Όταν έχη κανείς υπερβή το εβδομηκοστόν έτος της ηλικίας του,
δύο πράγματα του απομένουν να κάμη.
Να ασχοληθή με την σωτηρία της ψυχής του
και να θυμάται ιστορίες από τα περασμένα.
Κάθομαι τώρα στο παράθυρο του κελιού μου και αγναντεύω τα βουνά
του Βάλτου, τα πρασινογάλαζα νερά της λίμνης των Κρεμαστών.
Θαυμάζω τις ακροβατικές ικανότητες που έχουν οι τουρκοπούλες.
Ψάχνουν οι καημένες στον γυμνό πλάτανο μήπως και βρουν κάποια δυσδιάκριτα σποράκια...
Και αναπολώ.
Σαν τον γέροντα εκείνον του Καβάφη «στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος...»
Ταχύφτερη η σκέψις σταματά μπροστά σε δυό σαμάρια, στημένα για καθίσματα μπροστά στην Εκκλησία των Αγίων Πάντων,
στο μοναστήρι του Προυσού.
Θέα προς τα βουνά του Τόρνου, την παγόβρυση, τα μοναστηριακά λειβάδια.
Στο ένα σαμάρι κάθεται ένας Επίσκοπος.
Ο Μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Χριστοφόρος.
Και στο άλλο ένας νεαρός εικοσάχρονος
«άρτι των ιούλων εν ταις παρειαίς αναθαλλόντων»
Ασήμαντος, άγνωστος τοις πολλοίς.
Και ο Μητροπολίτης καταδέχεται και διηγείται σ’ αυτόν τον νεανίσκο,
που δεν είναι άλλος από τον σύροντα αυτές τις απλές γραμμές.
Διηγείται ιστορίες από την ζωή του.
Πως έγινε κληρικός χάρη στην ένθερμη διαμεσολάβηση
του Αυγουστίνου Καντιώτη, Πρωτοσυγκέλλου τότε στο Μεσολόγγι.
Πως προσπάθησαν
-πλην επί ματαίω-
να τον μυήσουν οι μασώνοι στην μασωνία.
Πως δια θαύματος δεν ανεκάλυψαν οι Γερμανοί τα όπλα της Εθνικής Αντιστάσεως, που είχαν κρύψει σε κρύπτη της Αρχιεπισκοπής.
Πως κάποτε ευρέθη σε λειτουργικό αποκλεισμό από το Αγρίνιο,
διότι εθεωρήθη από τους υπερεθνικόφρονες
ύποπτος ως προς την εθνικοφροσύνη του.
Πως γλίτωσε από τα νύχια της Γκεστάπο το Αυγουστίνο Καντιώτη,
που τον είχαν για εκτέλεση.
Πως εποίμανε λαόν πρόσφυγα και ρακένδυτο σε χρόνια δίσεκτα.
Πως παρ’ όλες τις δυσχέρειες κατόρθωσε να χειροτονήση περί τους ογδόντα ιερείς.
Πως...πως...πως...
Έλεγε πολλά, ενθυμούμαι πολλά, αλλά όχι όλα.
Ίσως τα έλεγε προαισθανόμενος το τέλος του.
Σε κάποιον που ίσως κάποτε τα κατέγραφε.
Ύστερα από πενήντα χρόνια μου έρχεται αυτή η σκέψις.
Τον γνώρισα το 1955 στην ενορία μου, στην Αγία Τριάδα του Βύρωνος.
Με εγοήτευσε η πνευματική του παρουσία.
Τον ακολούθησα.
Με εχειροθέτησε αναγνώστη.
Με έστειλε στο μοναστήρι του Προυσού.
Είχε πολλά κατά νουν για μένα. Δεν πρόλαβε όμως.
Στις αρχές Απριλίου του ’58 έφυγε από κοντά μας.
Από αυτό το λίγο διάστημα που τον έζησα, έμαθα πολλά!
Ωφελήθηκα δε πολύ περισσότερον.
Ήταν ο μακαριστός φιλακόλουθος όσον ολίγοι.
Όταν κατέβαινα στις τρεις την νύχτα να σημάνω το σήμαντρο για την ορθρινή ακολουθία, τον εύρισκα έξω από τον ναό να περιμένη.
Έψαλλε με φωνή αγγελική.
Εκήρυττε με πάθος.
Πίστευε βαθειά σε όσα εκήρυττε.
Ήτο οπαδός της τάξεως κατά την διεξαγωγή των ιερών Ακολουθιών.
Ήτο λιτοδίαιτος, ελάχιστα των εδεσμάτων γευόμενος.
Μόνιμο έδεσμα ήταν τα βραστά κολοκυθάκια.
Ήτο άριστος γνώστης των εκκλησιαστικών προβλημάτων,
ορθοδοξών και ορθοτομών εν παντί.
Είχεν ευγένειαν της ψυχής, ου την τυχούσαν.
Ενθυμούμαι τώρα το εξής:
Τον υπηρετούσα με το ζήλο της νεανικής ηλικίας
και τον θαυμασμό γι’ αυτόν.
Στο μοναστήρι παρέμενε επ’ αρκετόν καιρό κατά τον Αύγουστο μήνα.
Το μοναστήρι ως γνωστόν είχε καεί από τους Γερμανούς.
Το 1956 είχεν αποκατασταθή μόνον το ανατολικό κτίριο.
Όλα ήταν στενόχωρα. Ο δεσπότης έμενε σ’ ένα δωμάτιο του τρίτου ορόφου. Για να πάη στο υποτυπώδες αποχωρητήριο έπρεπε να περάση από έναν διάδρομο. Σ’ αυτόν όμως κοιμόμουν εγώ. Για να μην τον ενοχλώ μάζευα τις κουβέρτες και κοιμόμουν στο μπαλκόνι.
Κάποια νύχτα βγήκε από το δωμάτιο κρατώντας μία λάμπα πετρελαίου αναμμένη στο χέρι για να πορευθή προς τον ιδιαίτερο όζοντα χώρο.
Γύρισε, κοίταξε προς το μπαλκόνι και υπέθεσε ότι κοιμόμουν.
Ήμουν στα σκοτεινά.
Τα μάτια μου μισόκλειστα.
Για να μη με ξυπνήση, για να μη με ενοχλήση, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του. Ακροποδητί πήγε ακροποδητί επέστρεψε. Σαν τη γάτα.
Για να μην ενοχλήση ποιόν; έναν μηδαμινό δόκιμο.
Τέτοιαν ευγένειαν είχεν η ψυχή του....
Σε θυμάμαι, δεσπότη μου,
όταν μεσοστρατίς στο καλοκαιριάτικο καύμα ζητούσες δυό μπάτσες ελατόκλαδα και ένα λερό χιράμι απ’ το μουλαροσάμαρο.
Και πάνω σ’ αυτά σαν σε κλίνη Σολομώντος έπαιρνες ένα μεσημεριάτικο υπνάκο κάτω απ’ τη σκια ενός γεροέλατου.
Παρακαλούσες:
«Βάλτε στο κουδούνι του μουλαριού λίγο χόρτο να μην ακούγεται
και αφήστε το να βοσκήση».
Και μετά από καμιάν ωρίτσα σηκωνόσουν,
έπλενες το πρόσωπό σου από το διπλανό ρυάκι
και συνέχιζες την πορεία σου για το μοναστήρι.
Ήσουν ο ταπεινός, ο πράος, ο μειλίχιος.
Ήσουν ο Επίσκοπος!
πηγή:
"Ρίζα Αγρινιωτών"
(Μαρτ. 2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου