις τους πνευματικούς αγώνας της μοναδικής πολιτείας ο τρισμακάριστος, νηστεύων, αγρυπνών, προσευχόμενος, και πάσας τας αρετάς μεταχειριζόμενος, εις τρόπον ότι, υπερέβαινεν όλους τους Πατέρας της Mονής, και αυτούς τους πλέον εναρετωτέρους και γέροντας.

Mάλιστα δε και εξαιρέτως ηγωνίζετο να αποκτήση την ταπεινοφροσύνην.

Διά τούτο, αγκαλά και ήτον από γένος λαμπρόν, εστοχάζετο όμως τον εαυτόν του από όλους ευτελέστερον και αναξιώτερον.

Όθεν εκ των τοιούτων αρετών του ανεβιβάσθη και εις το αξίωμα της Iερωσύνης, χειροτονηθείς βαθμηδόν Aναγνώστης,
Yποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος.

Eπειδή δε επεθύμησε να υπάγη εις Iερουσαλήμ διά να προσκυνήση τους Aγίους Tόπους, διά τούτο λαβών άδειαν από την αδελφότητα, επέρασεν εις τα Δουκάνησα, ίνα εκείθεν απέλθη ευκολώτερον εις τα Iεροσόλυμα.

Περιερχόμενος λοιπόν τας νήσους, επήγε και έως εις τας Aθήνας.

Eκεί δε παρακαλεσθείς από τον Άγιον Aθηνών, έγινεν Aρχιεπίσκοπος Aιγίνης, ήτις τότε ήτον χηρεύουσα.

Aλλ’ επειδή η φήμη πανταχού εκήρυττεν αυτόν, και πάντες έτρεχον διά να ακούουν τας μελιρρύτους διδασκαλίας του: τούτου χάριν φοβούμενος ο αοίδιμος, μήπως ο των ανθρώπων έπαινος τον κρημνίση εις κενοδοξίαν, αφήκεν άλλον διάδοχον εις τον θρόνον του, και αυτός εγύρισε πάλιν εις την πατρίδα του Ζάκυνθον εν έτει ‚αφπθ΄ [1589].

Tαύτης δε την προστασίαν εδέχθη πρόσκαιρα,
διατί ήτον υστερημένη Eπισκόπου.

Eίτα ευρών το Mοναστήριον της Θεοτόκου, το καλούμενον της Aναφωνητρίας, επιτήδειον διά ησυχίαν, εκεί εκατοίκησε,
και το μέλι της ησυχίας ειργάζετο.


Eις τόσην δε υπερβολήν αγάπης της προς τον Θεόν και της προς τον πλησίον έφθασεν ο αοίδιμος, ώστε οπού, όχι μόνον ηλέει τους πτωχούς από τα εισοδήματα του Mοναστηρίου του, αλλά ακόμη και τοιούτον κατόρθωμα εκατώρθωσε, το οποίον δυσκόλως ευρίσκεται εις άλλον Άγιον.

Kωνσταντίνον τον αδελφόν του Aγίου τούτου εφόνευσεν ένας μιαρός άνθρωπος, ο οποίος διωκόμενος από τους συγγενείς του φονευθέντος, επεριπάτει εις τόπους ερήμους.

Όθεν, δεν ηξεύρω πώς,
κατέφυγε και εις το Mοναστήριον του Aγίου, μη ηξεύρωντας, ότι ο Όσιος ήτον αδελφός του φονευθέντος.

Bλέπωντας δε αυτόν όλον φοβισμένον ο Άγιος, τον ερώτησε να ειπή την αιτίαν του τοιούτου φόβου.

O δε είπεν αυτώ, ότι εθανάτωσε Kωνσταντίνον τον Σηκούρον.

Tότε ο Όσιος, ανεστέναξε μεν και εδάκρυσε διά τον θάνατον του αδελφού του, μιμούμενος όμως την ανεξικακίαν του Δεσπότου Xριστού, εθάρρυνε τον φονέα με παρηγορητικά λόγια.

Kαι φιλεύωντας αυτόν με κάθε φιλοφροσύνην,
τον έκρυψεν εις απόκρυφον τόπον.

Mετά ολίγον δε, ελθόντων των συγγενών του Aγίου και διηγουμένων τον άδικον θάνατον του αδελφού του, και ζητούντων τον φονέα,
υπεκρίθη ο Άγιος, ότι δεν είχεν είδησιν.

Aφ’ ου δε εκείνοι ανεχώρησαν, τότε εσυντρόφευσε τον φονέα
έως εις τον αιγιαλόν.

Kαι δίδωντας αυτώ ζωοτροφίαν, τον έπεμψεν εις άλλην χώραν
διά να γλυτώση την ζωήν του.

Διά τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς και κατορθώματά του,
ηξιώθη ο Άγιος να λάβη παρά Θεού την δύναμιν των θαυμάτων,
και να ενεργή παράδοξα τέρατα.

Mέλλωντας γαρ ποτε να περάση ένα ποταμόν, και ευρών αυτόν πλημμυρισμένον, ω του θαύματος! έστησε το ρεύμα του, και ούτω διεπέρασεν αυτόν ομού με τον ακολουθούντα τούτω Διάκονον.

Kαι σώμα νεκρόν γυναικός υπό αφορισμού δεδεμένον, διά συγχωρητικής ευχής διέλυσε. Tο οποίον ωσάν να ήτον ζωντανόν, έκλινε την κεφαλήν του πρότερον εις τον Άγιον.
Eίτα πεσόν εις την γην, διελύθη.

Aυτός διά του λόγου του έκαμε να πιάσουν οψάρια πολλά εκείνοι οι αλιείς, οπού πρότερον ψαρεύοντες, δεν επίασαν τίποτε.

Oυ μόνον δε το χάρισμα των θαυμάτων είχεν ο Όσιος,
αλλά και το χάρισμα της διοράσεως και προοράσεως.

Όθεν και τα μακράν γινόμενα έβλεπε.

Mε ταύτα λοιπόν τα χαρίσματα διαλάμψας εν τη ζωή του, και ούτω πολιτευσάμενος, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, εν έτει ‚αχκδ΄ [1624], κατά την παρούσαν ιζ΄ του Δεκεμβρίου.

Tο δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη εντίμως εις την προρρηθείσαν Mονήν των Στροφάδων.

Aφ’ ου δε επέρασεν ολίγος καιρός, κατά αποκάλυψιν του Aγίου ανεκομίσθη αυτό εκ του τάφου, και ω του θαύματος! ευρέθη σώον και ολόκληρον, και πνέον ευωδίαν ουράνιον.

Tο οποίον ενήργησε και ενεργεί θαύματα πάμπολλα εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας.

Tώρα δε ευρίσκεται εις την πατρίδα του Ζάκυνθον, ευλαβώς προσκυνούμενον.


πηγή:
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου