« Όταν είδε αυτού του πανάρετου ( του Αγίου Ιωάννου) την μεγαλοψυχία και το αφειδώλευτο απλωμένο χέρι, που έδινε σ’ όλους σαν από ανεξάντλητη πηγή, ο Νικήτας ο πατρίκιος (Διοικητής) με υπόδειξη μερικών συκοφαντών ανεβαίνει προς τον όσιον και του λέγει:
« Το βασίλειο βρίσκεται σε στενόχωρη οικονομική θέση και χρειάζεται χρήματα· αντί λοιπόν αυτά τα εισοδήματά σου να ξοδεύωνται τόσον αφειδώλευτα να τα δώσεις του βασιλείου για το δημόσιο ταμείο».
Και αυτός, μένοντας ατάραχος στα λόγια αυτά, του απαντά:
«Δεν είναι δίκαιο νομίζω, κύριε πατρίκιε, αυτά που προσφέρθηκαν στον επουράνιο βασιλιά να τα προσφέρω στον επίγειο. Μα και αν έκρινες όλως διόλου κάτι τέτοιο, πίστεψέ με, ο Ιωάννης ο κατά συγχώρηση Θεού ελάχιστος επίσκοπος ούτε ένα από αυτά τα μικρότερα νομίσματα δεν σου δίνει.
Μα να, κάτω από το φτωχικό μου κρεβάτι είναι η αποθήκη του Χριστού και πράξε όπως θέλεις».
Σηκώνεται λοιπόν ο πατρίκιος αμέσως και φωνάζει εκείνους από τους σκλάβους του που… είχαν ως έργο τους τα μεταφορικά και από τους στρατιώτες του και τους φορτώνει όλα τα χρήματα χωρίς να του αφήσει παρά μονάχα ένα κεντηνάριν (νόμισμα ισοδύναμο με 100 λίτρες χρυσού).
Και καθώς κατέβαιναν ακόμα οι βαστάζοι, μάρτυρας μου ο Κύριος της Δόξας, ανέβαιναν μερικοί που βαστούσαν μικρά τσουκάλια (δοχεία) που στάλθηκαν από την Αφρική στον Πατριάρχη, μερικά που είχαν επιγραφή «μέλι πρώτης ποιότητας» μερικά «μέλι δεύτερης ποιότητας» κι’ άλλα «μέλι ακάπνιστο» και κτυπούσαν τα τσουκάλια, καθώς ανέβαιναν τα σκαλοπάτια, πάνω στα σακκιά των χρυσών νομισμάτων καθώς κατέβαιναν οι βαστάζοι.
Καθώς όμως κατέβαινε κι’ ο πατρίκιος διάβασε τις επιγραφές των τσουκαλιών και δήλωσε στον Πατριάρχη να του σταλεί από το ίδιο μέλι για το κελλάρι του, γιατί ήξερε πως δεν κρατούσε κακία ο θεοτίμητος.
Μα όταν ανέβηκε (στον Πατριάρχη) αυτός που του είχαν εμπιστευτεί τα τσουκάλια και του επέδωσε τα έγγραφα και του δήλωσε ότι μέσα στα αγγεία υπήρχαν χρήματα αντί μέλι, αμέσως ο πραγματικά πράος Ποιμένας απέστειλε στον πατρίκιον ένα τσουκάλι που είχε επιγραφή «μέλι πρώτης ποιότητας» και του έκαμε γραπτό μήνυμα που είχε τα εξής:
« Αυτός που είπε, κύριε, «δεν θα σε αφήσω ούτε θα σ’ εγκαταλείψω»( Εβρ. 13,5), ο άψευστος Θεός ο αληθινός μας τα επιχορήγησε αντί εκείνων που πήρε η Ενδοξότητα σου.
Λοιπόν τον Θεόν, που δίνει σ’ όλα τροφή και ζωή, άνθρωπος φθαρτός δεν μορεί να τον στενέψει. Υγίαινε.»
Και παράγγειλε σ’ αυτούς που έφευγαν για να πάνε και βαστούσαν το τσουκάλι να το ανοίξουν μπροστά στον πατρίκιο και να του πουν ότι «όλα όσα είδες ν’ ανεβαίνουν ήταν γεμάτα χρήματα αντί μέλι».
Κατά σύμπτωση όταν ο πατρίκιος κάθησε στο τραπέζι, τον πληροφόρησαν αυτοί που βάσταζαν το τσουκάλι και την επιστολή του Πατριάρχη κι’ όταν ανέβηκαν μόλις είδε μονάχα ένα τσουκάλι ο πατρίκιος είπε:
« Πίστεψε με, μεγάλε κύριε, πάρα πολύ με εξώργισες, επειδή δεν έστειλες παρά μονάχα ένα».
Όταν όμως του επιδόθηκε και το γραπτό μήνυμα και ξεβούλλωσαν το τσουκάλι εκείνοι αμέσως και άδειασαν μπροστά του όλο το χρήμα, του γνώρισαν ότι και τα άλλα αγγεία που είδε ήταν κι’ εκείνα γεμάτα.
Όταν όμως διάβασε ότι « άνθρωπος φθαρτός δεν μπορεί να στενέψει τον Θεόν» κατασυγκινήθηκε από τα λόγια κι’ είπε:
« Ζήτω ο Κύριος· ούτε ο Νικήτας θα τον στενέψει, γιατί είναι άνθρωπος κι’ αυτός φθαρτός και αμαρτωλός».
Και αφήνοντας αμέσως το πρόγευμα και παίρνοντας μαζί του όσα χρήματα είχε πάρει από τον τίμιο Πατέρα και το τσουκαλι που του έστειλε και από τά δικά του τρία κεντηνάρια, προσπέφτει στα τίμια πόδια του χωρίς να πάρει κανένα μαζί του από την ακολουθία του, παρά με πολλή ταπεινοφροσύνη ανέβηκε και τον παρακαλούσε να ζητήσει από τον Θεό συγχώρηση γι’ αυτόν, γιατί παρακινήθηκε από άλλους συκοφάντες, πείθοντας τον με όρκους ότι αν του βάλει και επιτίμιο για το αμάρτημά του, πρόθυμα θα το δεχθεί και θα το εκτελέσει.
Και επειδή ο Πατριάρχης θαύμασε τη ξαφνική αλλαγή του ανθρώπου, δεν τον έψεξε καθόλου για την πράξη του παρά μόνο τον παρηγόρησε με παραινετικά λόγια.
Και τέτοια αγάπη από Θεού έδεσε έκτοτε τους δυό τους, ώστε να γίνει και ανάδοχος των παιδιών του λαμπροτάτου ανθρώπου».
« Το βασίλειο βρίσκεται σε στενόχωρη οικονομική θέση και χρειάζεται χρήματα· αντί λοιπόν αυτά τα εισοδήματά σου να ξοδεύωνται τόσον αφειδώλευτα να τα δώσεις του βασιλείου για το δημόσιο ταμείο».
Και αυτός, μένοντας ατάραχος στα λόγια αυτά, του απαντά:
«Δεν είναι δίκαιο νομίζω, κύριε πατρίκιε, αυτά που προσφέρθηκαν στον επουράνιο βασιλιά να τα προσφέρω στον επίγειο. Μα και αν έκρινες όλως διόλου κάτι τέτοιο, πίστεψέ με, ο Ιωάννης ο κατά συγχώρηση Θεού ελάχιστος επίσκοπος ούτε ένα από αυτά τα μικρότερα νομίσματα δεν σου δίνει.
Μα να, κάτω από το φτωχικό μου κρεβάτι είναι η αποθήκη του Χριστού και πράξε όπως θέλεις».
Σηκώνεται λοιπόν ο πατρίκιος αμέσως και φωνάζει εκείνους από τους σκλάβους του που… είχαν ως έργο τους τα μεταφορικά και από τους στρατιώτες του και τους φορτώνει όλα τα χρήματα χωρίς να του αφήσει παρά μονάχα ένα κεντηνάριν (νόμισμα ισοδύναμο με 100 λίτρες χρυσού).
Και καθώς κατέβαιναν ακόμα οι βαστάζοι, μάρτυρας μου ο Κύριος της Δόξας, ανέβαιναν μερικοί που βαστούσαν μικρά τσουκάλια (δοχεία) που στάλθηκαν από την Αφρική στον Πατριάρχη, μερικά που είχαν επιγραφή «μέλι πρώτης ποιότητας» μερικά «μέλι δεύτερης ποιότητας» κι’ άλλα «μέλι ακάπνιστο» και κτυπούσαν τα τσουκάλια, καθώς ανέβαιναν τα σκαλοπάτια, πάνω στα σακκιά των χρυσών νομισμάτων καθώς κατέβαιναν οι βαστάζοι.
Καθώς όμως κατέβαινε κι’ ο πατρίκιος διάβασε τις επιγραφές των τσουκαλιών και δήλωσε στον Πατριάρχη να του σταλεί από το ίδιο μέλι για το κελλάρι του, γιατί ήξερε πως δεν κρατούσε κακία ο θεοτίμητος.
Μα όταν ανέβηκε (στον Πατριάρχη) αυτός που του είχαν εμπιστευτεί τα τσουκάλια και του επέδωσε τα έγγραφα και του δήλωσε ότι μέσα στα αγγεία υπήρχαν χρήματα αντί μέλι, αμέσως ο πραγματικά πράος Ποιμένας απέστειλε στον πατρίκιον ένα τσουκάλι που είχε επιγραφή «μέλι πρώτης ποιότητας» και του έκαμε γραπτό μήνυμα που είχε τα εξής:
« Αυτός που είπε, κύριε, «δεν θα σε αφήσω ούτε θα σ’ εγκαταλείψω»( Εβρ. 13,5), ο άψευστος Θεός ο αληθινός μας τα επιχορήγησε αντί εκείνων που πήρε η Ενδοξότητα σου.
Λοιπόν τον Θεόν, που δίνει σ’ όλα τροφή και ζωή, άνθρωπος φθαρτός δεν μορεί να τον στενέψει. Υγίαινε.»
Και παράγγειλε σ’ αυτούς που έφευγαν για να πάνε και βαστούσαν το τσουκάλι να το ανοίξουν μπροστά στον πατρίκιο και να του πουν ότι «όλα όσα είδες ν’ ανεβαίνουν ήταν γεμάτα χρήματα αντί μέλι».
Κατά σύμπτωση όταν ο πατρίκιος κάθησε στο τραπέζι, τον πληροφόρησαν αυτοί που βάσταζαν το τσουκάλι και την επιστολή του Πατριάρχη κι’ όταν ανέβηκαν μόλις είδε μονάχα ένα τσουκάλι ο πατρίκιος είπε:
« Πίστεψε με, μεγάλε κύριε, πάρα πολύ με εξώργισες, επειδή δεν έστειλες παρά μονάχα ένα».
Όταν όμως του επιδόθηκε και το γραπτό μήνυμα και ξεβούλλωσαν το τσουκάλι εκείνοι αμέσως και άδειασαν μπροστά του όλο το χρήμα, του γνώρισαν ότι και τα άλλα αγγεία που είδε ήταν κι’ εκείνα γεμάτα.
Όταν όμως διάβασε ότι « άνθρωπος φθαρτός δεν μπορεί να στενέψει τον Θεόν» κατασυγκινήθηκε από τα λόγια κι’ είπε:
« Ζήτω ο Κύριος· ούτε ο Νικήτας θα τον στενέψει, γιατί είναι άνθρωπος κι’ αυτός φθαρτός και αμαρτωλός».
Και αφήνοντας αμέσως το πρόγευμα και παίρνοντας μαζί του όσα χρήματα είχε πάρει από τον τίμιο Πατέρα και το τσουκαλι που του έστειλε και από τά δικά του τρία κεντηνάρια, προσπέφτει στα τίμια πόδια του χωρίς να πάρει κανένα μαζί του από την ακολουθία του, παρά με πολλή ταπεινοφροσύνη ανέβηκε και τον παρακαλούσε να ζητήσει από τον Θεό συγχώρηση γι’ αυτόν, γιατί παρακινήθηκε από άλλους συκοφάντες, πείθοντας τον με όρκους ότι αν του βάλει και επιτίμιο για το αμάρτημά του, πρόθυμα θα το δεχθεί και θα το εκτελέσει.
Και επειδή ο Πατριάρχης θαύμασε τη ξαφνική αλλαγή του ανθρώπου, δεν τον έψεξε καθόλου για την πράξη του παρά μόνο τον παρηγόρησε με παραινετικά λόγια.
Και τέτοια αγάπη από Θεού έδεσε έκτοτε τους δυό τους, ώστε να γίνει και ανάδοχος των παιδιών του λαμπροτάτου ανθρώπου».
Λεοντίου Επισκόπου Νεαπόλεως Κύπρου, Βίος του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος.
πηγή:Απόψεις για τήν Μονή Βατοπεδίου(και όχι μόνο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου