Η εκκλησιαστική περιουσία είναι πάντοτε προσφιλές θέμα, κινεί το ενδιαφέρον των σχολιαστών και των αναγνωστών. Αλλωστε, ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχούν τα βιολογικά και βιοτικά θέματα και όχι τα οντολογικά και υπαρξιακά, πρωτεύοντα ρόλο έχει η κοινωνιολογία και όχι η φιλοσοφία και θεολογία.
Ετσι, η πληροφόρηση για την κινητή και ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας προξενεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόνον που πρέπει να διερευνηθή από ποια πλευρά και ποια οπτική γωνία εξετάζει κανείς το θέμα. Στις απλές σκέψεις που ακολουθούν, ίσως ενσυνείδητα υπερβατικά, παρουσιάζω την άποψή μου για το ποια είναι η αληθινή εκκλησιαστική περιουσία.
1. Η θεολογική εκκλησιαστική περιουσία
Η πραγματική περιουσία της Εκκλησίας που είναι αναλλοίωτη από τη φθορά του χρόνου είναι η θεολογία και η εκκλησιολογία της. Η Εκκλησία βιώνει συμπυκνωμένα έναν θεολογικό και πολιτισμικό πλούτο τουλάχιστον δύο χιλιάδων ετών. Αν δε υπολογίση κανείς ότι έχει αξιοποιήσει και πολιτισμικά αγαθά προγενέστερων εποχών, τότε καταλαβαίνει την αξία του.
Μεγάλος θησαυρός είναι η θεολογία του προσώπου, που αποδίδεται στον Τριαδικό Θεό και τον άνθρωπο. Το πρόσωπο, που στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα προσωπείο (μάσκα), από τους Πατέρες της Εκκλησίας συνδέθηκε με την υπόσταση και απέκτησε οντολογία. Ετσι, ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ρατσιστικά δούλος, ούτε ένα πράγμα, αλλά ούτε κλείνεται στην ασφυκτική μέγγενη του θανάτου. Αυτή η εκκλησιαστική περιουσία γίνεται αντικείμενο έρευνας από φιλοσόφους, κοινωνιολόγους και στοχαστές.
Η φιλοκαλική παράδοση της Εκκλησίας που ασχολείται με τον «έσω άνθρωπο», όχι τον «καθημερινό», αλλά τον «οντολογικό τρόπο ύπαρξης», όπως θα έλεγε και ο Χάιντεγκερ, είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός που έρχεται από το παρελθόν και κινεί το ενδιαφέρον ξένων ψυχαναλυτών, υπαρξιστών και γενικά ανθρώπων που δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την επιφάνεια των πραγμάτων και τον συμβατικό τρόπο ζωής.
Οι εκκλησιαστικές τέχνες, όπως η αγιογραφία, η μουσική, η ποίηση, η ναοδομία κ.λπ. που συνδυάζουν ό,τι εκλεκτό στοιχείο εμφανίστηκε στην ανθρωπότητα με τον «μυστικό» κόσμο της εκκλησιαστικής ζωής, είναι αμύθητος πλούτος της Εκκλησίας. Δεν πρόκειται για μερικά μνημεία τέχνης που διαφυλάσσονται στα Μουσεία, αλλά για τρόπους έκφρασης ζωής, που μιλάνε και μοσχοβολούνε.
Το διοικητικό σύστημα των κατά τόπους Εκκλησιών και το συνοδικό σύστημα διοικήσεως σε διάφορα επίπεδα που θυμίζει το αρχαίο ελληνικό σύστημα των Πόλεων και των Αμφικτιονιών είναι ένας αστείρευτος πλούτος που διατηρείται ακόμη ζωντανός και μπορεί να κρίνη θετικά τα διάφορα ηγεμονικά, ανατολικά, φεουδαλιστικά συστήματα τα οποία συναντούμε στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική ζωή. Οι Ενορίες με όλο το εθελοντικό προσωπικό που διαθέτουν είναι ζωντανοί πυρήνες ζωής που έρχονται από το βάθος του χρόνου και συγκροτούν τις πραγματικές κοινωνίες ανθρώπων.
Ολη η θεολογία της Εκκλησίας είναι ένας διαχρονικός πλούτος.
2. Η αγάπη προς τους ανθρώπους
Μεγάλη εκκλησιαστική περιουσία είναι η αγάπη των ανθρώπων που περιβάλλουν και εμπιστεύονται την Εκκλησία. Στην Εκκλησία ανοίγει κανείς τα «εσώψυχά» του, τις εσωτερικές αποτυχίες και πληγές του, τις ανασφάλειες και αβεβαιότητές του, τον υπαρξιακό πόνο και την εσωτερική αγωνία του.
Ετσι, η Εκκλησία θεωρεί ως μεγάλο θησαυρό όχι την εύνοια των ισχυρών της γης, αλλά τον πόνο των ανθρώπων, την ανημπόρια τους. Οι πονεμένοι άνθρωποι είναι τα πιο ακριβά ιερά σκεύη της Εκκλησίας, και όπου υπάρχουν Κληρικοί ευαίσθητοι μπορούν να εργασθούν αποδοτικά στον τομέα αυτό και θυσιάζουν τα πάντα.
Το βιβλίο με τίτλο «Η μαρτυρία της αγάπης» και υπότιτλο «Το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας της Ελλάδος», που εκδόθηκε από τον Κλάδο Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, δείχνει το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας σε εκατοντάδες μονάδες προνοιακού χαρακτήρος, ανοικτού η κλειστού τύπου, όπου, κατά την εύστοχη παρατήρηση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, « νόσος φιλοσοφείται και συμφορά μακαρίζεται και το συμπαθές δοκιμάζεται ».
Οταν διαβάση κανείς μερικά «τυπικά» με τα οποία λειτουργούσαν από την Εκκλησία τα πρώτα στην ιστορία Νοσοκομεία, όπως για παράδειγμα το Τυπικό της Μονής Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου φαίνονται η οργάνωση και η λειτουργία του Νοσοκομείου, τότε θα διαπιστώση ότι η Εκκλησία θεωρεί πραγματικό της πλούτο τους πτωχούς, τους αρρώστους, τους πονεμένους που χρειάζονται στοργή και φιλανθρωπία και ενδιαφέρεται γι΄ αυτούς.
Μάλιστα ο ιερός Χρυσόστομος προτρέπει τους ακροατές του: « Μη βλέπεις τον πτωχό που σε πλησιάζει λερωμένος και απεριποίητος,αλλά σκέψου ότι ο Χριστός διά μέσου εκείνου εισέρχεται στην οικία σου και παύσε να είσαι απάνθρωπος και να λέγης σκληρά λόγια με τα οποία συνήθως περιλούζεις αυτούς που ζητούν την βοήθειά σου, αποκαλώντας αυτούς απατεώνας, οκνηρούς ».
Οσοι εμπνέονται από το ήθος της Εκκλησίας θεωρούν τους πτωχούς ως αυτόν τον Ιδιο τον Χριστό. Αυτός είναι ο τετιμημένος εκκλησιαστικός πλούτος.
3. Περιουσία και φιλανθρωπία
Η Εκκλησία πάντοτε διατηρούσε υλική περιουσία για να την καταναλώνη σε έργα φιλανθρωπίας, όταν αδυνατή να το κάνη το Κράτος. Οι Μητροπόλεις και οι Ενορίες είναι οργανωμένες Κοινότητες, οι οποίες ενδιαφέρονται για όλα τα προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, πνευματικά, ψυχολογικά, οικογενειακά, οικονομικά.
Βεβαίως, ζούμε σε μια οργανωμένη κοινωνία και η Εκκλησία συμμορφώνεται στη φορολογία που θεσπίζει κάθε Πολιτεία, αρκεί να είναι λελογισμένη και δίκαιη. Αλλά και η Πολιτεία πρέπει να υπολογίζη την τεράστια προσφορά της Εκκλησίας στο παρελθόν και το παρόν και να σκεφθή με τι οικονομικό κόστος θα επιβαρυνθή η ίδια, αν η Εκκλησία από δυσβάστακτα φορτία δεν μπορεί να ανταποκριθή στο φιλανθρωπικό έργο της με τα Ιδρύματα που λειτουργεί.
Πάντως, πρέπει να επισημανθή ότι η Εκκλησία είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που διαθέτει αστείρευτο πνευματικό πλούτο, μεγάλους θησαυρούς- θεολογικούς και πολιτιστικούς- και δεν φοβάται ούτε απειλείται από κάποια φορολογία, μπορεί όμως να υπονομευθή το φιλανθρωπικό έργο της.
Και σήμερα εξακολουθεί να δέχεται την αγάπη και τον σεβασμό εκατομμυρίων ανθρώπων που προσφέρουν όχι απλώς χρήματα, αλλά την καρδιά τους και τη ζωή τους. Αυτός είναι ο ατίμητος πλούτος της που δεν μπορεί να φορολογηθή.
Η Εκκλησία έχει αυτό που είναι και δεν είναι αυτό που έχει.
πηγή:Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ(15-11-2009)
Ετσι, η πληροφόρηση για την κινητή και ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας προξενεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόνον που πρέπει να διερευνηθή από ποια πλευρά και ποια οπτική γωνία εξετάζει κανείς το θέμα. Στις απλές σκέψεις που ακολουθούν, ίσως ενσυνείδητα υπερβατικά, παρουσιάζω την άποψή μου για το ποια είναι η αληθινή εκκλησιαστική περιουσία.
1. Η θεολογική εκκλησιαστική περιουσία
Η πραγματική περιουσία της Εκκλησίας που είναι αναλλοίωτη από τη φθορά του χρόνου είναι η θεολογία και η εκκλησιολογία της. Η Εκκλησία βιώνει συμπυκνωμένα έναν θεολογικό και πολιτισμικό πλούτο τουλάχιστον δύο χιλιάδων ετών. Αν δε υπολογίση κανείς ότι έχει αξιοποιήσει και πολιτισμικά αγαθά προγενέστερων εποχών, τότε καταλαβαίνει την αξία του.
Μεγάλος θησαυρός είναι η θεολογία του προσώπου, που αποδίδεται στον Τριαδικό Θεό και τον άνθρωπο. Το πρόσωπο, που στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα προσωπείο (μάσκα), από τους Πατέρες της Εκκλησίας συνδέθηκε με την υπόσταση και απέκτησε οντολογία. Ετσι, ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ρατσιστικά δούλος, ούτε ένα πράγμα, αλλά ούτε κλείνεται στην ασφυκτική μέγγενη του θανάτου. Αυτή η εκκλησιαστική περιουσία γίνεται αντικείμενο έρευνας από φιλοσόφους, κοινωνιολόγους και στοχαστές.
Η φιλοκαλική παράδοση της Εκκλησίας που ασχολείται με τον «έσω άνθρωπο», όχι τον «καθημερινό», αλλά τον «οντολογικό τρόπο ύπαρξης», όπως θα έλεγε και ο Χάιντεγκερ, είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός που έρχεται από το παρελθόν και κινεί το ενδιαφέρον ξένων ψυχαναλυτών, υπαρξιστών και γενικά ανθρώπων που δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την επιφάνεια των πραγμάτων και τον συμβατικό τρόπο ζωής.
Οι εκκλησιαστικές τέχνες, όπως η αγιογραφία, η μουσική, η ποίηση, η ναοδομία κ.λπ. που συνδυάζουν ό,τι εκλεκτό στοιχείο εμφανίστηκε στην ανθρωπότητα με τον «μυστικό» κόσμο της εκκλησιαστικής ζωής, είναι αμύθητος πλούτος της Εκκλησίας. Δεν πρόκειται για μερικά μνημεία τέχνης που διαφυλάσσονται στα Μουσεία, αλλά για τρόπους έκφρασης ζωής, που μιλάνε και μοσχοβολούνε.
Το διοικητικό σύστημα των κατά τόπους Εκκλησιών και το συνοδικό σύστημα διοικήσεως σε διάφορα επίπεδα που θυμίζει το αρχαίο ελληνικό σύστημα των Πόλεων και των Αμφικτιονιών είναι ένας αστείρευτος πλούτος που διατηρείται ακόμη ζωντανός και μπορεί να κρίνη θετικά τα διάφορα ηγεμονικά, ανατολικά, φεουδαλιστικά συστήματα τα οποία συναντούμε στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική ζωή. Οι Ενορίες με όλο το εθελοντικό προσωπικό που διαθέτουν είναι ζωντανοί πυρήνες ζωής που έρχονται από το βάθος του χρόνου και συγκροτούν τις πραγματικές κοινωνίες ανθρώπων.
Ολη η θεολογία της Εκκλησίας είναι ένας διαχρονικός πλούτος.
2. Η αγάπη προς τους ανθρώπους
Μεγάλη εκκλησιαστική περιουσία είναι η αγάπη των ανθρώπων που περιβάλλουν και εμπιστεύονται την Εκκλησία. Στην Εκκλησία ανοίγει κανείς τα «εσώψυχά» του, τις εσωτερικές αποτυχίες και πληγές του, τις ανασφάλειες και αβεβαιότητές του, τον υπαρξιακό πόνο και την εσωτερική αγωνία του.
Ετσι, η Εκκλησία θεωρεί ως μεγάλο θησαυρό όχι την εύνοια των ισχυρών της γης, αλλά τον πόνο των ανθρώπων, την ανημπόρια τους. Οι πονεμένοι άνθρωποι είναι τα πιο ακριβά ιερά σκεύη της Εκκλησίας, και όπου υπάρχουν Κληρικοί ευαίσθητοι μπορούν να εργασθούν αποδοτικά στον τομέα αυτό και θυσιάζουν τα πάντα.
Το βιβλίο με τίτλο «Η μαρτυρία της αγάπης» και υπότιτλο «Το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας της Ελλάδος», που εκδόθηκε από τον Κλάδο Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, δείχνει το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας σε εκατοντάδες μονάδες προνοιακού χαρακτήρος, ανοικτού η κλειστού τύπου, όπου, κατά την εύστοχη παρατήρηση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, « νόσος φιλοσοφείται και συμφορά μακαρίζεται και το συμπαθές δοκιμάζεται ».
Οταν διαβάση κανείς μερικά «τυπικά» με τα οποία λειτουργούσαν από την Εκκλησία τα πρώτα στην ιστορία Νοσοκομεία, όπως για παράδειγμα το Τυπικό της Μονής Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου φαίνονται η οργάνωση και η λειτουργία του Νοσοκομείου, τότε θα διαπιστώση ότι η Εκκλησία θεωρεί πραγματικό της πλούτο τους πτωχούς, τους αρρώστους, τους πονεμένους που χρειάζονται στοργή και φιλανθρωπία και ενδιαφέρεται γι΄ αυτούς.
Μάλιστα ο ιερός Χρυσόστομος προτρέπει τους ακροατές του: « Μη βλέπεις τον πτωχό που σε πλησιάζει λερωμένος και απεριποίητος,αλλά σκέψου ότι ο Χριστός διά μέσου εκείνου εισέρχεται στην οικία σου και παύσε να είσαι απάνθρωπος και να λέγης σκληρά λόγια με τα οποία συνήθως περιλούζεις αυτούς που ζητούν την βοήθειά σου, αποκαλώντας αυτούς απατεώνας, οκνηρούς ».
Οσοι εμπνέονται από το ήθος της Εκκλησίας θεωρούν τους πτωχούς ως αυτόν τον Ιδιο τον Χριστό. Αυτός είναι ο τετιμημένος εκκλησιαστικός πλούτος.
3. Περιουσία και φιλανθρωπία
Η Εκκλησία πάντοτε διατηρούσε υλική περιουσία για να την καταναλώνη σε έργα φιλανθρωπίας, όταν αδυνατή να το κάνη το Κράτος. Οι Μητροπόλεις και οι Ενορίες είναι οργανωμένες Κοινότητες, οι οποίες ενδιαφέρονται για όλα τα προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, πνευματικά, ψυχολογικά, οικογενειακά, οικονομικά.
Βεβαίως, ζούμε σε μια οργανωμένη κοινωνία και η Εκκλησία συμμορφώνεται στη φορολογία που θεσπίζει κάθε Πολιτεία, αρκεί να είναι λελογισμένη και δίκαιη. Αλλά και η Πολιτεία πρέπει να υπολογίζη την τεράστια προσφορά της Εκκλησίας στο παρελθόν και το παρόν και να σκεφθή με τι οικονομικό κόστος θα επιβαρυνθή η ίδια, αν η Εκκλησία από δυσβάστακτα φορτία δεν μπορεί να ανταποκριθή στο φιλανθρωπικό έργο της με τα Ιδρύματα που λειτουργεί.
Πάντως, πρέπει να επισημανθή ότι η Εκκλησία είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που διαθέτει αστείρευτο πνευματικό πλούτο, μεγάλους θησαυρούς- θεολογικούς και πολιτιστικούς- και δεν φοβάται ούτε απειλείται από κάποια φορολογία, μπορεί όμως να υπονομευθή το φιλανθρωπικό έργο της.
Και σήμερα εξακολουθεί να δέχεται την αγάπη και τον σεβασμό εκατομμυρίων ανθρώπων που προσφέρουν όχι απλώς χρήματα, αλλά την καρδιά τους και τη ζωή τους. Αυτός είναι ο ατίμητος πλούτος της που δεν μπορεί να φορολογηθή.
Η Εκκλησία έχει αυτό που είναι και δεν είναι αυτό που έχει.
πηγή:Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ(15-11-2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου