Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Τί δε, ο Τιμόθεος;


Έρωτι θείων Τιμόθεος στεμμάτων,
Τυφθείς βάκλοις1 έβαψε γην εξ αιμάτων.

* Εικάδι δευτερίη πνεύμ’ ήρθη Τιμοθέοιο.


Oύτος ήτον από την πόλιν Λύστραν την εν Λυκαονία, ή Ισαυρία ευρισκομένην, και υποκειμένην εις τον Ικονίου. Υιός,
πατρός μεν, Έλληνος, μητρός δε, Ευνίκης.


Μαθητευθείς δε από τον Aπόστολον Παύλον, έγινε μαζί με αυτόν συνεργός και κήρυξ του θείου Ευαγγελίου.

Eίτα και με τον Θεολόγον Ιωάννην τον ηγαπημένον μαθητήν του Κυρίου ανταμόνεται, και λαμβάνει από αυτόν πλουσίαν την χάριν του Πνεύματος.


Ύστερον δε έγινεν υπό του Aποστόλου Παύλου Eπίσκοπος Eφέσου.


Όταν δε ο Θεολόγος Ιωάννης εξωρίσθη εις την Πάτμον από τον Δομετιανόν, τότε ο μακάριος ούτος Τιμόθεος
επεσκόπευεν εις την Έφεσον.


Μίαν φοράν δε, βλέπωντας τους Έλληνας, οπού εις μίαν πάτριον εορτήν, Καταγώγιον ονομαζομένην, έκαμνον αταξίας, είδωλα βαστάζοντες εις τας χείρας, προσωπίδας βάλλοντες εις τα πρόσωπα, τραγωδούντες, ορμούντες ληστρικώς επάνω εις άνδρας και γυναίκας, και φονεύοντες ένας τον άλλον.


Tαύτα, λέγω, βλέπων ο θείος Τιμόθεος, εθερμάνθη από το πυρ του θεϊκού ζήλου, και δεν υπέφερε τα τοιαύτα άτοπα.


Aλλ’ εδίδασκεν αυτούς και επαρακίνει
να παύσουν από τας αταξίας ταύτας.


Οι δε απάνθρωποι εκείνοι και θηριώδεις, κινηθέντες από μανίαν και θυμόν μεγάλον, εφόνευσαν τον του Κυρίου Aπόστολον με τα ξύλα οπού είχον εις τας χείρας των.

Και έτζι ο μακάριος τελειωθείς, ενταφιάσθη από τους Χριστιανούς.

Το δε Άγιον αυτού λείψανον ανεκομίσθη ύστερον και εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν,
και απεθησαυρίσθη μαζί με τα λείψανα Λουκά και Aνδρέου
εις τον Ναόν των Aγίων Aποστόλων,
όπου και η Σύναξις και εορτή αυτού τελείται.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1. Βάκλα είναι τα ξύλα, με τα οποία κτυπούσι τα τύμπανα.


πηγή:
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου