Παναγιώτατε Δέσποτα,
Αγαπητοί αδελφοί,
Οι λόγοι ούτοι του υμνωδού του κανόνος της Κυριακής προ της Χριστού γεννήσεως είναι λίαν επίκαιροι. Ομιλούν περί της πτωχείας του Λόγου, η οποία καταπλουτίζει πάντας. Χρησιμοποιεί εκ διαμέτρου αντιθέτους εννοίας την πτωχείαν και τον πλουτισμόν. Υπάρχει παράδοξόν τι εις τα λεγόμενα του υμνογράφου - ο πτωχεύων καταπλουτίζει. Ο πλουτισμός είναι πλήρης, καθ’ ην στιγμήν ο πλουτίζων παραμένει πτωχός.
Δια τον σύγχρονον άνθρωπον του ατομικού καταναλωτισμού η αντίθεσις αύτη θα ηχεί ως παράδοξον ή παράλογον γεγονός εις τα ώτα του. Πώς δύναται ο πτωχεύων να πλουτίζη τους άλλους; Τυγχάνει δε να είναι παραδοξώτερον και ίσως ακατανόητον δια την λογικήν της πλειονότητος των πλουσίων ανθρώπων, των σκεπτομένων κοσμικώς και αξιολογούντων την έννοιαν του πλούτου με καθαρώς κοσμικά κριτήρια.
Η Εκκλησία δια του υμνωδού της, ο οποίος εκφράζει το καθολικόν βίωμά της, η αντίθεσις αύτη υπάρχει ως δεδομένον, ως μια ανθρωπίνη περιγραφή του ακατανοήτου μυστηρίου της θείας συγκαταβάσεως, ως μια προσπάθεια, ανεπαρκής βεβαίως, του τρόπου συγκαταβάσεως της θείας ενανθρωπήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ου φέρει το μυστήριον έρευναν, αλλά η Εκκλησία δια των ύμνων της δοξολογεί δια παραδόξων περιγραφών και αντιθέσεων και δια της πίστεως το παράδοξον μυστήριον της προς ημάς Συγκαταβάσεως του Θείου Λόγου. Εξυμνεί τον, κατά τον υμνωδόν της εορτής των Χριστουγέννων, ορθόδοξον πλουτισμόν Θεολογίας.
Ποία όμως η έννοια του πλουτισμού κατά την περίοδον του αγίου Δωδεκαημέρου; Είναι πλουτισμός προερχόμενος εκ μιας ατομικής ψυχολογικής και συναισθηματικής χαράς, και καταναλωτικής βουλιμίας, εξ αφορμής των εορτών, ως κατανοεί ο σύγχρονος πολιτισμός και ο τρόπος συγκροτήσεως του βίου μας; Οι πλείστοι εξ ημών, δυστυχώς, κατανοούμεν τον πλουτισμόν της Σαρκώσεως του Χριστού με αυτήν την έννοιαν.
Ο τρόπος οργανώσεως του βίου μας, αι ιδεολογίαι και τα πολιτικά συστήματα θεμελιούνται επί της ικανοποιήσεως των αναγκών ενός εκάστου ατόμου. Προτιμάται το ατομικόν συμφέρον, το συμφέρον της οικογενείας, το συμφέρον μιας κοινωνικής ομάδος, επί ζημία μιας άλλης ή και του συνόλου.
Εκ των προσφάτων γεγονότων, και συγκεκριμένως εκ διαβοήτων οικονομικών σκανδάλων φαίνεται ότι ωρισμένοι εξ ημών, κοσμικοί άρχοντες και δη οι τον ισάγγελον και προφητικόν βίον Ιωάννου του Προδρόμου ακολουθούντες, προτιμούν το ατομικόν συμφέρον και τον πλουτισμόν εις βάρος του συνόλου, απαρνούμενοι εν τη πράξει την προφητικήν κλήσιν των, δίδοντες την εντύπωσιν ότι η Εκκλησία είναι μια εκ των εγκοσμίων οργανώσεων, και προκαλούντες, αφορμής δοθησομένης, κοινωνικάς αναταράξεις και εξεγέρσεις με καταστρεπτικάς συνεπείας.
Το γνήσιον ορθόδοξον ήθος είναι ο κατά τα κοσμικά φαινόμενα αντιθετικός συγκερασμός του εκ της πτωχείας απορρέοντος πλουτισμού, και της εκ του πλουτισμού απορρεούσης πτωχείας. Ο Κύριος εκένωσεν εαυτόν, επτώχευσε, κατεδέχθη ίνα γεννηθή εν φάτνη αλόγων, σταυρωθή και αναστηθή και τοιουτοτρόπως επλούτισε τον άνθρωπον. Ο πλούτος Του ήτο η πτωχεία. Κατά τα ανθρώπινα, εφαίνετο πτωχός, αδύναμος, αλλά δια της αδυναμίας του κατεπλούτισε τον άνθρωπον και κατειργάσθη την σωτηρίαν του.
Ο μέγας θεολογικός νους Γρηγόριος ο Θεολόγος, λέγει περί της απεριγράπτου συγκαταβάσεως και πτωχείας του Κυρίου τα εξής: «Ο ων γίνεται. Ο άκτιστος κτίζεται. Ο αχώρητος χωρείται. Ο πλουτίζων πτωχεύει. Ο πλήρης κενούται... Τι το περί εμέ τούτο μυστήριον; Μετέλαβον της εικόνος και ουκ εφύλαξα. Μεταλαμβάνει της εμής σαρκός, ίνα και την εικόνα σώση και την σάρκα αποθανατίση» (Ε.Π.Ε 5,58-60).
Οφείλομεν ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού να ακολουθήσωμεν την πτωχείαν του Κυρίου, να πλουτίζωμεν δια της εγκαταλείψεως του παλαιού ανθρώπου, της ατομικής αυταρκείας και ικανοποιήσεως, της καταναλωτικής φρενίτιδος, και του ανεξελέγκτου προσπορισμού κέρδους. Πρέπει να καυχώμεθα δια τον Σταυρόν του Κυρίου, την εσχάτην ταύτην πτωχείαν και τον πλουτισμόν του Κυρίου, διότι άνευ Σταυρού δεν υπάρχει Ανάστασις. Το εγχείρημα βεβαίως θεωρείται δύσκολον, διότι η απόταξις του παλαιού ανθρώπου είναι πάλη προς τας αρχάς και εξουσίας του κόσμου τούτου, προς τον κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου, τουτέστι τον Διάβολον, τον πατέρα του εγωϊσμού και της αυταρκείας.
Η Εκκλησία, δια των σημερινών κανόνων του Όρθρου, διδάσκει προσφυώς ότι το όλον γεγονός της σαρκώσεως οδηγεί εις τον πλουτισμόν της Αναστάσεως. Κατά την Ορθόδοξον Θεολογίαν δεν νοείται η Σάρκωσις άνευ της Αναστάσεως. Η Ανάστασις είναι το τέλος της ελευθερώσεως εκ της φθοράς, η εν αγάπη ελευθερία και η εν ελευθερία αγάπη των αφθάρτων τέκνων της Βασιλείας του Θεού. Και η Εκκλησία καλείται εμπράκτως να είναι πρωτίστως η εικών της Βασιλείας του Θεού και ουχί εις εγκόσμιος φιλανθρωπικός οργανισμός, θεραπεύων τας κοινωνικάς ανάγκας των ανθρώπων, τας οποίας το εκάστοτε Κράτος δύναται να θεραπεύση, και μάλιστα επιτυχώς.
Η κατάκτησις της Βασιλείας επιτυγχάνεται μόνον δια της εκουσίας πτωχείας μας, μιμούμενοι τον δι’ ημάς πτωχεύσαντα Κύριον. «Πάντα δείται ταφής πάντα δείται σταυρού», ως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.
Κατά την περίοδον ταύτην κυριαρχεί συνήθως η αντίληψις ότι τα Χριστούγεννα είναι μια αφορμή εξωτερικής, ρομαντικής και συναισθηματικής χαράς, ανταλλαγής ευχών και μία συνειρμική υπόμνησις των παιδικών μας χρόνων. Μια τοιαύτη προσέγγισις ικανοποιεί προσωρινώς τον άνθρωπον, αλλά δεν δίδει εις αυτόν απάντησιν εις τας μεταφυσικάς αναζητήσεις του ανθρώπου, εν άλλαις λέξεσι, δεν νοηματοδοτεί τον βίον του. Ο εξωτερικός εορταστικός περίγυρος άνευ πνευματικής νοηματοδοτήσεως καθίσταται έν ψυχολογικόν υποκατάστατον προσκαίρου χαράς.
Η περίοδος των Χριστουγέννων της εκουσίας πτωχείας του Κυρίου της Εκκλησίας προσφέρεται δια να ακολουθήσωμεν - κληρικοί τε και λαϊκοί - και πρωτίστως ημείς οι κληρικοί - την πτωχείαν του Κυρίου της Εκκλησίας μας δια να πλουτίσωμεν κατά Θεόν , εαν θέλωμεν να είμεθα αληθινά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, ίνα μη καταδικασθώμεν υπό του Κυρίου δια υποκριτικήν διαγωγήν, άλλα λέγοντες και άλλα πράττοντες, προσποιούμενοι δια λόγους εξωτερικής - ατομικής προβολής ότι είμεθα καλοί, αλλ’ εν τη ουσία η καρδία μας να είναι πλήρης κακίας, μίσους και εκδικήσεως.
Η δύναμις και ο πλούτος της Εκκλησίας είναι η πτωχεία της, το θυσιαστικόν ήθος και το πνεύμα διακονίας. Ευχηθείτε, Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα, ίνα αναλογισθώμεν την πτωχείαν του Σαρκωθέντος Θεού εν σιωπή και προσευχή, κατά την επί θύραις Αγίαν περίοδον του Δωδεκαημέρου.
Καλά Χριστούγεννα.
Toν ανωτέρω λόγον εξεφώνησε ο Μ. Αρχιδιάκονος π. Μάξιμος κατά την Θ. Λειτουργίαν εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως του έτους 2008.
Σχέδια Γεννήσεως: Αγήνωρ Αστεριάδης
πηγή: απο το πολύ καλό ιστολόγιο "Ιδιωτική Οδός"
του αγαπητού Θεολόγου-Πρωτοψάλτου απο την γειτονική μας Πάτρα
κ.Παναγιώτη Ανδριόπουλου.
πηγή: απο το πολύ καλό ιστολόγιο "Ιδιωτική Οδός"
του αγαπητού Θεολόγου-Πρωτοψάλτου απο την γειτονική μας Πάτρα
κ.Παναγιώτη Ανδριόπουλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου