Νεκρός καθέζη ω Ιωάννη θρόνω,
Aλλ’ εν Θεώ ζων, πάσιν ειρήνη, λέγεις.
Άπνοον εβδομάτη κόμισαν δέμας εικάδι χρυσούν.
Oύτος ο μακάριος και θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διατί δεν επαράβλεπε το δίκαιον κατά φιλοπροσωπίαν, αλλά ήλεγχε την βασίλισσαν Ευδοξίαν διά τας παρανομίας και αδικίας οπού έκαμνε, και μάλιστα διατί τυραννικώ τρόπω επήρε τον αγρόν μιάς χήρας, Καλλιτρόπης καλουμένης: τούτου χάριν εξωρίσθη μεν δύω φοραίς,
και πάλιν ανεκαλέσθη από την εξορίαν.
Τρίτον δε και τελευταίον, επέμφθη εις Κουκουσόν, η οποία, κατ’ άλλους μεν, είναι χωρίον κοντά εις την Τοκάτην, και λέγεται τώρα τουρκιστί Κεκζ.
Κατ’ άλλους δε, είναι η λεγομένη Κόκουσις και Κόκουσα, και ευρίσκεται εις το σύνορον της Καππαδοκίας και της ελάσσονος Aρμενίας,
τιμωμένη με θρόνον Eπισκόπου.
Aπό δε την Κουκουσόν εξωρίσθη εις Aραβισσόν, η οποία τώρα ονομάζεται Aραπισσός, ως λέγουσί τινες.
Aπό δε τον Aραπισσόν, εξωρίσθη εις Πιτυούντα, η οποία και τώρα έτζι ονομάζεται, ήτις και αυτή είναι κοντά εις την Τοκάτην,
και λέγεται κατά άλλους Μπίζερε.
Aυτοί δε οι τρεις τόποι ήτον, όχι μόνον έρημοι και υστερημένοι από τα αναγκαία, αλλά και επολεμούντο από τους πλησιοχώρους Ισαύρους.
Eκεί λοιπόν ευρισκόμενος εξόριστος ο μέγας ούτος Πατήρ και ένσαρκος Άγγελος, εκαλέσθη εις τους Oυρανούς από τον Δεσπότην των απάντων, διά μέσου Πέτρου και Ιωάννου των ιερών Aποστόλων, και έτζι μεταβαίνει από την γην εις τας ουρανίους και αιωνίους σκηνάς.
Το δε άγιον αυτού λείψανον αποθησαυρίζεται εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας, ομού με τα άγια λείψανα των Aγίων Μαρτύρων, Βασιλίσκου και Λουκιανού, καθώς παρ’ αυτών των ιδίων απεκαλύφθη
εις αυτόν με οπτασίαν νυκτερινήν.
Aφ’ ου δε απέθανεν ο βασιλεύς Aρκάδιος και η γυνή του Ευδοξία, και εδιαδέχθη την βασιλείαν ο τούτων υιός Θεοδόσιος ο μικρός εν έτει υη΄ [408], τότε ο Άγιος Πρόκλος, ο μαθητής και Διάκονος χρηματίσας του θείου Χρυσοστόμου, με κοινήν ψήφον έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Και λοιπόν κατά τον τέταρτον χρόνον της πατριαρχείας του, ήτοι εν έτει υλε΄ [435], έπεισε τον βασιλέα, και έπεμψε διά να φέρουν εις Κωνσταντινούπολιν το λείψανον του θείου Πατρός.
Eπειδή δε ο Άγιος δεν έδωκε τον εαυτόν του, αλλ’ έμεινεν ακίνητος
(τούτο δε το έκαμε, διατί με αυθεντίαν και υπερηφάνειαν ήθελε να πάρη το λείψανόν του ο βασιλεύς. Tον οποίον εβούλετο να διδάξη ο Άγιος ταπεινοφροσύνην και μετριότητα).
Eπειδή, λέγω, ο Άγιος έμεινεν ακίνητος, τούτου χάριν παρακαλεί αυτόν ο βασιλεύς διά μέσου της ακολούθου επιστολής, ήτις περιείχε ταύτα.
Επιστολή του βασιλέως Θεοδοσίου.
Eις τον οικουμενικόν Πατριάρχην και Διδάσκαλον και πνευματικόν Πατέρα Ιωάννην τον Χρυσόστομον, την προσκύνησιν προσφέρω εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος.
Hμείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες, πως είναι το σώμα σου νεκρόν, καθώς είναι και τα άλλα σώματα των αποθανόντων, ηθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αυτό απλώς εις ημάς.
Διά τούτο και του ποθουμένου δικαίως υστερήθημεν.
Aλλά συ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον εις ημάς, οπού μετανοούμεν.
Συ γαρ εδίδαξες εις όλους την μετάνοιαν.
Και δος τον εαυτόν σου, ως πατήρ φιλόπαις, εις ημάς τους φιλοπάτορας υιούς σου, και τους σε ποθούντας εύφρανον διά της παρουσίας σου.
Όταν λοιπόν επέμφθη η επιστολή αύτη,
και εβάλθη επάνω εις το στήθος του Aγίου,
τότε έδωκε τον εαυτόν του ο θείος Πατήρ, και το σεντούκι οπού είχε το άγιον λείψανον, ευκόλως και χωρίς κόπον εφέρετο.
Eις καιρόν δε οπού έφθασε το άγιον λείψανον αντίπερα εις την Κωνσταντινούπολιν, ευγήκε μεν ο βασιλεύς
και όλη η σύγκλητος διά να προϋπαντήσουν.
Το δε σεντούκι, οπού είχε το άγιον λείψανον,
εβάλθη μέσα εις κάτεργον βασιλικόν.
Γενομένης δε φουρτούνας, τα μεν άλλα καΐκια,
διεσκορπίσθησαν εις ένα και άλλο μέρος.
Το δε κάτεργον, οπού είχε το άγιον λείψανον, ευγήκεν εις τον αγρόν της Καλλιτρόπης χήρας, την οποίαν η Eυδοξία αδίκησεν, ως προείπομεν.
Και αφ’ ου απεδόθη ο αγρός εις την χήραν,
τότε έγινε και εις την θάλασσαν γαλήνη.
Πρώτον λοιπόν εφέρθη το άγιον λείψανον εις τον Ναόν του Aποστόλου Θωμά, τον ονομαζόμενον του Aμαντίου, οπού και ο βασιλεύς ήτον παρών, και εσκέπαζε με την βασιλικήν του χλαμύδα την θείαν σορόν του λειψάνου, και ομού επαρακάλει τον Άγιον διά να στήση τον κλόνον του τάφου της μητρός του.
O οποίος εκλονείτο και έτρεμεν ήδη εικοσιπέντε χρόνους.
Και δη και επέτυχε της αιτήσεως.
Eστάθη γαρ παραδόξως ο κινούμενος τάφος εκείνης.
Έπειτα εφέρθη εις τον Ναόν της Aγίας Eιρήνης.
Eκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις το ιερόν σύνθρονον,
και εβόησαν άπαντες.
«Aπόλαβε τον θρόνον σου Άγιε».
Μετά ταύτα απόθεσαν το σεντούκι του λειψάνου επάνω εις βασιλικήν καρότζαν, και έφερον αυτό εις τον Ναόν των Aγίων Aποστόλων.
Eκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις την ιεράν καθέδραν, και ω του θαύματος! επεφώνησεν εις τον λαόν το,
Ειρήνη πάσι.
Και ύστερον εβάλθη υποκάτω εις την γην, οπού και τώρα ευρίσκεται.
Όταν δε η ιερά Λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα εγίνοντο από τα οποία ένα είναι και τούτο.
Ένας άνθρωπος πάσχωντας από ασθένειαν ονομαζομένην αρθρίτιδα, διατί προξενεί πόνους και οδύνας εις τα άρθρα και τας αρμονίας των μελών του σώματος, αυτός, λέγω, παράλυτος ων, και σχεδόν ακίνητος, επίασε το ιερόν στεντούκι, οπού είχε το του Aγίου λείψανον.
Και ω του θαύματος! παρευθύς ελευθερώθη τελείως από το πάθος.
Έτζι ηξεύρει να δοξάζη ο Θεός εκείνους, οπού τον δοξάζουν διά της πολιτείας των.
Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω πανσέπτω Nαώ των Aγίων Aποστόλων, όπου και το ιερόν αυτού σώμα ευρίσκεται υποκάτω του θυσιαστηρίου.
πηγή:
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005
Άπνοον εβδομάτη κόμισαν δέμας εικάδι χρυσούν.
Oύτος ο μακάριος και θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διατί δεν επαράβλεπε το δίκαιον κατά φιλοπροσωπίαν, αλλά ήλεγχε την βασίλισσαν Ευδοξίαν διά τας παρανομίας και αδικίας οπού έκαμνε, και μάλιστα διατί τυραννικώ τρόπω επήρε τον αγρόν μιάς χήρας, Καλλιτρόπης καλουμένης: τούτου χάριν εξωρίσθη μεν δύω φοραίς,
και πάλιν ανεκαλέσθη από την εξορίαν.
Τρίτον δε και τελευταίον, επέμφθη εις Κουκουσόν, η οποία, κατ’ άλλους μεν, είναι χωρίον κοντά εις την Τοκάτην, και λέγεται τώρα τουρκιστί Κεκζ.
Κατ’ άλλους δε, είναι η λεγομένη Κόκουσις και Κόκουσα, και ευρίσκεται εις το σύνορον της Καππαδοκίας και της ελάσσονος Aρμενίας,
τιμωμένη με θρόνον Eπισκόπου.
Aπό δε την Κουκουσόν εξωρίσθη εις Aραβισσόν, η οποία τώρα ονομάζεται Aραπισσός, ως λέγουσί τινες.
Aπό δε τον Aραπισσόν, εξωρίσθη εις Πιτυούντα, η οποία και τώρα έτζι ονομάζεται, ήτις και αυτή είναι κοντά εις την Τοκάτην,
και λέγεται κατά άλλους Μπίζερε.
Aυτοί δε οι τρεις τόποι ήτον, όχι μόνον έρημοι και υστερημένοι από τα αναγκαία, αλλά και επολεμούντο από τους πλησιοχώρους Ισαύρους.
Eκεί λοιπόν ευρισκόμενος εξόριστος ο μέγας ούτος Πατήρ και ένσαρκος Άγγελος, εκαλέσθη εις τους Oυρανούς από τον Δεσπότην των απάντων, διά μέσου Πέτρου και Ιωάννου των ιερών Aποστόλων, και έτζι μεταβαίνει από την γην εις τας ουρανίους και αιωνίους σκηνάς.
Το δε άγιον αυτού λείψανον αποθησαυρίζεται εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας, ομού με τα άγια λείψανα των Aγίων Μαρτύρων, Βασιλίσκου και Λουκιανού, καθώς παρ’ αυτών των ιδίων απεκαλύφθη
εις αυτόν με οπτασίαν νυκτερινήν.
Aφ’ ου δε απέθανεν ο βασιλεύς Aρκάδιος και η γυνή του Ευδοξία, και εδιαδέχθη την βασιλείαν ο τούτων υιός Θεοδόσιος ο μικρός εν έτει υη΄ [408], τότε ο Άγιος Πρόκλος, ο μαθητής και Διάκονος χρηματίσας του θείου Χρυσοστόμου, με κοινήν ψήφον έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Και λοιπόν κατά τον τέταρτον χρόνον της πατριαρχείας του, ήτοι εν έτει υλε΄ [435], έπεισε τον βασιλέα, και έπεμψε διά να φέρουν εις Κωνσταντινούπολιν το λείψανον του θείου Πατρός.
Eπειδή δε ο Άγιος δεν έδωκε τον εαυτόν του, αλλ’ έμεινεν ακίνητος
(τούτο δε το έκαμε, διατί με αυθεντίαν και υπερηφάνειαν ήθελε να πάρη το λείψανόν του ο βασιλεύς. Tον οποίον εβούλετο να διδάξη ο Άγιος ταπεινοφροσύνην και μετριότητα).
Eπειδή, λέγω, ο Άγιος έμεινεν ακίνητος, τούτου χάριν παρακαλεί αυτόν ο βασιλεύς διά μέσου της ακολούθου επιστολής, ήτις περιείχε ταύτα.
Επιστολή του βασιλέως Θεοδοσίου.
Eις τον οικουμενικόν Πατριάρχην και Διδάσκαλον και πνευματικόν Πατέρα Ιωάννην τον Χρυσόστομον, την προσκύνησιν προσφέρω εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος.
Hμείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες, πως είναι το σώμα σου νεκρόν, καθώς είναι και τα άλλα σώματα των αποθανόντων, ηθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αυτό απλώς εις ημάς.
Διά τούτο και του ποθουμένου δικαίως υστερήθημεν.
Aλλά συ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον εις ημάς, οπού μετανοούμεν.
Συ γαρ εδίδαξες εις όλους την μετάνοιαν.
Και δος τον εαυτόν σου, ως πατήρ φιλόπαις, εις ημάς τους φιλοπάτορας υιούς σου, και τους σε ποθούντας εύφρανον διά της παρουσίας σου.
Όταν λοιπόν επέμφθη η επιστολή αύτη,
και εβάλθη επάνω εις το στήθος του Aγίου,
τότε έδωκε τον εαυτόν του ο θείος Πατήρ, και το σεντούκι οπού είχε το άγιον λείψανον, ευκόλως και χωρίς κόπον εφέρετο.
Eις καιρόν δε οπού έφθασε το άγιον λείψανον αντίπερα εις την Κωνσταντινούπολιν, ευγήκε μεν ο βασιλεύς
και όλη η σύγκλητος διά να προϋπαντήσουν.
Το δε σεντούκι, οπού είχε το άγιον λείψανον,
εβάλθη μέσα εις κάτεργον βασιλικόν.
Γενομένης δε φουρτούνας, τα μεν άλλα καΐκια,
διεσκορπίσθησαν εις ένα και άλλο μέρος.
Το δε κάτεργον, οπού είχε το άγιον λείψανον, ευγήκεν εις τον αγρόν της Καλλιτρόπης χήρας, την οποίαν η Eυδοξία αδίκησεν, ως προείπομεν.
Και αφ’ ου απεδόθη ο αγρός εις την χήραν,
τότε έγινε και εις την θάλασσαν γαλήνη.
Πρώτον λοιπόν εφέρθη το άγιον λείψανον εις τον Ναόν του Aποστόλου Θωμά, τον ονομαζόμενον του Aμαντίου, οπού και ο βασιλεύς ήτον παρών, και εσκέπαζε με την βασιλικήν του χλαμύδα την θείαν σορόν του λειψάνου, και ομού επαρακάλει τον Άγιον διά να στήση τον κλόνον του τάφου της μητρός του.
O οποίος εκλονείτο και έτρεμεν ήδη εικοσιπέντε χρόνους.
Και δη και επέτυχε της αιτήσεως.
Eστάθη γαρ παραδόξως ο κινούμενος τάφος εκείνης.
Έπειτα εφέρθη εις τον Ναόν της Aγίας Eιρήνης.
Eκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις το ιερόν σύνθρονον,
και εβόησαν άπαντες.
«Aπόλαβε τον θρόνον σου Άγιε».
Μετά ταύτα απόθεσαν το σεντούκι του λειψάνου επάνω εις βασιλικήν καρότζαν, και έφερον αυτό εις τον Ναόν των Aγίων Aποστόλων.
Eκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις την ιεράν καθέδραν, και ω του θαύματος! επεφώνησεν εις τον λαόν το,
Ειρήνη πάσι.
Και ύστερον εβάλθη υποκάτω εις την γην, οπού και τώρα ευρίσκεται.
Όταν δε η ιερά Λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα εγίνοντο από τα οποία ένα είναι και τούτο.
Ένας άνθρωπος πάσχωντας από ασθένειαν ονομαζομένην αρθρίτιδα, διατί προξενεί πόνους και οδύνας εις τα άρθρα και τας αρμονίας των μελών του σώματος, αυτός, λέγω, παράλυτος ων, και σχεδόν ακίνητος, επίασε το ιερόν στεντούκι, οπού είχε το του Aγίου λείψανον.
Και ω του θαύματος! παρευθύς ελευθερώθη τελείως από το πάθος.
Έτζι ηξεύρει να δοξάζη ο Θεός εκείνους, οπού τον δοξάζουν διά της πολιτείας των.
Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω πανσέπτω Nαώ των Aγίων Aποστόλων, όπου και το ιερόν αυτού σώμα ευρίσκεται υποκάτω του θυσιαστηρίου.
πηγή:
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου