Ο πατέρας μου σηκωνόταν το πρωί με το όνομα του Χριστού στο στόμα και δεν έπεφτε να κοιμηθεί πριν περάσει πολλές ώρες κλεισμένος στο γραφείο, διαβάζοντας γραπτά των αγίων.
Θυμάμαι που τον άκουγα να λέει την προσευχή του Ιησού, που του έβγαινε δυνατά κάποιες φορές, σαν να την είχε μέσα του και δεν μπορούσε άλλο να την κρατήσει.
Ήταν μόνιμα διψασμένος και μοναχικός. Παράξενος άνθρωπος. Είχε εκείνη την παραξενιά που έκανε άλλους γύρω του να τρέχουν κοντά του κι άλλους να τον αποφεύγουν. Από τότε σκέφτομαι ότι κάπως έτσι παράξενος πρέπει να ήταν και ο Χριστός.
Πολλές κουβέντες δεν είχε με τους πολλούς. Μπορούσε να μιλά με τις ώρες για την Εκκλησία και τα γραπτά των αγίων, αλλά δύσκολα του έπαιρνες κουβέντες για άλλα θέματα.
Είχε γνώμη για τα περισσότερα πράγματα, αλλά λίγα τον ενδιέφεραν πραγματικά.
Τα βιβλία τα αγαπούσε πολύ. Από μικρός θυμάμαι το πρόβλημα των βιβλίων. Βιβλία και περιοδικά υπήρχαν παντού σε όλο το σπίτι και γέμιζαν ντουλάπια και πατάρια μέχρις ασφυξίας.
Κληρονόμησα κι εγώ το ίδιο πρόβλημα και δεν μου φαίνεται πια παράξενο. Μερικά δικά του βιβλία, υπογραμμισμένα με κόκκινο ξανά και ξανά, με σημειώσεις και σχόλια στα περιθώρια, είναι τα πιο πολύτιμα αποκτήματα της δικής μου πια βιβλιοθήκης. Δεν υπογράμμιζε με κόκκινο στυλό, αλλά με σινική μελάνη, για όποιον καταλαβαίνει τη διαφορά.
Ήταν τα αγαπημένα του αναγνώσματα, που μερικά τα γνώριζα καλά, πριν καν στρωθώ να τα διαβάσω ο ίδιος.
Είχα ακούσει να σχολιάζονται ξανά και ξανά και τα είχα δεί να περνούν καλά χωνεμένα στα δικά του γραπτά. Σε πολλά από αυτά τα βιβλία βρίσκονται μερικές πολύτιμες σκέψεις που σήμερα πια τις θεωρώ και δικές μου. Παλεύω ακόμη μ΄ αυτές, τις γυρνώ απ΄ όλες τις μεριές, και μερικές τις βρίσκω τόσο καλές, που μου φαίνεται πως δεν έχει σχεδόν νόημα να προσπαθήσει κανείς να γράψει κάτι πάλι γι΄ αυτές. Έτσι, συνήθως σωπαίνω, αν και μου φαίνεται πως είναι αυτός ένας καλός τρόπος για να δικαιολογώ την τεμπελιά.
Ανάμεσα στον Ισαάκ τον Σύρο και τον Ιωάννη της Κλίμακος, τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο (κατακόκκινος κι αυτός) βρίσκονταν λίγοι αγαπημένοι συγγραφείς της δικής του γενιάς.
Ξέρω ότι ο πατέρας μου διδάχτηκε την πίστη από τους αγίους, εγώ όμως ομολογώ ότι την διδάχτηκα από αυτόν και από λίγους συγχρόνους του, που τους αγαπούσε και εντρυφούσε στα βιβλία τους.
Ο Κόντογλου κυκλοφορούσε πληθωρικός στο σπίτι μας, χρόνια ολόκληρα μετά την κοίμησή του, μέσα από την ανάμνηση του πατέρα μου, ανάμνηση της νιότης του που μου φαίνεται ότι ήταν και η πιο αγαπημένη.
Ο Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν σημείο αναφοράς μέσα από τη διατριβή του, το “Προπατορικό Αμάρτημα”, αν και σε προσωπικό επίπεδο νομίζω ότι δεν διασταυρώθηκαν ποτέ. Βιβλίο δυσχερές στην ανάγνωση, το είχε παρόλα αυτά ρουφήξει κυριολεκτικά, ώστε μαζί με το “Περί Κατασκευής του Ανθρώπου” του Γρηγορίου Νύσσης, το είχε σαν βάση και στη δική του ανθρωπολογία. Μαζί, πήγαινε και το “Ζώον Θεούμενον”, του Παναγιώτη Νέλλα.
Στα γραπτά του Χρήστου Γιανναρά έβρισκε βαθειά συγγένεια και αισθάνθηκε αρκετές φορές την ανάγκη να του γράψει την εκτίμηση και την συμπαράστασή του. Το “Αλφαβητάρι”, με τον απλό φιλοσοφικό του λόγο, όρισε και τις δικές μου συντεταγμένες της πίστεως.
Θυμάμαι ότι έφηβος διαβάζοντας το “Πείνα και Δίψα”, έλεγα στον πατέρα μου ότι ήταν σαν να διαβάζω τις σκέψεις μου γραμμένες από άλλον.
Όταν δημοσιεύτηκε το “Καταφύγιο Ιδεών”, ο πατέρας μου το συζητούσε παντού. Ήταν κι αυτός, όπως και η μάνα μου, μέρος της ιστορίας.
Είχε διακρίνει τον εξω-εκκλησιαστικό χαρακτήρα των χριστιανικών οργανώσεων και είχε πάρει από νωρίς μεγάλες αποστάσεις. Στον Γιανναρά, στον Φλωρόφσκυ, στον Βλαδίμηρο Λόσκυ, βρήκε κι άλλες γόνιμες σκέψεις που τον βοήθησαν στον αγώνα του.
Το Πρόσωπο, το αντικείμενο του Θείου έρωτα που διαλέγεται και επιστρέφει τον πόθο προς τον Θεό, κρύβει μια δύναμη ελευθερίας. Άρπαξε την ιδέα σαν αητός, για να πετάξει πιο ψηλά. Χωρίς αυτό το βίωμα της ελευθερίας, η Εκκλησία δύσκολα γίνεται πράξη. Η βαθειά διάκριση φύσεως και προσώπου βρήκε γόνιμο έδαφος στη σκέψη του.
Κατάλαβε καλά την εμβέλεια της ερμηνευτικής δυναμικής, που είχε αυτή η πρόταση των θεολόγων της ευλογημένης γενιάς του εξήντα.
Έζησε μοναχικά, αλλά πάλεψε τίμια. Δεν ήταν θεολόγος, αλλά γιατρός στο επάγγελμα και η λογιότητά του ήταν πηγαία, αποτέλεσμα κυρίως φώτισης και προσευχής.
Τον λογαριάζω ότι συμπορεύτηκε και συντονίστηκε με τα μεγάλα θεολογικά και φιλοσοφικά ερωτήματα της ορθοδοξίας του εικοστού αιώνα, την επανεύρεση της πατερικότητας στη θεολογική μας παράδοση, τον λόγο περί της αληθούς φύσεως της Εκκλησίας, τον λόγο περί της δημιουργίας, περί του ανθρώπου, περί του Προσώπου και ειδικά περί του Χριστού, του αληθινού ανθρώπου, για τον οποίο έλεγε, όπως και ο Πιλάτος, “Ίδε ο Άνθρωπος!”.
Η γενιά του εξήντα συγκροτήθηκε από ανθρώπους μεγάλου πνευματικού διαμετρήματος, που η σκέψη τους προέκυψε μέσα από ζωντανές ζυμώσεις, μέσα από διάλογο με την εποχή τους και τα προβλήματά της.
Ήταν εποχή ισχνών αγελάδων από υλική άποψη γι΄ αυτό ίσως και όσοι αναμετρήθηκαν μαζί της έδωσαν καρπό προσευχής και ελέους. Δεν περιορίστηκαν στον ακαδημαϊσμό και οι πόλεμοι που διάλεξαν είχαν πνευματικό νόημα.
Εμείς, οι αδύναμοι επίγονοι, νιώθουμε συχνά τη σκιά των πατεράδων να μας βαραίνει.
Σε εποχή πλησμονής και καταναλωτικής ευωχίας δεν παράγεται εύκολα καρπός προσευχής.
Ίσως γι΄ αυτό παρατηρούμε τελευταία το φαινόμενο οι θεολογικές μας συζητήσεις να όζουν πατροκτονικής μιζέριας.
Συζητώντας πρόσφατα για το θέμα αυτό, καλή φίλη μου υπέδειξε να διαβάσω ξανά το κεφάλαιο 11 από τους αδελφούς Καραμαζώφ.
Βρήκα το βιβλίο στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου, έναν παμπάλαιο πανόδετο τόμο, προφανώς πολύ αγαπημένο, δίπλα ακριβώς στην εξίσου αγαπημένη σειρά των απάντων του Παπαδιαμάντη, την επιμελημένη από τον φίλο Ν.Δ.Τ.
Είναι το κεφάλαιο για τη δίκη του Μίτια, όπου ο αδελφός του κατηγορουμένου, ο Ιβάν, που έχει κληθεί για μάρτυρας, αποκαλύπτει ότι ο δολοφόνος είναι ο Σμερντιακόβ, που ο ίδιος ο Ιβάν τον έχει διδάξει να σκοτώσει... Ήταν οι παρακάτω γραμμές, που τις βρήκα με κάποια έκπληξη υπογραμμισμένες με κόκκινη σινική μελάνη:
-Αυτός σκότωσε τον πατέρα μου και όχι ο αδελφός μου. Σκότωσε εκείνος και τον παρακίνησα εγώ... Και ποιος δε θέλει το θάνατο του πατέρα του;
- Είσαστε στα λογικά σας; είπε άθελά του σχεδόν ο πρόεδρος.
- Και βέβαια έχω τα λογικά μου... ένα λογικό βρωμερό σαν το δικό σας, και σαν κι΄ αυτό που έχουν όλα τούτα δω τα μούτρα (έδειξε το ακροατήριο).
Σκότωσαν τον πατέρα τους και κάνουν τάχα πως τρέμουν, είπε με περιφρόνηση, τρίζοντας τα δόντια. Κάνουν γκριμάτσες τώρα.
Οι ψεύτες!
Όλοι επιθυμούν το θάνατο του πατέρα τους!
Το ένα ερπετό καταβροχθίζει το άλλο.
Αν έβλεπαν πως δεν έγινε πατροκτονία θα θύμωναν και θάφευγαν αγριεμένοι.
Είναι θέαμα για δαύτους. "Άρτον και θεάματα!".
Ι.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου