Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν; ή γυμνόν, και περιβάλομεν; ή ασθενή ή έν φυλακή, και διακονήσαμέν;


Ο δε κριτής πρός αυτούς φησιν:
αμήν ,αμήν λέγω υμίν, εφ΄όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, των πτωχών,
των απερριμένων, των ξένων,
των ταπεινών, των εξουθενημένων,
των λελωβημένων, των έν περιστάσει,
των έν ανάγκη, των έν θλίψει,
των έν λιμώ,των έν δίψει,
των τετραυματισμένων, των καταπονουμένων,
των ασθενούντων,των κακουχουμένων,
εφ΄όσον εποιήσατε έκ πάντων τούτων ενί,
εμοί εποιήσατε,

τα εμά μέλη εθερμάνατε,

εμοί διηκονήσατε,

την εμήν ψυχήν αναπαύσατε.


Δια τούτο Δεύτε οι ευλόγημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν απο καταβολής κόσμου.

Δεύτε έν πρώτοις, οι την πίστιν άσπιλον και αμόλυντον φυλάξαντες.


Δεύτε οι δι εμέ πτωχεύσαντες την πνευματική πτωχείαν.

Δεύτε οι έν ερημίαις και όρεσι και ταις οπαίς της γής
μετά των θηρίων δια το όνομά μου οικήσαντες.


Δεύτε οι πενθούντες και τεθλιμμένοι.

Δεύτε οι δι΄ εμέ πεινάσαντες και διψήσαντες.

Δεύτε οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης.


Δεύτε οι ονειδισθέντες και μισηθέντες δια το όνομά μου.

Δεύτε οι καθαροί τη καρδία, δεύτε οι ελεήμονες.

Δεύτε οι ευμετάδοτοι, δεύτε οι εύσπλαχνοι.

Δεύτε οι ορφανοτρόφοι, δεύτε οι ξενοδόχοι.

Δεύτε οι των χηρών προστάται.

Δεύτε οι των ασθενούντων παραμυθήτορες.

Δεύτε οι έν φυλακή επισκεπτόμενοι.

Δεύτε οι των χρεωστούντων πληρωταί.

Δεύτε οι τας ψυχάς των πεινώντων και διψώντων
δια το όνομά μου εμπλήσαντες.

Δεύτε οι των αδίκων καταδουλωθέντων
και κινδυνευόντων προστάται θερμότατοι.


Δεύτε οι των εν εξορία και πικραίς δουλείαις εύσπλαχνοι ελεθερωταί, δεύτε οι τον ήρεμον και ησύχιον βίον δι΄εμέ πολιτευσάμενοι.


Δεύτε οι έν σωφροσύνη και αγνεία το σώμα και την ψυχήν άσπιλον
και αμίαντον διατηρήσαντες.

Δεύτε οι έν νηστείαις και αγρυπνίαις και ψαλμωδίαις
όλον εαυτών τον βίον τελέσαντες.


Δεύτε οι καθ΄εκάστην νύκτα και ημέραν της εκκλησίας μή αφιστάμενοι.


Δεύτε οι τα θυσιαστήριά μου κοσμούντες και επιμελούμενοι,
δεύτε οι καταφρονονήσαντες των επιγείων,
απολάβετε τα ουράνια.


Δεύτε οι καταλείψαντες δι΄εμέ πατέρας και μητέρας,
υιούς και θυγατέρας, οικίας και αγρούς και συγγενείς,
απολάβετε τα αγαθά Ιερουσαλήμ της επουρανίου.


Δεύτε και θεάσασθε την δόξαν την εμήν,
και χαίρετε και σκηρτήσατε,
ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία των ουρανών.

Εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου ημών,
απολάβετε τα αγαθά εκείνα, Α οφθλμός ουκ είδε και ούς ούκ ήκουσε,
και επι καρδίαν ανθρώπου ούκ ανέβη.

Εισέλθετε εις ταμεία του Πατρός μου, οπού επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι ,δέξασθε τα βραβεία και τους στεφάνους
και τα έπαθλα των αγώνων υμών.


Εβαστάσατε το βάρος και τον καύσωνα της ημέρας,
απολάβετε την βασιλείαν των ουρανών.


Υπεμείνατε πείναν και δίψαν, χαμαικοιτίαν και ξηροφαγίαν,
απολαύσατε ουν δόξης ανεικάστου , και χαράς ανεκλαλήτου,
ήν προητοίμασα υμίν τοις φίλοις.


Αναπαύσασθε λοιπόν εις τας αυλάς του παραδείσου,
εις τας μονάς τας φωτοειδείς, εις τρυφήν και χαρμονήν τέλος
ουκ έχουσαν, εις σκηνώματα λαμπρά και δεδοξασμένα.


Εισέλθετε εις τόπους φωτεινούς,
και αναπαύεσθε εκ των κόπων υμών,
ών δι΄εμέ υπεμείνατε.


Αναπαύεσθε μετά των Αγίων μου αγγέλων, μετά αποστόλων,
μετά προφητών και των απ΄αιώνος μοι ευαρεστηάντων αγίων,
εισέλθετε εις το εμόν παλάτιον ,
όπου ουκ έστι πόνος, λύπη, και στεναγμός ουδε δάκρυον,
αλλά αιώνιος ζωή και ατελεύτητος.


Τοιαύτας δωρεάς χαρίζομαι εγώ τοις τον εμόν λόγον τηρήσασιν.

Ούτως εγώ τιμώ τους εμέ τιμήσαντας, ούτως εγώ δοξάζω τους εμέ δοξάζοντας, ούτως εγώ αναπαύω τους τα εμά μέλη,
τους πτωχούς και αδυνάτους, αναπαύοντας.


Ούτως εγώ μακαρίζω τους των Εκκλησιών μου επιμελούντας,
ούτως εγώ αποδίδωμι πλουσίως και αφθόνως και εκατονταπλασίως,
την αιώνιον ζωήν.


Εδώκατέ μοι κλάσμα άρτου, λάβετε βασιλείαν ουράνιον.

Εδώκατέ μοι αργύριον, λάβετε τον παράδεισον της τρυφής.

Εδώκατέ μοι ιμάτιον παλαιόν,ενδύω υμάς το άδυτον φώς.

Εδώκατέ μοι ποτήριον ύδατος,
απολάβετε το ύδωρ το ζών της αναπαύσεως.


Εισηγάγετέ με εν τη σκέπη, ιδού χαρίζομαι υμίν
το είναι μετά πάντων των αγγέλων.


Εδώκατέ μοι φθαρτά, λάβετε άφθαρτα.

Εδώκατέ μοι πρόσκαιρα, λάβετε αιώνια.

Ηξιώσατέ με της τραπέζης υμών,λάβετε τρυφήν αιώνιον.

Ερρύσασθέ με απο δεσμωτηρίου, επισκέψασθέ με ασθενούντα,
ελύσατε μου τον λιμόν και την δίψαν, ενίψατέ μου τους πόδας, εθερμάνατέ με ριγούντα, ιδού χαρίζομαι υμίν τον κόλπον του Αβραάμ.


Έλαβον πηλόν, δίδωμι μαργαρίτας, έλαβον χόρτον, δίδωμι χρυσόν.


Πάντα γαρ τα υμέτερα, οιά εισι, προς τας εμάς δωρεάς χόρτος εισί και πηλός, τα γάρ υμέτερα επίγεια, τα δε εμά επουράνια, τα υμέτερα πάντα μαραινόμενα, τα δε εμά φώς, ζωή και χαρά και ανάπαυσις.


Οίδα εγώ όσα μοι εποιήσατε, γινώσκω εγώ όσα εκ του στόματος υμών απεκόψατε, και την εμήν ψυχήν ενεπλήσατε.

Επίσταμαι, και ουκ επελαθόμην όσα με εξενοδοχήσατε,
και δια ταύτα πάντα, όσα εν ουρανώ
και όσα επι της γής υπάρχει αγαθά,
υμίν χαρίζομαι τοις φίλοις μου εις αιώνα αιώνος.


Είδετε, αδελφοί, της ελεημοσύνης το κέρδος,
έγνωτε αυτής την ισχύν,
εμάθατε αυτής την δύναμιν,
κατενοήσατε αυτής την ωφέλειαν.



Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

λόγος εις την Κυριακή της Απόκρεω, περί μετανοίας και ελεημοσύνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου